Πρόγραμμα «μαμούθ» για αγορά τίτλων 750 δισ. ευρώ από ΕΚΤ
Κορονοϊός

Πρόγραμμα «μαμούθ» για αγορά τίτλων 750 δισ. ευρώ από ΕΚΤ

Στη μάχη κατά του κορονοϊού με ένα νέο, γιγάντιο πακέτο αγοράς ομολόγων ύψους 750 δισ. ευρώ, που θα περιλαμβάνει για πρώτη φορά και ελληνικούς τίτλους, ρίχνεται από σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Σε μια συγκυρία όπου οι αγορές ζητούσαν ένα πολύ μεγαλύτερο πακέτο στήριξης της οικονομίας και μπροστά στην κριτική που είχε δεχθεί για «μέτρα-ασπιρίνες» μπροστά στον τυφώνα του κορονοϊού, η ΕΚΤ ανακοίνωσε αργά χθες το βράδυ ένα πρόσθετο πακέτο αγοράς κρατικών και ιδιωτικών τίτλων, ύψους 750 δισ. ευρώ.

Το πολύ σημαντικό για την Ελλάδα είναι ότι σε αυτό το νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, που φέρει τον τίτλο «έκτακτο πρόγραμμα αγοράς για την αντιμετώπιση της πανδημίας», η κεντρική τράπεζα θα συμπεριλάβει για πρώτη φορά και τα ελληνικά ομόλογα!

Στην ανακοίνωση αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι για τις αγορές υπό το Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP) «θα υπάρξει εξαίρεση (waiver) όσον αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα χρεόγραφα που εκδίδει η ελληνική κυβέρνηση».

Στην πράξη η ΕΚΤ, εν μέσω της καταιγίδας που προκαλεί στις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές η κρίση του κορονοϊού αλλά και της κριτικής ότι η ίδια δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, απέναντι στην απειλή οικονομικής καθίζησης, αποφάσισε όχι απλώς να προχωρήσει σε νέο γύρο αγοράς ομολόγων και διοχέτευσης ρευστότητας, αλλά και να παρακάμψει τους αυστηρούς κανόνες που ίσχυαν μέχρι σήμερα ειδικά για την Ελλάδα. Η χώρα μας κινδύνευε να παραμείνει αποκλεισμένη από την παροχή ρευστότητας μέσω της αγοράς ομολόγων.

Η απόφασή αυτή της ΕΚΤ αναμένεται ότι θα  ευνοήσει σημαντικά τη χώρα μας η οποία εισέρχεται σε περίοδο ισχυρής καταπόνησης, με τις πρώτες εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για δυνατότητα αγοράς έως και 15 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων.

Επισημαίνεται ότι το πρόγραμμα θα τερματίσει τις καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού μόλις κρίνει ότι η φάση της κρίσης του κορονοϊού έχει παρέλθει, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι πριν το τέλος του καλοκαιριού. Ταυτόχρονα η ΕΚΤ αναφέρει ότι η αγορά των ομολόγων θα γίνει με βάση το κεφαλαιακό κλειδί των κεντρικών τραπεζών, καθώς επίσης ότι οι αγορές υπό το νέο PPEP θα διενεργούνται με ευέλικτο τρόπο. Στην πράξη αυτό θα επιτρέψει διακυμάνσεις στην κατανομή των αγορών σε βάθος χρόνου, μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού και μεταξύ των δικαιοδοσιών.

Επιλέξιμοι και εμπορικοί τίτλοι

Εξίσου σημαντικό είναι και το δεύτερο μέτρο που αποφάσισε ότι το νέο πρόγραμμα θα μπορεί να αγοράζει και βραχυπρόθεσμους τίτλους που εκδίδονται από εταιρείες, καθιστώντας επιλέξιμα, όλα τα λεγόμενα «commercial paper» επαρκούς πιστωτικής ποιότητας. Στην πράξη και προκειμένου να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερες εταιρείες ανά την Ευρώπη, επεκτείνεται το εύρος των επιλέξιμων assets υπό το πρόγραμμα αγοράς εταιρικών τίτλων (CSPP) και στους εμπορικούς, πέραν των χρηματοοικονομικών τίτλων.

Στην τρίτη της παρέμβαση η ΕΚΤ χαλαρώνει τα στάνταρτ στις εγγυήσεις (collateral) προσαρμόζοντας τις παραμέτρους του βασικού κινδύνου του πλαισίου για τις εγγυήσεις. Συγκεκριμένα επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του λεγόμενου Additional Credit Claims (ACC) προκειμένου να συμπεριλάβει αιτήματα, τα οποία σχετίζονται με τη χρηματοδότηση του εταιρικού τομέα. Επιτρέπει έτσι στους αντισυμβαλλόμενους να κάνουν πλήρη χρήση των λειτουργιών επαναχρηματοδότησης του ευρωσυστήματος.

