Το Brexit, o Boris και η βρετανική οικονομία

Το Brexit, o Boris και η βρετανική οικονομία

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Η ταυτόχρονη άνοδος της στερλίνας και του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου, σηματοδότησε περισσότερο το τέλος μιας μακράς και παρατεταμένης περιόδου αβεβαιότητας, αντιφάσεων, αμφιβολιών και αδιεξόδου, παρά την απαρχή μιας νέας εποχής για το Ηνωμένο Βασίλειο. Μιας εποχής, που λίγοι μπορούν να σκιαγραφήσουν και να εκτιμήσουν, καθώς όλα τα δεδομένα είναι ανοικτά και όλες οι παράμετροι έχουν πολλούς άγνωστους προς το παρόν συντελεστές.

Μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2019 η βρετανική Βουλή θα έχει επικυρώσει τη συμφωνία εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η συμφωνία αφορά τους όρους του διαζυγίου ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ε.Ε. Οι Βρετανοί πέτυχαν το πολυπόθητο Brexit και θα αποτινάξουν από πάνω τους τα ευρωπαϊκά δεσμά.

Το οξύμωρο είναι πως πέτυχαν τον στόχο τους, δηλαδή το Brexit, υποχωρώντας σε όλες ανεξαιρέτως τις πιέσεις και τις απαιτήσεις που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Έτσι το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταβάλει προς την Ε.Ε. το σύνολο των υποχρεώσεων και χρεών του, γεγονός που μέχρι πριν από μερικούς μήνες φάνταζε απίθανο. Το σύνολο των υποχρεώσεων και των χρεών του Ηνωμένου Βασιλείου ανέρχεται στο ποσό των 39 δισεκατομμυρίων στερλινών και είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί από την προκάτοχο του Μπόρις Τζόνσον, Τερέζα Μέι.

Παράλληλα το Ηνωμένο Βασίλειο παραχώρησε ειδικό καθεστώς στη Βόρειο Ιρλανδία, λόγω των χερσαίων συνόρων της με την Ιρλανδία. Αν δεν υιοθετούσαν οι Βρετανοί αυτό το καθεστώς, το Brexit θα ισοδυναμούσε με ξαφνικό θάνατο για την οικονομία της Βόρειας Ιρλανδίας, που είναι λειτουργικά άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, η οποία παραμένει ένα από τα πλέον επιτυχημένα μέλη της οικογένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τέλος, οι Βρετανοί εγγυήθηκαν τα δικαιώματα όλων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατοικούν σήμερα στο Η.Β. Ο συνολικός αριθμός αυτών των πολιτών υπερβαίνει τα 3,5 εκατ. Και συμπεριλαμβάνει και το κλασικό παράδειγμα των «Πολωνών υδραυλικών», που αποτελούσε το κόκκινο πανί για τους οπαδούς του Βrexit και ένα από τα σημεία - κλειδιά της προπαγάνδας όσων επιθυμούσαν τα κλειστά σύνορα.

Και τώρα που το κεφάλαιο Brexit έκλεισε με επιτυχία με βάση τις επιταγές του δημοψηφίσματος, ο Μπόρις Τζόνσον έχει πλέον τον χρόνο να διαπραγματευτεί τους νέους όρους της οικονομικής συνεργασίας και της εμπορικής συνύπαρξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι στιγμής ο Τζόνσον έχει υποσχεθεί στους πάντες τα πάντα. Στους μεν φιλοευρωπαϊστές, ότι η ιδιαίτερη εμπορική σχέση με την Ε.Ε. θα συνεχιστεί απρόσκοπτα, χωρίς να διαταραχθεί στο παραμικρό. Στους δε ευρωσκεπτικιστές, ότι σε περίπτωση μη συμφωνίας, η Βρετανία θα συναλλάσσεται με την Ε.Ε. με τους όρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Γενικότερα, το επόμενο χρονικό διάστημα το Η.Β. θα συγκεντρώσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον, αφού ένας παλαιός οπαδός του Remain, όπως ο Τζόνσον, όπως και παλαιότερα η προκάτοχός του Μέι, θα διαχειριστεί την εποχή μετά το Brexit, με το οποίο συντάχθηκε για λόγους καθαρά πολιτικής ανέλιξης. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι αυτή η επιλογή ήταν σοφή για τον ίδιο και θα τον διατηρήσει στην Ντάουνινγκ Στριτ για τα επόμενα χρόνια.

