Η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών είναι ότι οι πράσινες πολιτικές έχουν δυσθεώρητα δημοσιονομικά κόστη που συνεχώς αυξάνονται.
Απειλούν να στερήσουν πολύτιμους πόρους από την οικονομία που χρειάζεται δημοσιονομικά «μαξιλάρια» για πρόληψη και αποζημιώσεις απέναντι στις καταστροφές που θα έρθουν λόγω κλιματικής αλλαγής.
Επίσης έχουν και κοινωνικό κόστος, αφού οι επιδοτήσεις όσο γαλαντόμες κι αν είναι, καλύπτουν ένα κλάσμα μόνο από τις δαπάνες που συνεχώς μεγαλώνουν.
Η γεωπολιτική αβεβαιότητα δυσχεραίνει την εξίσωση, ως εκ τούτου η κυβέρνηση αποφασίζει να γίνει πιο πραγματιστής, βάζει πιο ρεαλιστικούς στόχους και προκρίνει στην παρούσα φάση μια πιο συντηρητική πολιτική.
Τραβάει το πόδι από το «γκάζι» της πράσινης μετάβασης. Είναι μια αλλαγή υποδείγματος στη μέχρι τώρα πολιτική μας. Η πρώτη φορά που η ελληνική κυβέρνηση, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ευρωπαϊκής ατζέντας, καθιστά με τόσο σαφή τρόπο ότι ήρθε η ώρα να γίνουμε πιο ρεαλιστές.
«Καλύτερα να βάλεις ρεαλιστικούς στόχους και να τους πετύχεις, παρά στόχους που μετά θα τους ανατρέψεις με τεράστιο κόστος αξιοπιστίας και επενδύσεων», όπως είπε προ ημερών ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης από το βήμα του Power & Gas Forum.
Αφθονα χρήματα άλλωστε λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών πλέον δεν υπάρχουν, άρα τα μέτρα πρέπει να είναι απολύτως στοχευμένα.
Η νέα αυτή προσέγγιση, αποτυπώνεται στην κατεύθυνση που έδωσε χθες η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ υπό τον Θ. Σκυλακάκη στην ομάδα του ΚΑΠΕ που έχει αναλάβει το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ).
Είναι το «πράσινο» ευαγγέλιο κάθε χώρας μέχρι το 2030 αλλά και με στόχους για τις επόμενες δεκαετίες, προσχέδιο του οποίου είχαμε αποστείλει το Δεκέμβριο στην Κομισιόν.
Το πρόβλημα αποτυπώνουν οι προβολές πάνω στους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια, που παρουσιάστηκαν, σύμφωνα με τις πληροφορίες, κατά τη χθεσινή σύσκεψη.
Αν τηρήσουμε κατά γράμμα όλους τους στόχους του ΕΣΕΚ, για ηλεκτροκίνηση, εξοικονόμηση στα κτίρια, μαζικές επιδοτήσεις του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πολλά έργα στο υδρογόνο, υπολογίζεται ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελλάδας θα προσγειωθούν στο 0,6% κατά μέσον όρο μέχρι το 2050 !
Αν δεν ακολουθήσουμε δηλαδή μια πιο συγκρατημένη πολιτική δαπανών για τις επιδοτήσεις αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων, αναβάθμισης του κτιριακού τομέα εξοικονόμησης και γενικότερα της μεταφοράς, όπως οι χερσαίες αλλά και η ναυτιλία, η μακροχρόνια ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν θα έχει μπροστά ούτε καν το 1, όπως προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί…
Ούτως ή άλλως το υπάρχον κείμενο του ΕΣΕΚ περιελάμβανε πολιτικές που παρέπεμπαν σε επενδύσεις σε όλους τους παραπάνω τομείς, ύψους 192 δισ. ευρώ μέχρι το 2030, όσο ένα νέο ΑΕΠ.
Τα πράγματα χειροτερεύουν διαρκώς, καθώς η Κομισιόν, αγνοώντας ότι με το τρόπο αυτό θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη λαϊκή αποδοχή της πράσινης μετάβασης, βγάζει συνεχώς νέες Οδηγίες, τα κόστη των οποίων δεν είχαν συνυπολογιστεί.
Η υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών σε κλάση τουλάχιστον «Ε» μέχρι το 2035, που στην Ελλάδα αφορά 1,3 εκατ. σπίτια, υπολογίζεται ότι θα κοστίσει 25 δισ ευρώ, όπως είπε προ ημερών στο ίδιο συνέδριο ο Γ.Γ. του ΥΠΕΝ Αρ. Αιβαλιώτης, πολλά εκ των οποίων σε επιδοτήσεις.
