Αντισυνταγματική η περικοπή στη διαφορά αποδοχών για τους δικαστικούς

Αντισυνταγματική η περικοπή στη διαφορά αποδοχών για τους δικαστικούς

Το Μισθοδικείο με την υπ΄ αριθμ. 127/2016 απόφασή του, έκρινε ότι είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), οι διατάξεις των νόμων 4270/2014 και 4307/2014, οι οποίες προέβλεψαν την περικοπή κατά 50%, της διαφοράς αποδοχών που οφείλονταν στους δικαστικούς λειτουργούς, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και 30.6.2014. Διαφορά που προέκυψε από προηγούμενη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (88/2013), που έκρινε αντισυνταγματική την αναδρομική μείωση των αποδοχών τους από 1η Αυγούστου 2012 έως 30η Ιουνίου 2014.

Αναλυτικότερα, το Μισθοδικείο, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του ΣτΕ Ειρήνη Σάρπ και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Γεώργιο Βώρο και με μειοψηφία δύο μελών του (καθηγητών πανεπιστημίων), έκρινε ότι η ρύθμιση που θεσπίστηκε με το ν. 4307/2014 και προέβλεψε την περικοπή κατά 50% της διαφοράς αποδοχών των δικαστών αντίκειται σε διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) που αφορούν την υποχρέωση συμμόρφωσης της Πολιτείας προς τις δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και του Μισθοδικείου, «ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική».

Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η ρύθμιση «αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς την δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, καθώς και προς την αρχή του κράτους δικαίου και τα άρθρα 20, παρ. 1 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., από τα οποία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, συνάγεται η υποχρέωση συμμόρφωσης των οργάνων της Πολιτείας προς τις δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και προς τις αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου, του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος (σ.σ.: Μισθοδικείου), ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική».

Επομένως, συνεχίζει το δικαστήριο, εφαρμοστέες για τον προσδιορισμό των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, είναι «οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 181 του ν. 4270/2014, όπως είχαν αρχικώς (ήτοι, πριν τροποποιηθούν με το ν. 4307/2014)», με τις οποίες, αφ'' ενός, καταργήθηκαν από τότε που ίσχυσαν (δηλαδή από 1.8.2012) οι διατάξεις του ν. 4093/2012, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την απόφαση 88/2013 του Μισθοδικείου και, αφ'' ετέρου, προβλέφθηκε η καταβολή στους δικαστικούς λειτουργούς του συνόλου της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από την εν λόγω κατάργηση, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως τη δημοσίευση του νόμου 4270/2014.

Η επίμαχη απόφαση του Μισθοδικείου αφορά 47 δικαστές που είχαν προσφύγει σε αυτό, ενώ η απόφαση που δημοσιεύθηκε αποτελεί τον προπομπό δημοσίευσης άλλων πολλών αποφάσεων που αφορούν χιλιάδες δικαστικούς λειτουργούς.

Η απόφαση αυτή, όπως και αυτές που θα ακολουθήσουν, αναπέμπουν τις υποθέσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο για να προβεί για κάθε ένα από τους χιλιάδες προσφεύγοντες δικαστικούς λειτουργούς σε υπολογισμούς των ποσών.

Όπως είναι γνωστό, το 9μελές Μισθοδικείο είναι το αρμόδιο για να επιλύει τις διαφορές σχετικά με τις αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και συγκροτείται από τρεις ανώτατους δικαστές, τρεις καθηγητές των Νομικών Σχολών (ΑΕΙ) και τρεις δικηγόρους.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