Το επιχειρηματικό μοντέλο του ομίλου ΔΕΗ με στρατηγικές επενδύσεις για ενεργειακή ευελιξία και αξιοπιστία στην εποχή των data centers και των διασυνδεμένων ευρωπαϊκών αγορών παρουσίασε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ομίλου ΔΕΗ, κ. Γεώργιος Στάσσης από το «BNEF Summit London 2025: Where Energy, Finance and Technology Converge» που πραγματοποιείται σήμερα και αύριο στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα, ο κ. Στάσσης συμμετείχε νωρίτερα σήμερα σε πάνελ του ετήσιου συνεδρίου του BNEF με τίτλο «Επανασχεδιάζοντας την ευρωπαϊκή αγορά σε ένα μεταβαλλόμενο ενεργειακό σύστημα», με moderator την Head of Clean Power, BloombergNEF, Meredith Annex.
«Σίγουρα ζούμε σε αβέβαιες και πολύπλοκες περιόδους. Όμως, εκεί που υπάρχει πολυπλοκότητα, υπάρχει και αξία. Οι αρνητικές τιμές αποτελούν πρόκληση, αλλά ταυτόχρονα προσφέρουν ευκαιρία για να επιταχυνθεί η επόμενη φάση της ενεργειακής μετάβασης. Ως κάθετα ολοκληρωμένος πάροχος ενέργειας, απαντάμε επενδύοντας σε υποδομές, καινοτομία και διαφοροποίηση, μετατρέποντας αυτήν την αστάθεια σε μακροπρόθεσμη αξία για όλους τους μετόχους μας. Παράλληλα, χρειάζονται και θεσμικά πλαίσια αγοράς που να διευκολύνουν τις βιώσιμες επενδύσεις σε όλη την αλυσίδα αξίας.» ανέφερε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου της ΔΕΗ απαντώντας σε ερώτηση της αναλύτριας του BloombergNEF σχετικά με τις αρνητικές τιμές ενέργειας και τη γενικότερη μεταβλητότητα της αγοράς.
Ο κ. Στάσσης περιέγραψε αναλυτικά το επενδυτικό πλάνο του ομίλου ΔΕΗ, που περιλαμβάνει ανάπτυξη ΑΠΕ και ευέλικτη παραγωγή, καθώς και τεχνολογίες που προσφέρουν ευελιξία: μπαταρίες, αντλησιοταμίευση, μονάδες αιχμής φυσικού αερίου, ψηφιοποίηση δικτύων και ανάπτυξη ευελιξίας ζήτησης μέσω δυναμικών τιμολογίων. Αναφερόμενος επίσης στην παρουσία του ομίλου ΔΕΗ σε 6 χώρες, τόνισε ότι «Η γεωγραφική επέκταση σε διασυνδεδεμένες αγορές μάς ωφελεί σημαντικά, χάρη στη συμπληρωματικότητα των συστημάτων, ενώ με την καθετοποίηση δημιουργούμε περισσότερη αξία μέσω εμπορίας ενέργειας και συνεργειών μεταξύ διαφορετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούμε ένα καθαρό και ανθεκτικό χαρτοφυλάκιο».
Όσον αφορά στη λειτουργία και τον συγχρονισμό των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, ο κ. Στάσσης αναφέρθηκε στο ευρωπαϊκό market coupling, ως τη μοναδική οδό για διασφάλιση της επάρκειας εφοδιασμού και για τη μεγιστοποίηση των οφελών από τη διείσδυση των ΑΠΕ. Με δεδομένο τον κατακερματισμό στον σχεδιασμό και τη ρυθμιστική προσέγγιση που εξακολουθεί να υπάρχει σε επίπεδο ΕΕ, καθώς και τη συνεχή αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, ο περιφερειακός συντονισμός δεν είναι πλέον προαιρετικός. «Πρέπει να σκεφτόμαστε πέρα από τα εθνικά σύνορα. Τα καιρικά φαινόμενα δε σταματούν στα σύνορα και το ίδιο ισχύει και για την εξισορρόπηση του συστήματος. Καλύτερος συντονισμός σημαίνει κοινά αποθέματα, μειωμένες περικοπές παραγωγής και χαμηλότερο κόστος για όλους. Εμείς, ως ΔΕΗ, γι' αυτό επενδύουμε σε όλες τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης - η συμπληρωματικότητα των φυσικών πόρων προσφέρει μεγάλη αξία στους καταναλωτές» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε ότι δεδομένης της κρισιμότητας των διασυνδέσεων, όχι μόνο στο εμπόριο ενέργειας, αλλά και στην ευελιξία, τη βελτίωση της ασφάλειας εφοδιασμού και την αξιοποίηση των περιφερειακών ΑΠΕ, η ανάπτυξή τους προχωρά πολύ αργά. «Τι θα βοηθούσε; Σαφής διασυνοριακός σχεδιασμός, ταχύτερη αδειοδότηση και ισχυρή ρυθμιστική εναρμόνιση, ώστε οι Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς και οι κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν τις διασυνδέσεις ως κοινό στρατηγικό πόρο — και όχι ως εθνικό μεταγενέστερο μέλημα», κατέληξε.