Αν χρειασθεί οι αγορές ομολόγων θα αυξηθούν περαιτέρω

Στην πράξη η ΕΚΤ με αυτό το νέο πρόγραμμα-μαμούθ αγοράς τίτλων 750 εκατ. ευρώ στέλνει το μήνυμα ότι σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές θα κάνει ό,τι μπορεί για να προστατεύσει τους πολίτες της ευρωζώνης. Και θα εξασφαλίσει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ότι όλοι οι κλάδοι της οικονομίας μπορούν να επωφεληθούν από τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, προκειμένου να απορροφήσουν το σοκ, γεγονός που αφορά εξίσου οικογένειες, εταιρείες, τράπεζες και κυβερνήσεις.

Στην ίδια λογική, το ΔΣ της ΕΚΤ αναφέρει ότι θα κάνει όλα όσα προβλέπει η εντολή του και ότι είναι έτοιμο να αυξήσει το μέγεθος των προγραμμάτων αγοράς τίτλων και να προσαρμόσει την σύνθεση τους με βάση τις απαιτήσεις της συγκυρίας και για όσο χρειαστεί. Σε αυτό το πλαίσιο προτίθεται να εξετάσει όλες τις επιλογές και όλα τα ενδεχόμενα για να στηρίξει την οικονομία κατά τη διάρκεια αυτού του σοκ.

Επισημαίνει μάλιστα ότι εφόσον χρειασθεί, τότε θα αναθεωρηθούν κάποια από τα όρια που έχει θέσει η ίδια η ΕΚΤ. «Η τράπεζα δεν πρόκειται να ανεχτεί κανένα κίνδυνο στην εξάσκηση της νομισματικής της πολιτικής παντού στην ευρωζώνη», καταλήγει η ανακοίνωση.

Οι επικρίσεις

Της απόφασης της ΕΚΤ είχαν προηγηθεί πολλές επικρίσεις και παρεμβάσεις από Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών που ζητούσαν από την Φρανκφούρτη να δράσει πολύ πιο δραστικά. Τέτοια ήταν η χθεσινή παρέμβαση του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπ. Λεμέρ. Είχε προηγηθεί την περασμένη Πέμπτη η ανακοίνωση από την ΕΚΤ σειράς μέτρων, χωρίς ωστόσο αυτά να έχουν το παραμικρό αντίκρυσμα, με τις αγορές να αμφισβητούν ότι η Κριστίν Λαγκάρντ έχει τα όπλα για να κάνει “whatever it takes”, όπως η ίδια είχε δηλώσει.

Σε εκείνη την απόφαση η ΕΚΤ είχε αποφασίσει να διαθέσει περισσότερα δωρεάν χρήματα σε τράπεζες προκειμένου να δανειοδοτούν επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από τον κορονοϊό, αυξάνοντας κατά 120 δισεκατομμύρια ευρώ το φετινό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Έκτοτε οι πιέσεις προς την ΕΚΤ κλιμακώθηκαν με ευρωπαίους υπ. Οικονομικών να ζητούν δραστικότερα μέτρα, και την τράπεζα να ανακοινώνει σήμερα ότι είναι έτοιμη να αναλάβει νέα δράση. Την εικόνα σύγχυσης επέτειναν οι δηλώσεις τόσο της Κριστίν Λαγκάρντ όσο και του κεντρικού τραπεζίτη της Αυστρίας, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, ο οποίος δήλωσε ότι η νομισματική πολιτική έχει φθάσει στα όριά της και ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να υλοποιήσει τις προσδοκίες της αγοράς. Έπειτα από το σάλο που προξένησαν αυτές οι δηλώσεις, ο ίδιος που είναι και μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, αναγκάστηκε να ανασκευάσει και να εκδώσει μία λακωνική ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η νομισματική πολιτική δεν έχει φθάσει «σε καμία περίπτωση» τα όριά της.

Τι αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη

Η ένταξη της Ελλάδας στα 750 δισ. ευρώ και στο καθεστώς QE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα, που αποκλιμακώνει το κόστος δανεισμού της χώρας και εξασφαλίζει μεγάλη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, δεν έγινε τυχαία και από μόνη της, αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη.

