Μ. Στασινόπουλος (Viohalco): Η πολιτεία δεν είναι σύμμαχος της βιομηχανίας

Μ. Στασινόπουλος (Viohalco): Η πολιτεία δεν είναι σύμμαχος της βιομηχανίας

Του Γιώργου Φιντικάκη

Τρίτη από το… τέλος, μπροστά μόνο από την Κύπρο και το Λουξεμβούργο, και πολύ πίσω από ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη, βρίσκεται πανευρωπαϊκά η Ελλάδα ως προς το ποσοστό συμμετοχής της μεταποίησης στο εθνικό ΑΕΠ.

«Δεν έχει συγκινήσει την πολιτεία η βιομηχανία, λείπει ο σύμμαχος ή ακόμη και ο συνομιλητής, τα θέματα της βιομηχανίας χάνονται στην πορεία, υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στην επικοινωνία κράτους-παραγωγής», ανέφερε ο Μιχάλης Στασινόπουλος (Viohalco), εκ μέρους της «Ελληνικής Παραγωγής», για λογαριασμό της οποίας το ΙΟΒΕ διεξήγαγε μελέτη για τις προκλήσεις και προοπτικές της μεταποίησης στην Ελλάδα. «Έχουμε προτείνει ως εθνικό στόχο αύξησης μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ ως το 2020. Το είπε και ο Πρωθυπουργός στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ. Στον ένα χρόνο που ακολούθησε από τότε ακούσαμε πολλά λόγια, αλλά απέχουμε πολύ από το στόχο», προσέθεσε με νόημα ο κ. Στασινόπουλος.

Σε μια στιγμή που οι βιομηχανικές επενδύσεις αυξάνονται μαζικά ειδικά στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες, το ποσοστό της μεταποίησης στο εθνικό ΑΕΠ δεν ξεπερνά το 8,7%, έναντι 35% της πρώτης στην ευρωπαϊκή κατάταξη Τσεχίας, 34% της Σλοβακίας, 27% της Πολωνίας, 25% της Ρουμανίας και της Σλοβενίας, και 17,3% του μέσου όρου στην ΕΕ των 28.

Εξέλιξη απόλυτα αναμενόμενη όταν όπως επισημαίνει η μελέτη που παρουσίασε το ΙΟΒΕ με την υποστήριξη της «Ελληνικής Παραγωγής -Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη», η Ελλάδα συγκεντρώνει σήμερα όλα εκείνα τα αντικίνητρα που αποτρέπουν τις επενδύσεις, πολλώ δε μάλλον σε ένα τόσο απαιτητικό τομέα όπως η βιομηχανία : Από τους σταθερά αυξητικούς φόρους, και την 2ο υψηλότερη τιμή χονδρικής στο ηλεκτρικό ρεύμα πανευρωπαϊκά, έως τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές που «καταπίνουν» το 41,1% των ακαθάριστων αποδοχών μιας οικογένειας με δύο εργαζόμενους, και την αδυναμία πρόσβασης των βιομηχανιών στον τραπεζικό δανεισμό, με τα επιτόκια στην Ελλάδα να κινούνται στο 4,1% έναντι 1,7% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Και όλα αυτά σε μια συγκυρία όπου η συζήτηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στρέφεται στο πως η βιομηχανία θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, και συγκεκριμένα της μετάβασης σε μια εποχή όπου θα κυριαρχούν η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη, η γενετική, η βιοτεχνολογία, η μοριακή βιολογία, και η νανοτεχνολογία.

Τα παραπάνω μοιάζουν αδιανόητα για μια χώρα, που δεν έχει ακόμη καταφέρει να μειώσει τη φορολογία για τις επιχειρήσεις, καθώς επίσης τα κόστη ενέργειας και τραπεζικής χρηματοδότησης. Καταρχήν, σε επίπεδο φόρων, πέρυσι η Ελλάδα κατετάγη τελευταία μεταξύ 137 χωρών, καθώς η φορολογία είχε την πιο αρνητική επίδραση στην επενδυτική δραστηριότητα. Στους υψηλούς φόρους έρχονται να προστεθούν και οι απαγορευτικές ασφαλιστικές εισφορές για εργοδότες και εργαζόμενους, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Σήμερα το 41,1% των ακαθάριστων αποδοχών μιας οικογένειας με δύο εργαζόμενους καταβάλλεται σε ασφαλιστικές εισφορές.

