Γ. Στουρνάρας: Σημαντικό αλλά όχι αρκετό βήμα το σχέδιο «Ηρακλής»

Γ. Στουρνάρας: Σημαντικό αλλά όχι αρκετό βήμα το σχέδιο «Ηρακλής»

Ως ένα σημαντικό βήμα προς για την στη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών χαρακτήρισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ωστόσο όπως τόνισε «το βήμα αυτό δεν είναι αρκετό και πρέπει σε αμέσως επόμενο στάδιο να συμπληρωθεί».

Ειδικότερα, όπως ανέφερε σε ομιλία του στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά, με θέμα «Η ελληνική οικονομία και η ελληνική ναυτιλία: Τρέχουσες εξελίξεις», σχετικά με το σχέδιο «Ηρακλής»: «Το σχήμα αυτό, που πρέπει να εξειδικευθεί μέσω του εφαρμοστικού νόμου, είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση αντιμετώπισης του προβλήματος. Δεδομένου όμως του μεγέθους αυτού του προβλήματος, το βήμα αυτό δεν είναι αρκετό και πρέπει σε αμέσως επόμενο στάδιο να συμπληρωθεί και από άλλα, περισσότερο ολιστικά και συστημικά σχήματα, όπως αυτό που έχουν επεξεργαστεί οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος», πρόσθεσε.

 

Μιλώντας για την ελληνική οικονομία τόνισε πως «συνεχίζει να ανακάμπτει, αν και με σχετικά συγκρατημένους ρυθμούς ανάπτυξης λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας».

«Ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί εδώ και πολλά χρόνια, οι συνθήκες χρηματοδότησης και ρευστότητας των τραπεζών έχουν βελτιωθεί, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να αυξάνονται και οι αποδόσεις των ομολόγων αποκλιμακώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου και τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου. Η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων καταργήθηκαν πλήρως από 1 Σεπτεμβρίου», ανέφερε.

Σημείωσε επίσης πως «η νέα κυβέρνηση είχε εξαγγείλει προεκλογικά και τώρα προχωρά στην εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών φιλικών στο επιχειρείν, με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων, ιδίως ξένων άμεσων επενδύσεων, μέσω της βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος, της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, της επανεκκίνησης μεγάλων επενδυτικών έργων, τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και της μείωσης της φορολογίας, με παράλληλη τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας υποδηλώνουν σημαντική ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση. Αυτό οφείλεται στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης καθώς η οικονομία ανακάμπτει από τη μακρά ύφεση, γεγονός που, σε μεγάλο βαθμό, αντισταθμίζει την αρνητική επίδραση της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας».

Καταλήγοντας ανέφερε πως «Οι οικονομικές εξελίξεις που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με την πρόσφατη άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, αναμένεται να συμβάλουν, ώστε τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου να αποκτήσουν σύντομα εκ νέου αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας, η οποία θα ανοίξει το δρόμο για τη συμμετοχή τους στο Πρόγραμμα Αγοράς Τίτλων (APP) της ΕΚΤ. Αυτό με τη σειρά του θα μειώσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας έτσι την ανάπτυξη και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Υπό αυτό το ευνοϊκό σενάριο, είναι δυνατόν να επιτευχθούν υψηλότεροι από ό,τι προβλέπεται σήμερα ρυθμοί ανάπτυξης, της τάξεως του 3%, μέσω της αύξησης των επενδύσεων, λαμβανομένου υπόψη και του αρνητικού παραγωγικού κενού.

Κατόπιν όσων προανέφερα, η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας όσο ακόμη οι συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία χαρακτηρίζονται από θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και επικρατούν χαμηλά επιτόκια παγκοσμίως. Η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να προχωρήσει στην υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που έχει εξαγγείλει το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να αντιμετωπίσει τους μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους για την ελληνική οικονομία, καθώς και προκλήσεις όπως η υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας, οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις και οι χαμηλές επενδύσεις, διότι αυτές οι σημερινές ευνοϊκές συνθήκες μπορούν να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή με δεδομένο τον κίνδυνο πιθανής επιδείνωσης του παγκόσμιου περιβάλλοντος».