Ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, μόλις το 53%, καταγράφει η Ελλάδα στη διείσδυση νέων ψηφιακών τεχνολογιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αυτό δείχνουν τα στοιχεία που ανακοίνωσε, πρόσφατα, η Eurostat, τα οποία, ειδικότερα, αναφέρονται στο πεδίο της ψηφιακής έντασης. Αυτό μετρά το επίπεδο χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις και κατηγοριοποιείται σε τέσσερα επίπεδα: πολύ χαμηλό, χαμηλό, υψηλό και πολύ υψηλό.
Σύμφωνα με τη διαβάθμιση της Eurostat, το βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης θεωρείται ότι επιτυγχάνεται, όταν μια επιχείρηση χρησιμοποιεί τουλάχιστον τέσσερις ψηφιακές τεχνολογίες.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat, το 2024 το 74% των μικρομεσαίων εταιρειών στην Ευρώπη διέθετε το βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, με την Ελλάδα να καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά, μόλις 53%.
Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι περίπου οι μισές ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις διαθέτουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες και τεχνολογίες.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις στην ΕΕ παρουσιάζουν σαφώς μεγαλύτερη ψηφιακή ένταση, με το 98% να φτάνει τουλάχιστον το βασικό επίπεδο, ενώ το 41% διαθέτει πολύ υψηλό επίπεδο ψηφιακής έντασης και το 46% υψηλό.
Αντίθετα, μόλις το 6% των μικρομεσαίων εταιρειών στην ΕΕ έχει πολύ υψηλό επίπεδο ψηφιακής έντασης, ενώ περίπου το 27% έχει υψηλό επίπεδο. Η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, με το 40% να έχει χαμηλή και το 27% πολύ χαμηλή ψηφιακή ένταση.
Διαφορές ανά χώρα και στόχοι για το 2030
Η ψηφιακή ένταση των ΜμΕ διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών. Στην κορυφή βρίσκονται η Φινλανδία με 93% και η Δανία με 90% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης.
Στον αντίποδα, βρίσκεται η Ελλάδα με 53% και η Βουλγαρία με 50%, οι οποίες καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά. Αυτό υπογραμμίζει την μεγάλη απόσταση, που πρέπει να καλυφθεί για να επιτευχθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο μέχρι το 2030 το 90% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να φτάσει τουλάχιστον σε βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης. Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες με χαμηλές επιδόσεις, καλείται να επιταχύνει τις προσπάθειές της για να καλύψει το κενό των περίπου 20 ποσοστιαίων μονάδων, που την χωρίζουν από τον ευρωπαϊκό στόχο.
Άλλωστε, η ψηφιακή ένταση είναι κρίσιμη για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, καθώς η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, οι υπηρεσίες cloud και η Τεχνητή Νοημοσύνη βελτιώνει την αποδοτικότητα, την καινοτομία καθώς και την εξωστρέφεια, δεδομένου ότι διευκολύνουν την πρόσβαση σε νέες αγορές. Οι μικρομεσαίες εταιρείες, που υστερούν σε ψηφιακή ένταση, κινδυνεύουν να μείνουν πίσω στην ψηφιακή οικονομία.
Η ψηφιακή ένταση μετριέται μέσω του Δείκτη Ψηφιακής Έντασης (Digital Intensity Index - DII), ο οποίος αξιολογεί τη χρήση 12 διαφορετικών ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, το ηλεκτρονικό εμπόριο, οι υπηρεσίες cloud, τα συστήματα διαχείρισης πελατειακών σχέσεων (CRM) και άλλες.
Ο δείκτης κατηγοριοποιεί τις επιχειρήσεις σε τέσσερα επίπεδα: Πολύ χαμηλό (0-3 τεχνολογίες), Χαμηλό (4-6), Υψηλό (7-9), Πολύ υψηλό (10-12).
Ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης αντιστοιχεί σε χρήση τουλάχιστον 4 τεχνολογιών, δηλαδή περιλαμβάνει τα επίπεδα χαμηλό, υψηλό και πολύ υψηλό, εξαιρώντας το πολύ χαμηλό.
Σημειώνεται ότι αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα «τρέχουν» τρία προγράμματα για την ενίσχυση της ψηφιακής μετάβασης των επιχειρήσεων. Πρόκειται για τα «Ψηφιακά Εργαλεία ΜΜΕ», «Ανάπτυξη ψηφιακών προϊόντων και υπηρεσιών » και «ψηφιακές συναλλαγές». Και τα τρία αυτά προγράμματα εντάσσονται στη δράση «Ψηφιακός Μετασχηματισμός ΜΜΕ», η οποία υλοποιείται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0 με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαικής Ένωσης και απευθύνεται σε υφιστάμενες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.