Έτερο τεράστιο αντικίνητρο, που αναδεικνύει η μελέτη του ΙΟΒΕ, αφορά την ακριβή ενέργειας. Σήμερα η Ελλάδα έχει τη 2ο ακριβότερη στην Ευρώπη χονδρεμπορική τιμή στο ρεύμα, πίσω μόνο από τη Βρετανία. Στρεβλώσεις, και μια σειρά από ρυθμιστικές χρεώσεις (ΥΚΩ, δίκτυα, CO2, ΕΤΜΕΑΡ, ΔΕΤΕ), έχουν σαν αποτέλεσμα οι ελληνικές βιομηχανίες να αδυνατούν «να παίξουν στα ίσα» τις άλλες ευρωπαϊκές. Τα στοιχεία της DG Energy για το 2ο τρίμηνο του 2018, δείχνουν ότι η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα ήταν 60,1 ευρώ/MWh στη Βρετανία, έναντι 55,8 ευρώ στην Ελλάδα, 55,1 στην Ιρλανδία, μόλις 36 ευρώ στη Γερμανία, και μόνο 33,9 ευρώ στη Βουλγαρία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο λαμβάνονται μέτρα στήριξης της βιομηχανίας (ενισχύσεις για ενέργεια-περιβάλλον), διακοψιμότητα, μείωση τελών υπέρ ΑΠΕ, κοκ.

ΙΟΒΕ

Τα λουκέτα στα χρόνια της κρίσης

Ένα πρωτοφανές σοκ υπέστη στα χρόνια της κρίσης η ελληνική βιομηχανία, με 1.378 λουκέτα, απώλεια 162.000 θέσεων εργασίας, 6,2 δισ. ευρώ τζίρου και 14 δισ. ευρώ ενεργητικού. Το μεγάλο ξεκαθάρισμα έλαβε χώρα μεταξύ 2009-2016, και σήμερα έχουν απομείνει λιγότερες βιομηχανίες, αλλά πιο ισχυρές, και με υψηλότερο κατά μέσο όρο τζίρο απ' ότι το 2009 (39,5 έναντι 37,5 εκατ). Τα στατιστικά δείχνουν ότι σήμερα οι επενδύσεις βρίσκονται στα 12,3 δισ., και παρ' ότι κινούνται ανοδικά, απέχουν ακόμη πολύ από τα 16,8 δις του 2008. Η απασχόληση έχει αυξηθεί 13% τη τελευταία τριετία σε κάποιους κλάδους, χρειάζονται ωστόσο πολλά περισσότερα για να καλυφθούν οι 162.300 θέσεις εργασίας που χάθηκαν μεταξύ 2009-2014. Μπορεί πέρυσι ο τζίρος της βιομηχανίας να αυξήθηκε κατά 7,9%, έχει χάσει ωστόσο την περίοδο 2009-2016 (-42,2%), ενώ μεγάλη είναι και η απόσταση που έχει να καλύψει η κερδοφορία, παρ' ότι και αυτή ανακάμπτει.

Επιδείνωση στο εμπορικό ισοζύγιο

Τα προβλήματα της ελληνικής βιομηχανίας είναι ακόμη πολλά, και αφορούν τη μεγάλη δανειακή επιβάρυνση, και τη ρευστότητα, παρ' ότι αυτή έχει οριακά βελτιωθεί. Επίσης το εμπορικό ισοζύγιο καταγράφει επιδείνωση από το 2015 και μετά, και παρά τις ισχυρές εξαγωγές σε κάποιους κλάδους, είναι ακόμη περισσότερες οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων παρά οι εξαγωγές. Από 18 δισ. ευρώ που ήταν το έλλειμμα το 2015, το 2017 διαμορφώθηκε στα 21 δισ. ευρώ (27 δισ. ευρώ μαζί με τα πετρελαιοειδή).

Τα 5 κορυφαία ελληνικά προϊόντα

Σύμφωνα με την έρευνα, τα 5 κορυφαία ελληνικά προϊόντα που ξεχωρίζουν ως προς το συγκριτικό τους πλεονέκτημα είναι τα πετρελαιοειδή, το αλουμίνιο, τα φρούτα και λαχανικά, το τσιμέντο και τα μάρμαρα. Σε επίπεδο τζίρου, τα πρωτοπόρα εξαγώγιμα προϊόντα παραμένουν τα πετρελαιοειδή (8,8 δισ.), τα τρόφιμα (3,3 δισ.), τα βασικά μέταλλα (2,9 δισ.).

Οι 7 κλάδοι με τις υψηλότερες εξαγωγικές επιδόσεις, είναι τα λατομικά προϊόντα, τα πετρελαιοειδή, τα καπνικά, τα μεταλλεύματα, τα βασικά μέταλλα, τα μη μεταλλικά προϊόντα και τα τρόφιμα. Σε επίπεδο εξαγωγών, τα ποσοστά της βιομηχανίας αυξήθηκαν 38,3% πέρυσι (χωρίς τα πετρελαιοειδή). Όσο για τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της χώρας είναι οι Ιταλία, Γερμανία, Τουρκία, καθώς επίσης Κύπρος, Λίβανος (λόγω πετρελαιοειδών).