Από πού θα βρεθούν 67 δισ. το χρόνο για δίκτυα;
Shutterstock
Shutterstock

Από πού θα βρεθούν 67 δισ. το χρόνο για δίκτυα;

Η νέα ευρωπαϊκή ηγεσία θα βρεθεί σύντομα μπροστά σε ένα γνωστό αλλά τεράστιο θέμα. Τα ευρωπαϊκά δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας είναι απαρχαιωμένα, δεν μπορούν να καλύψουν τις τωρινές και μελλοντικές ανάγκες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων και απαιτούνται αστρονομικές επενδύσεις, 1,7 τρισ. ευρώ, μεταξύ 2025- 2050.

Αυτό σημαίνει επενδύσεις 67 δισ. ευρώ ετησίως ή πάνω από 400 δισ. ευρώ για τα έξι εναπομείναντα χρόνια έως το 2030 και το ερώτημα φυσικά είναι από που θα βρεθούν όλα αυτά τα χρήματα. Ειδικά όταν από το 2026 τελειώνει το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο χρηματοδοτεί τέτοιες επενδύσεις.

Αυτά τα ποσά δεν τα αντέχουν οι προϋπολογισμοί και οι τσέπες των πολιτών ούτε στον πλούσιο Βορρά, επομένως είτε θα πρέπει να αυξηθούν θεαματικά οι κοινοτικοί πόροι  -  πχ μέσα από ένα «Ταμείο Ανάκαμψης ΙΙ» όπως είχε προτείνει πρόσφατα ο Κωστής Χατζηδάκης - είτε να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές.

Και επειδή μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, το πιθανότερο είναι ότι θα συμβεί κάτι που θα περιλαμβάνει και τα δύο.

Είναι ωστόσο ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα, που θα έπρεπε να έχουμε ήδη αρχίσει να συζητάμε, καθώς το «να κρατάμε τα φώτα αναμμένα δεν μπορεί να θεωρείται πλέον δεδομένο», σύμφωνα με το μήνυμα που έστειλε χθες από την Αθήνα, η ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλεκτρισμού από το «Power Summit 2024».

Είναι το σημαντικότερο συνέδριο στο χώρο του ηλεκτρισμού πανευρωπαϊκά, συγκεντρώνει την αφρόκρεμα των μεγαλύτερων ονομάτων στο χώρο (EON, Siemens, Uniper, κα), και διοργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, παρουσία του Πρβωθυπουργού, έπειτα από τις ενέργειες του αντιπροέδρου της Eurelectric και CEO της ΔΕΗ, Γιώργου Στάσση.

Η ζοφερή πραγματικότητα για τις ενεργειακές υποδομές της Ευρώπης αποτυπώνεται στην έρευνα της Eurelectric «Grids For Speed», που παρουσιάστηκε κατά την πρώτη ημέρα του συνεδρίου και δείχνει ότι τα δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού, εκ των οποίων ένα 30% ηλικίας άνω των 40 ετών, εξελίσσονται σε απειλή, όχι μόνο για την επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων για το κλίμα, αλλά για την ίδια την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.

Στην πράξη αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τη μελέτη, ότι από τα 36 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο σήμερα θα πρέπει οι ετήσιες επενδύσεις να διπλασιαστούν και να ανέβουν στα 67 δισ. από το 2025 έως το 2050. Απ' αυτά, το 50% αφορά Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία, όπως φαίνεται στον πίνακα.

Είναι μονόδρομος για να ξεφύγουμε από τα ορυκτά καύσιμα, να αυξηθεί ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας στο 60% έναντι μόλις 20% σήμερα, να επεκταθεί στις μεταφορές, τη ναυτιλία, τη βιομηχανία, εντέλει για να αποφύγουμε στο μέλλον τα μπλακ άουτ και να αντέχουν οι υποδομές συχνότερες ακραίες καιρικές συνθήκες και απειλές στον κυβερνοχώρο.

Καλά θα πει κάποιος, το ότι απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις σε δίκτυα διανομής είναι προφανές, το ερώτημα είναι ποιος θα επιβαρυνθεί με αυτά τα ποσά.

Εφόσον οι επενδύσεις αυτές «υποστηριχθούν από το κατάλληλο ρυθμιστικό περιβάλλον», διάσταση την οποία τόνισε αρκετές φορές ο πρόεδρος της Eurelectric και CEO της EON, Λέοναρντ Μπίρνμπαουμ, τότε το απαιτούμενο ποσό μπορεί να μειωθεί στα 55 δισ. ευρώ το χρόνο. Δώδεκα δισ. το χρόνο λιγότερα.

