Ελληνική οικονομία: Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω

Ελληνική οικονομία: Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω

Η Eurobank ανακοινώνει την απόκτηση ποσοστού 9,9% (40.800.000 μετοχές) στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ («Ελληνική Τράπεζα»).Επιπλέον, ανακοινώνει τη σύναψη σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών («SPA») με τη Third Point Hellenic Recovery Fund, L.P., για την εξαγορά επιπλέον ποσοστού 2,7%, υπό την αίρεση λήψης των σχετικών εγκρίσεων από τις ρυθμιστικές αρχές. Ως συνέπεια, μετά την ολοκλήρωση της υπό το SPA αγοραπωλησίας, η συμμετοχή της Eurobank θα ανέλθει σε 12,6%. 

Αυτή ήταν η είδηση της εβδομάδας στο τραπεζικό τοπίο, με το εκ νέου άνοιγμα των διεθνών δραστηριοτήτων εκ μέρους της Eurobank , κίνηση που «επιστρέφει» τις επιχειρηματικές φιλοδοξίες  15 χρόνια πριν, όταν οι ελληνικές τράπεζες  είχαν έντονη διεθνή παρουσία. Σύμφωνα με τη διοίκηση, το 2022 θα διπλασιαστεί η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας, τα καταστήματα μειώθηκαν ήδη σε 301  ενώ προετοιμάζεται ένα υβριδικό μοντέλο εργασίας με συνδυασμό τηλεργασίας και πραγματικής παρουσίας. 

Παρά το γεγονός της στασιμότητας της ελληνικής χρηματαγοράς  που ενδύεται το θερινό ένδυμα χωρίς σημαντική συναλλακτική δραστηριότητα , ένας συνοπτικός χάρτης των οικονομικών δραστηριοτήτων, καταδεικνύει ότι η Ελλάδα αλλάζει βήμα, αποκτά διεθνή αξιοπιστία και πολλοί είναι αυτοί που σκέφτονται ότι «Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω».

Η ύφεση του πρώτου τριμήνου ειδικά σε σύγκριση με το περσινό το οποίο κατά τα 2/3 δεν είχε επηρεαστεί από την πανδημία συγκρατήθηκε σε πολύ καλύτερα επίπεδα έναντι των προβλέψεων, ένα δείγμα που οδηγεί στη σκέψη ότι η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει και σε άλλους τομείς ξεφεύγοντας από τον σχεδόν μονοθεματικό τουριστικό χαρακτήρα. 

Τούτο, επιρρωννύεται και από τα στοιχεία της βιομηχανικής παραγωγής τους μήνες Απρίλιο και Μάιο, καθόσον ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής παρουσίασε αύξηση 14% τον Μάιο 2021 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Μαΐου 2020, έναντι μείωσης 8,2% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση το 2020 με το 2019. Σε μέσα επίπεδα το α΄ πεντάμηνο, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 9,8% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη το 2020, προϊδεάζοντας για ένα πολύ δυνατό φετινό δεύτερο τρίμηνο. 

Στον τομέα της μεταποίησης, ο IHS Markit Greece Manufacturing PMI σημείωσε άνοδο στα 58,6 τον Ιούνιο του 2021 από 58 τον προηγούμενο μήνα, σηματοδοτώντας την ισχυρότερη αύξηση της εργοστασιακής δραστηριότητας από τον Απρίλιο του 2000. Οι νέες παραγγελίες αυξήθηκαν περισσότερο τα τελευταία 21 χρόνια, εν μέσω ισχυρότερης ζήτησης πελατών τόσο από την εγχώρια όσο και από την ξένη αγορά . Η παραγωγή, η απασχόληση και η αγοραστική δραστηριότητα συνέχισαν επίσης να αυξάνονται απότομα. Στη συνέχεια, οι πληθωριστικές πιέσεις εντατικοποιήθηκαν τόσο με τον πληθωρισμό εισροών όσο και με τον πληθωρισμό των τιμών πώλησης . Τέλος, το επιχειρηματικό κλίμα μετριάστηκε ελαφρά εν μέσω της αβεβαιότητας της αλυσίδας εφοδιασμού, αλλά ήταν πάνω από το μέσο όρο της σειράς.

