Τι πραγματικά συμβαίνει με τους δασικούς χάρτες

Τι πραγματικά συμβαίνει με τους δασικούς χάρτες

Η υπόθεση με τους δασικούς χάρτες της χώρας παραπέμπει στη γνωστή ιστορία του Ψαθά με την τσάντα και το τσαντάκι. Όσο και αν υπάρχει η πολιτική βούληση, η κύρωση των δασικών χαρτών να προχωρήσει γρήγορα και να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2021 βάσει και των δεσμεύσεων της χώρας προς την Ε.Ε. αλλά και της ανάγκης να υπάρξει κάποια στιγμή ένα καθαρό τοπίο για τους επενδυτές,  πάντα κρύβει «παγίδες».

Το εγχείρημα παρουσιάζει μεγάλη πολυπλοκότητα, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, οφείλεται και στο γεγονός ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο από το νόμο σε όλη την ελληνική επικράτεια. Χωρίς να πρόκειται για υπερβολή, ειδικοί εξηγούν ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών έχει διαμορφωθεί ανάλογα με τις καταστάσεις που προέκυψαν από  την εφαρμογή των Οθωμανικών Νόμων, οι οποίοι 200 χρόνια από την απελευθέρωση της Ελλάδας έχουν ακόμη επίδραση στην ελληνική νομολογία!

Για να γίνουμε σαφέστεροι, οι εκτάσεις που ανήκαν, έως την επανάσταση του 1821, στο Σουλτάνο, περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου βάσει του ειδικού τίτλου «πολεμικώ δικαιώματι». Έτσι, το ελληνικό Δημόσιο απέκτησε δικαίωμα κυριότητας στα δάση, ενώ όποιος το αμφισβητεί θα πρέπει να αποδεικνύει την ύπαρξη δικαιώματός του. Με άλλα λόγια, το Δημόσιο δεν καλείται, ποτέ, να αποδείξει πώς και γιατί έχει την κυριότητα των εκτάσεων που χαρακτηρίζονται ως δασικές. Η παραπάνω «εισαγωγή»  είναι χρήσιμη, όπως αναφέρουν ειδικοί, για να γίνει αντιληπτή η πολυπλοκότητα των δασικών χαρτών.

Η νέα εγκύκλιος

Αυτή τη φορά το νέο επεισόδιο σχετίζεται με την εγκύκλιο που εξέδωσε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος Γιώργος Αμυράς, η οποία, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η ΠΟΜΙΔΑ, είναι αντίθετη με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, με σχετική υπουργική απόφαση (του Κ. Χατζηδάκη), αλλά και με παλαιότερες εγκυκλίους του υπουργείου Περιβάλλοντος.

Η ΠΟΜΙΔΑ ζητά από τον υπουργό Περιβάλλοντος Κ. Σκρέκα να τροποποιηθεί η εγκύκλιος Αμυρά, ώστε να προβλεφθεί ότι οι αντιρρήσεις επιτρέπονται για το σύνολο των δασικών χαρτών, μετά την αναμόρφωσή τους. Το πρόβλημα, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το Liberalmarkets, είναι σε γνώση του υπουργείου Περιβάλλοντος, το οποίο επεξεργάζεται την απαραίτητη νομική φόρμουλα που θα οδηγήσει στην επίλυσή του. Έως τότε, οι ιδιοκτήτες δεν έχουν παρά να περιμένουν.

Τι ορίζει όμως, η συγκεκριμένη εγκύκλιος; Ότι αντιρρήσεις δέχεται μόνο το αναμορφωμένο τμήμα του δασικού χάρτη, δηλαδή όχι το σύνολο του καινούργιου δασικού χάρτη που προέκυψε κατά την (πρόσφατη) σύνταξη του κτηματολογίου. Το γεγονός αυτό όμως, πρακτικά «αφαίρεσε» από χιλιάδες ιδιοκτήτες το δικαίωμα ένστασης σε περιοχές με κυρωμένο δασικό χάρτη, οι οποίες, μετά τη σύνταξη του κτηματολογίου στην περιοχή τους, «μετατράπηκαν» σε δασικές.

Αντίθετα, η απόφαση Χατζηδάκη προβλέπει την άσκηση αντιρρήσεων για εκτάσεις που χαρακτηρίστηκαν εσφαλμένα ως δασικές, εφόσον υπάρχουν νόμιμες αποφάσεις της διοίκησης. Και είχε χαιρετιστεί από την αγορά ακινήτων και την ΠΟΜΙΔΑ.

Πλέον, έχει δημιουργηθεί «ζήτημα» επειδή κατά την πρόσφατη συζήτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας αιτήσεων ακυρώσεως κατά της υπουργικής απόφασης Χατζηδάκη, ο Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αναπτύσσοντας το θέμα, επικαλέστηκε τη νεότερη εγκύκλιο, του υφυπουργού κ. Αμυρά.

Ωστόσο, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση, υπάρχει κίνδυνος χιλιάδες ιδιοκτήτες σε όλη τη χώρα να χάσουν τις περιουσίες τους, οι οποίες αυτές είναι χαρακτηρισμένες ως δασικές.

Και όχι μόνο αυτό, καθώς δεν είναι δυνατή ούτε η μεταβίβαση ακινήτου στις περιοχές αυτές, μιας και ο συμβολαιογράφος είναι υποχρεωμένος να καταχωρίσει ως δασική την ιδιοκτησία που πρόκειται να αλλάξει χέρια και ας βρίσκεται σε αυτή κατοικία ή επαγγελματικό ακίνητο εδώ και πολλά χρόνια. Επίσης, ο δασάρχης, είναι υποχρεωμένος να διεκδικήσει τις «δασικές» εκτάσεις (όπου σήμερα υπάρχει ... ξεκάθαρα δόμηση), ειδάλλως θα κατηγορηθεί για απιστία!

Με τα δεδομένα αυτά, όπως αναφέρει η ΠΟΜΙΔΑ αποτελεί μονόδρομο για τους ιδιοκτήτες η προσφυγή στο ΣτΕ με αιτήσεις ακυρώσεως. Πρόκειται για πρακτική που θα άνοιγε «νέο τεράστιο κύκλο δικών, διαδικασία που θα οδηγούσε σε δική τους οικονομική επιβάρυνση και ταλαιπωρία, σε πρόσθετο -και ανώφελο- όγκο εργασίας για τις υπηρεσίες του υπουργείου σας, αλλά και σε μια ακόμη καθυστέρηση στην ουσιαστική ολοκλήρωση των δασικών χαρτών».