Ας δούμε όμως τη θεαματική νίκη των Συντηρητικών, έξω από τους συσχετισμούς Brexit vs Remain, εστιάζοντας στην οικονομική πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσουν. Ο Μπόρις Τζόνσον κατατρόπωσε τον Κόρμπιν και τους Εργατικούς, για έναν απλούστατο λόγο. Κι αυτός ήταν η ρητορική των Εργατικών για την κατάργηση της ιδιωτικής παιδείας, για την κρατικοποίηση του κλάδου της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, των συγκοινωνιών και άλλων δραστηριοτήτων, που διέγειρε τη μαρξιστική πτέρυγα των Εργατικών, όμως προκαλούσε φόβο και τρόμο στους ψηφοφόρους των Συντηρητικών.

Σε αυτό το κρεσέντο μαρξιστικών πειραμάτων και οπισθοδρόμησης, οι Συντηρητικοί απέρριψαν όλες τις εξαγγελίες περί εθνικοποιήσεων των βασικών τομέων της βρετανικής οικονομίας, δίνοντας όμως έμφαση σε μια ατζέντα που σίγουρα εισέρχεται στον χώρο του επικίνδυνου οικονομικού λαϊκισμού.

Έτσι, οι Συντηρητικοί υπόσχονται αύξηση των δημοσίων δαπανών, οι οποίες ήδη υπερβαίνουν το 40% του ΑΕΠ και έχουν οδηγήσει το δημόσιο χρέος στα £1,78 τρισ., ή στο 87% του ΑΕΠ. Οι πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν πως είναι η πρώτη φορά έπειτα από 18 χρόνια, που μια βρετανική κυβέρνηση δεν εξαγγέλλει περικοπές δαπανών.

Οι Συντηρητικοί έχουν υποσχεθεί στους αγρότες ότι οι επιχορηγήσεις και οι ενισχύσεις που ελάμβαναν από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα διατηρηθούν στο ακέραιο και θα καταβάλλονται από το βρετανικό κράτος.

Στον χώρο των επιχειρήσεων, ο Μπόρις Τζόνσον έχει ανακοινώσει αύξηση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών, ενώ παράλληλα εκφράζονται ανησυχίες από χρηματιστηριακούς παράγοντες για θέσπιση ειδικού φόρου πάνω στα κεφαλαιακά κέρδη. Παράλληλα αναμένεται η νομοθετική ρύθμιση της αύξησης του κατώτατου μισθού στα επίπεδα των 2/3 των μέσων απολαβών. Μια ρύθμιση που θα οδηγήσει το Η.Β. στην υψηλότερη θέση σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο.

Τέλος, η πολιτική των Συντηρητικών προβλέπει τη διοχέτευση κρατικών ενισχύσεων σε εταιρείες που αντιμετωπίζουν προβλήματα και σε θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν, ενώ ξεκαθαρίζει ότι στους διαγωνισμούς του βρετανικού δημοσίου θα προκρίνονται πάντα βρετανικές εταιρείες.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν πως το πρόγραμμα που τελικά θα εφαρμοστεί θα ανατρέψει σε μεγάλο βαθμό τις προεκλογικές εξαγγελίες. Ομως, όπως και να έχει, η υιοθέτηση σημαντικών κρατικών παρεμβάσεων από μια κυβέρνηση των Συντηρητικών, που μέχρι τώρα ακολουθούσε φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, γεννά σημαντικά ερωτήματα ως προς την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit και τη θεαματική επικράτηση του Μπόρις Τζόνσον.