Πηγή Μarkit Economics.

Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές με την αποκτηθείσα «κουλτούρα» λόγω και της πανδημικής κρίσης υπερβαίνουν αυτές των αντίστοιχών μηνών του 2019, αλλά και όσον αφορά αυτές με το Δημόσιο, σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30ή Ιουνίου τα συστήματα του Δημοσίου είτε παρείχαν ηλεκτρονικές υπηρεσίες προς τους πολίτες, είτε «μίλησαν μεταξύ τους» αθροιστικά περισσότερες από 150.000.000 φορές, αποτρέποντας έως αντίστοιχο αριθμό φυσικών επισκέψεων από πολίτες προς υπηρεσίες.

Στον τομέα της ανταγωνιστικότητας, όπου υπάρχει ακόμα δρόμος να διανυθεί, τη διετία 2019 – 2020, η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας βελτιώθηκε κατά 12 συνολικά θέσεις, με τη χώρα να βρίσκεται πλέον στην 46η θέση της κατάταξης.

Μια άλλη σοβαρή παράμετρος στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος είναι το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του μεγάλου μας  χρέους κυρίως λόγω των παρεμβάσεων της ΕΚΤ , αλλά που απαιτεί εκ μέρους μας συνεχείς προσπάθειες εδραίωσης της αξιοπιστίας μας  με την υλοποίηση μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, στην κατεύθυνση της μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.

Εκ των ων ουκ άνευ η  βέλτιστη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, με «αιχμή» το Ταμείο Ανάκαμψης, με την υπογραφή   προ δύο ημερών της Συμφωνίας Χρηματοδότησης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αφορά στις ενισχύσεις ύψους 17,8 δισ. ευρώ που έχει αιτηθεί η Ελλάδα στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». 

Η  προοπτική της δυναμικής αυτής  δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί βέβαια χωρίς τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς προκειμένου  να αυξηθεί η ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Υπάρχει σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, αν υπολογίσουμε πως τα ελληνικά νοικοκυριά συμμετέχουν σε μικρό μόνο βαθμό σε επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά συγκριτικά με το μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό.  Η μέση αξία των επενδύσεων νοικοκυριών σε εισηγμένες μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια περιορίζεται σε 8,5% του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2019, έναντι 27,8% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη.  Από την άλλη, η συνολική αξία των εισηγμένων εταιρειών ως ποσοστό του ΑΕΠ στον μέσο όρο της Ευρωζώνης καταγράφεται υπερδιπλάσια από την αντίστοιχη στην Ελλάδα, 65,0% έναντι 24,8% αντίστοιχα. 

Ένα πρώτο βήμα, είναι η εκκίνηση στις 2 Αυγούστου, της διαπραγμάτευσης του νέου δείκτη Athex ESG, ο οποίος αρχικά θα συμπεριλαμβάνει τις 35 εισηγμένες εταιρείες με καλές επιδόσεις σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και εταιρικής διακυβέρνησης. Έως το 2023-2025 εκτιμάται ότι οι μετοχές στον ελληνικό δείκτη ESG θα φτάσουν τις  εξήντα και είναι περιττό να αναφέρουμε  ότι αποτελούν σημαντική «πυξίδα» για τους θεσμικούς επενδυτές διεθνώς, οι οποίοι «κοιτούν» όλο και περισσότερο αυτή την κατηγορία επενδύσεων.  

Τα επόμενα βήματα, θα έρθουν αργά ή γρήγορα εάν και εφόσον  η αξιοπιστία της χώρας συνεχίσει την ανοδική της πορεία, ώστε η προσέλκυση κεφαλαίων να ωθήσει σε υψηλότερα επίπεδα και το πολύπαθο ελληνικό χρηματιστήριο.