Στη συνέχεια, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου της ΔΕΗ τόνισε ότι, σήμερα, δύο βασικά ζητήματα επηρεάζουν την ενεργειακή μετάβαση: τα δίκτυα και τα data centers. «Τώρα η ψηφιακή επανάσταση και τα data centers είναι παντού. Από τη μία, τα data centers οδηγούν την τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη. Από την άλλη, δημιουργούν σημαντική νέα ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και, εάν δεν γίνει σωστή διαχείριση, μπορεί να επιβαρύνουν τα τοπικά δίκτυα και να αυξήσουν τις τιμές για τους καταναλωτές. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που στη ΔΕΗ αναπτύσσουμε ένα mega data center - στη Δυτική Μακεδονία, στην περιοχή όπου βρίσκονταν τα πρώην ορυχεία λιγνίτη - μαζί με όλη την απαιτούμενη ισχύ για τη λειτουργία του. Πρόκειται για νέα, επιπλέον ισχύ, η οποία θα παράγεται τόσο από καθαρές όσο και από ευέλικτες μονάδες παραγωγής και θα τροφοδοτεί behind the meter το mega data center. Με αυτόν τον τρόπο αξιοποιούμε την υπάρχουσα υποδομή και ταυτόχρονα προστατεύουμε τους καταναλωτές μας από πιέσεις στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα νέο φορτίο. Παράλληλα, δημιουργούμε ένα νέο μέλλον για τις πρώην λιγνιτικές περιοχές και συμβάλλουμε στην οικονομική ανάπτυξη».
Από τη μία πλευρά, ψηφιακή επανάσταση και τα data centers δημιουργούν αυξημένη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, από την άλλη οι υποδομές μεταφοράς και διανομής δεν είχαν σχεδιαστεί για τον όγκο μεταβλητής παραγωγής ΑΠΕ και τον αυξανόμενο εξηλεκτρισμό. Οι επενδύσεις σε έξυπνα, ευέλικτα και ψηφιοποιημένα δίκτυα είναι κρίσιμες όχι μόνο για να υποστηριχθεί η ενεργειακή μετάβαση και ο νέος εξηλεκτρισμός, αλλά και για να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των ενεργειακών υποδομών απέναντι σε φυσικούς κινδύνους και ακραία καιρικά φαινόμενα.
«Αναγνωρίζουμε την ανάγκη για ψηφιοποιημένα και ευέλικτα δίκτυα γι' αυτό επενδύουμε το 1/3 του CAPEX μας - έχουμε επενδύσει 2,2 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια και σχεδιάζουμε επιπλέον 2,7 δισ. για τα επόμενα τρία. Απαιτείται ωστόσο και δυναμική ρύθμιση που να επιβραβεύει με ισχυρά κίνητρα την έγκαιρη και τολμηρή επένδυση σε δίκτυα, ψηφιοποίηση, ευελιξία και ικανότητα φιλοξενίας φορτίου.» τόνισε ο κ. Στάσσης. Και συνέχισε λέγοντας ότι: «Οι διαχειριστές δικτύων χρειάζεται να αποκτήσουν νέο ρόλο: να γίνουν καταλύτες της αποανθρακοποίησης και όχι απλώς κέντρα κόστους. Επίσης η κατανομή κόστους πρέπει να είναι έξυπνη και οι δυναμικές χρεώσεις και η ευέλικτη διαχείριση φορτίου είναι απαραίτητα εργαλεία. Ο εξηλεκτρισμός πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μακροπρόθεσμο κέρδος αποδοτικότητας. Ως ένας πλήρως καθετοποιημένος όμιλος, η ΔΕΗ βρίσκεται σε μοναδική θέση να διαχειριστεί επιτυχώς όλα αυτά, στον βαθμό και με την ταχύτητα που απαιτεί η μετάβαση, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει η απαραίτητη υποστήριξη σε επίπεδο πολιτικό και ρυθμιστικό».