Η υποχρεωτική απαγόρευση μέχρι το 2040 ολων των συμβατικών καυστήρων πετρελαίου και αερίου, υπολογίζεται σε άλλα 25 δισ. Η επίσης υποχρεωτική αντικατάσταση μέχρι το 2050 όλων των κλιματιστικών που λειτουργούν σήμερα με ψυκτικό μέσο που έχει ουσία το φθόριο, σημαίνει με τη σειρά της αρκετά δισεκατομμύρια.
Ούτε το ταμείο του Δημοσίου, ούτε η τσέπη των πολιτών, έχουν τα χρήματα και τις αντοχές για τέτοιες δαπάνες.
Επομένως, τα νούμερα θα πρέπει να διορθωθούν και οι πολιτικές να προσαρμοσθούν. Στη χθεσινή συνάντηση, η ηγεσία του ΥΠΕΝ, έδωσε την κατεύθυνση στην ομάδα που επεξεργάζεται το νέο ΕΣΕΚ, να κάνει κατά τέτοιο τρόπο τους υπολογισμούς για τα δημοσιονομικά κόστη, ώστε να προκύπτει μια ανάπτυξη του ΑΕΠ μέχρι το 2050, με ένα μέσο ετήσιο όρο σε κάθε περίπτωση πάνω από το 1%.
Ακριβή νούμερα για να δουλέψει πάνω στις πολιτικές του νέου ΕΣΕΚ θα πάρει η ομάδα το προσεχές διάστημα από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, το γνωστό ΣΟΕ.
Για ποιον χτυπά η καμπάνα; Όχι για τις ΑΠΕ, που ούτως ή άλλως δεν χρειάζονται πια επιδοτήσεις, αλλά όλα τα άλλα.
Διατηρείται η γενική κατεύθυνση για τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών, αλλά η κυβέρνηση θα είναι πιο εγκρατής στην ηλεκτροκίνηση (το αρχικό πλάνο μιλούσε για επενδύσεις 100 δισ. ως το 2030), στα κτίρια και σε μια σειρά κλάδων και ακριβών τεχνολογιών, όπως υδρογόνο, βιομεθάνιο, κλπ.
Την πρόγευση για αυτή την αλλαγή στάσης της Ελλάδας απέναντι στην πράσινη μετάβαση μας έδωσε την περασμένη εβδομάδα, ο ΓΓ του ΥΠΕΝ Πέτρος Βαρελίδης στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος.
Εκπροσωπώντας τον υπουργό, ο Γ.Γ. εξέφρασε την αντίρρηση της Ελλάδας στην κοινοτική πρόταση, η ΕΕ να παράγει το 2040, λιγότερες κατά 90% εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990.
Στις τρεις δεκαετίες μεταξύ 1990 και 2021, τα 27 κράτη μέλη της Ε.Ε. κατάφεραν να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 30%, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος. Άρα για να πάμε στο 90%, θα πρέπει οι χώρες στη μιάμιση δεκαετία που απομένει ως το 2040, να κάνουν πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις απ’ όσες έκαναν συνολικά τα τριάντα τελευταία χρόνια.
Το γιατί η Ελλάδα είπε «όχι» στην κλιματική πρόταση της Κομισιόν, το κατέστησε σαφές ο κ. Σκυλακάκης από το βήμα του ίδιου συνεδρίου.
«Ανεξαρτήτως του πως θα εξελιχθούν οι ρύποι στις επόμενες δεκαετίες, οι κλιματικές επιπτώσεις θα συνεχίσουν να είναι παρούσες στο εν λόγω διάστημα. Τη μια χρονιά μπορεί οι καταστροφές να στοιχίσουν το 2% του ΑΕΠ της χώρας και την άλλη καθόλου. Δεν γνωρίζεις πότε και πως θα σε χτυπήσει, αλλά πρέπει να είσαι έτοιμος. Χρειάζεται έμφαση στην πρόληψη, προσαρμογή και οι σχετικές δαπάνες. Η Ευρώπη όμως δεν έχει δώσει επαρκή έμφαση στο θέμα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Στην πραγματικότητα, η Κομισιόν σχεδιάζει για το τι θα συμβεί μετά από 10 και 15 χρόνια, ξεχνώντας ότι η κλιματική κρίση είναι εδώ σήμερα.
Ενα μεγάλο επίσης μειονέκτημα είναι ότι παλεύει μόνη της. Άλλη απόδοση έχουν οι δαπάνες όταν παλεύουν όλοι μαζί κατά της κλιματικής αλλαγής, δηλαδή και οι μεγάλοι ρυπαντές Κίνα και ΗΠΑ, και άλλη όταν είναι κανείς μόνος, γεγονός που κάνει ακόμη δυσβάσταχτα τα κόστη.