Ρυθμιστικό φυσικά περιβάλλον σημαίνει οτιδήποτε περιλαμβάνει και τις χρεώσεις δικτύου, τις οποίες πληρώνουν μέσω των λογαριασμών οι Ευρωπαίοι καταναλωτές. 

Είναι προφανές ότι οι επενδύσεις στα δίκτυα είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα, αφορά την ενεργειακή μας ασφάλεια και θα έπρεπε γι’ αυτό να διοργανώνονται συζητήσεις τόσο σε εθνικό, όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Όσο μεγαλύτερες είναι οι μελλοντικές χρηματοδοτήσεις από τα ευρωπαϊκά ταμεία, τόσο μικρότερο κόστος θα επωμιστούν οι καταναλωτές. Σε ένα σενάριο net zero, ο αναμενόμενος εξηλεκτρισμός  θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των λογαριασμών ρεύματος σχεδόν κατά 50% το 2050, αναφέρει η μελέτη.

Απέναντι σε μια τέτοια πρόκληση έχει μεγάλη σημασία ότι αρχίζει και μπαίνει στη δημόσια συζήτηση η ανάγκη για ένα δεύτερο Ταμείο Ανάκαμψης, για να συνεχίσουν να υποστηρίζονται οι πολιτικές της πράσινης μετάβασης και μετά τη λήξη του υφιστάμενου, δηλαδή μετά το 2026, όπως είπε προ ημερών από τις Βρυξέλλες ο Κ. Χατζηδάκης. 

Στη μελέτη «Grids for Speed», που κατάρτισε η ΕΥ για λογαριασμό της Eurelectric με στόχο να πιέσει τη νέα ηγεσία στις Βρυξέλλες για άμεση δράση, επισημαίνεται κάτι ακόμη.

Σε ένα κόσμο που έχει στόχο τον πλήρη εξηλεκτρισμό, αλλά τα δίκτυα υπολείπονται δραματικά της διείσδυσης των ΑΠΕ, οι υποδομές πρέπει να αναπτύσσονται προκαταβολικά, κοιτάζοντας πέρα από τις άμεσες ανάγκες, όχι όπως σήμερα, όπου προηγείται η ζήτηση από τους επενδυτές και μετά οι χώρες σχεδιάζουν τη στρατηγική τους ανάπτυξη. Διαφορετικά, η προσέγγιση θα είναι κοντόφθαλμη, θα καταλήγει σταθερά να έπεται των αναγκών, είναι το μήνυμα της Eurelectric.

Όλα τα παραπάνω φυσικά αναδεικνύουν το κακό σχεδιασμό γύρω από την αγορά των ΑΠΕ, που έδωσε έμφαση στη μαζική ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών και αιολικών, για να συνειδητοποιήσουμε μετά ότι δεν έχουμε τα δίκτυα που χρειαζόμαστε για να «σηκώσουμε» όλη αυτή την ενέργεια.

Τώρα, ψάχνουμε 400 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2030 για να κάνουμε τις απαραίτητες επενδύσεις (όσα περίπου προέβλεπε και η ΕΕ στο Action Plan που είχε δημοσιεύσει το Νοέμβριο, μιλώντας τότε για 583 δισ. ευρώ).

Και η Ελλάδα; Χρειάζεται, σύμφωνα με τη μελέτη, επενδύσεις 25 δισ. για την περίοδο 2025- 2050 ή 1 δισ. ευρώ το χρόνο. Δηλαδή διπλάσιες σε σχέση με τα υφιστάμενα επίπεδα του ΔΕΔΔΗΕ (500 εκατ. ευρώ- στοιχεία 2023) που πάντως είχαν διπλασιαστεί σε σχέση με εκείνα του 2022. 

Ένα μεγάλο κομμάτι αυτών των ετησίων επενδύσεων του 1 δισ, αφορά περί τα 200 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση του δικτύου από την πλευρά της προσφοράς. Είναι επενδύσεις για αναβάθμιση του δικτύου διανομής προκειμένου να μπορεί τα επόμενα χρόνια να διαχειριστεί την αυξημένη ζήτηση από τις αντλίες θερμότητας, τα φωτοβολταϊκά στέγης και τη φόρτιση των ηλεκτροκίνητων οχημάτων, η οποία στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 28% μέχρι το 2040. 

Ένα άλλο μεγάλο ποσό, 250 εκατ. ευρώ το χρόνο, αφορά επενδύσεις αντικατάστασης και ανανέωσης εξοπλισμού, 150 εκατ. ευρώ ενίσχυση της ανθεκτικότητας του δικτύου διανομής, περί τα 100 εκατ. ευρώ ενίσχυση του δικτύου από πλευράς ηλεκτροπαραγωγής (για την ένταξη περισσότερων ΑΠΕ) και τα υπόλοιπα ποσά τους έξυπνους μετρητές και τις δράσεις αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης του δικτύου.