«Είναι τεράστια προσωπική επιτυχία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς έγινε έπειτα από τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο ίδιος χθες το πρωί με την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Κάτι που δεν μπόρεσαν να κάνουν ο ΣΥΡΙΖΑ κ ο Τσίπρας επί 4,5 χρόνια», προσθέτουν. 

Ενήμεροι για το θέμα ήταν μόνο ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας και ο επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΚΤ

«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε τα εξής:

(1) Να ξεκινήσει ένα νέο προσωρινό πρόγραμμα αγοράς τίτλων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα για την αντιμετώπιση των σοβαρών κινδύνων που ενέχει ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και οι προοπτικές για την ευρωζώνη που δημιουργεί η εκδήλωση και κλιμάκωση της διάχυσης του κορονοϊού, COVID-19.

Το νέο αυτό πρόγραμμα αγοράς για την έκτακτη πανδημία (Pandemic Emergency Purchase Programme PEPP) θα έχει συνολικό ύψος 750 δισ. ευρώ.

Οι αγορές θα πραγματοποιηθούν μέχρι το τέλος του 2020 και θα περιλαμβάνουν όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP).

Για τις αγορές δημοσίων τίτλων, θα εξακολουθήσει να αποτελεί το κλειδί για την μεταξύ των δικαιούχων  το κεφάλαιο των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Ταυτόχρονα, οι αγορές στο πλαίσιο του νέου PEPP θα διεξαχθούν με ευέλικτο τρόπο. Αυτό επιτρέπει διακυμάνσεις της κατανομής των ροών αγορών με την πάροδο του χρόνου, μεταξύ κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων και μεταξύ δικαιούχων.

Η Ελλάδα απαλλάσσεται από τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας (waiver) για τους τίτλους που εκδίδονται από την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να πραγματοποιούνται αγορές στο πλαίσιο του PEPP.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα τερματίσει τις αγορές καθαρών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP μόλις κρίνει ότι η φάση κρίσης του κορονοιού Covid-19 έχει λήξει, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι πριν από το τέλος του έτους.

(2) Να επεκταθεί το φάσμα των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς εταιρικού τομέα (CSPP) σε μη χρηματοοικονομικούς εταιρικούς τίτλους καθιστώντας όλα τα εταιρικά ομόλογα επαρκούς πιστωτικής ποιότητας επιλέξιμα για αγορά στο πλαίσιο του CSPP.

(3) Να χαλαρώσουν τα πρότυπα εξασφάλισης προσαρμόζοντας τις κυριότερες παραμέτρους κινδύνου του πλαισίου εξασφαλίσεων. Συγκεκριμένα, θα επεκτείνουμε το πεδίο εφαρμογής των συμπληρωματικών πιστωτικών απαιτήσεων (ACC) για να συμπεριλάβουμε απαιτήσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση του εταιρικού τομέα. Αυτό θα εξασφαλίσει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι θα μπορούν να συνεχίσουν να αξιοποιούν πλήρως τις πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει δεσμευτεί να διαδραματίσει τον ρόλο του στην υποστήριξη όλων των πολιτών της ζώνης του ευρώ μέσω αυτού του εξαιρετικά δύσκολου χρόνου. Για το σκοπό αυτό, η ΕΚΤ θα διασφαλίσει ότι όλοι οι τομείς της οικονομίας θα μπορούν να επωφεληθούν από υποστηρικτικές συνθήκες χρηματοδότησης που θα τους επιτρέψουν να απορροφήσουν αυτόν τον σοκ. Αυτό ισχύει και για τις οικογένειες, τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις.

Το Διοικητικό Συμβούλιο θα πράξει ό, τι είναι αναγκαίο στο πλαίσιο της εντολής του.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι πλήρως προετοιμασμένο να αυξήσει το μέγεθος των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων και να προσαρμόσει τη σύνθεσή τους, όσο είναι αναγκαίο και για όσο διάστημα χρειάζεται.

Θα εξετάσει όλες τις επιλογές και όλα τα ενδεχόμενα για την υποστήριξη της οικονομίας μέσω αυτού του σοκ.

Στο βαθμό που ορισμένα αυτοεπιβαλλόμενα όρια ενδέχεται να παρεμποδίσουν τη δράση την οποία καλείται να λάβει η ΕΚΤ προκειμένου να εκπληρώσει την εντολή της, το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξετάσει το ενδεχόμενο αναθεώρησής τους στο βαθμό που είναι αναγκαίο για να καταστήσει τη δράση της ανάλογη με τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε.

Η ΕΚΤ δεν θα ανεχτεί κινδύνους για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής της πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ.»