Άντεξε η οικονομία - Ύφεση μόλις 2,3% το πρώτο τρίμηνο

Άντεξε η οικονομία - Ύφεση μόλις 2,3% το πρώτο τρίμηνο

Με «αρωγό» τις επενδύσεις αλλά και με τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας να βρίσκει το «φάρμακο» ώστε να περιορίσει την «μόλυνση» των οικονομικών επιδόσεων από το lockdown, η ελληνική οικονομία επέδειξε σαφώς καλύτερη του αναμενομένου πορεία κατά το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς.

Η μερική «απειθαρχία» στα περιοριστικά μέτρα, η άμεση προσαρμογή στα νέα δεδομένα (τηλεργασία, ηλεκτρονικές πωλήσεις κλπ) αλλά και η περιορισμένη συμμετοχή του τουρισμού στο οικονομικό προϊόν της χώρας κατά το πρώτο τρίμηνο, είχαν ως αποτέλεσμα το διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου να καταγραφεί ύφεση μεν (δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά με τα μαγαζιά κλειστά επί τρεις μήνες) αλλά πολύ περιορισμένη.

Στο -2,3% έκλεισε τελικώς το πρώτο τρίμηνο με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία και στο -1,4% αν χρησιμοποιηθούν τα μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία.

Ανεξάρτητα από το ποιο μέγεθος θα επιλέξει κανείς για την ανάλυσή του, το γεγονός είναι ότι η οικονομία δείχνει να πιάνει την «βάση» δημιουργώντας τις προϋποθέσεις επιστροφής στην ανάκαμψη ήδη από το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς. Δεδομένου μάλιστα ότι οι αναλυτές ήταν προετοιμασμένοι για μεγαλύτερη ύφεση στο α’ τρίμηνο, μένει να φανεί αν αυτή η επίδοση του 2021 θα προκαλέσει και αναθεώρηση των συνολικών εκτιμήσεων για τη φετινή χρονιά.

Τα επιμέρους στοιχεία δίνουν και την εξήγηση για την ικανοποιητική επίδοση του πρώτου τριμήνου. Οι επενδύσεις έχοντας πιάσει πλέον «πάτο» αρχίζουν και κινούνται ανοδικά κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα. Αντοχές και από την κατανάλωση.

Eίτε με τηλεφωνικές παραγγελίες, είτε με ηλεκτρονικό εμπόριο, οι καταναλωτές κατάφεραν να φέρουν την κατανάλωση στα επίπεδα του πρώτου τριμήνου του 2020 παρά το γεγονός ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είχαμε καραντίνα.

Όσο για τις εξαγωγές, υποχώρησαν σημαντικά (εμπεριέχουν και τον τουρισμό και τις μεταφορές) αλλά η ζημιά αντισταθμίστηκε σε έναν βαθμό από τη μείωση των εισαγωγών.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε ετήσια βάση, η μείωση του ΑΕΠ κατά 2,3% οφείλεται στα εξής:

*Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε μείωση 2,4%. Η κατανάλωση των νοικοκυριών μειώθηκε 4,9%, ενώ αυτή της Γενικής Κυβέρνησης, λόγω και των μέτρων στήριξης, αυξήθηκε 4,9%.

*Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) αυξήθηκαν 8,6%.

*Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση 13,4% (οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν 8,2%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν 38,7%).

*Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 5% (οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν 3% και οι εισαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν 9,2%).

Μεταξύ α' τριμήνου εφέτος και δ' τριμήνου πέρυσι, υπήρξαν οι εξής μεταβολές:

*Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε 0,6%. Η κατανάλωση των νοικοκυριών μειώθηκε 1,2%, ενώ αυτή της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε 0,8%.

*Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) αυξήθηκαν 3%.

*Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση 4% (οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν 0,5%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 6,2%).

*Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση 2% (οι εισαγωγές αγαθών παρέμειναν αμετάβλητες, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 16,3%).

Χρ. Σταϊκούρας: H ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα και αντοχή

Ηπιότερη ήταν η μείωση του ΑΕΠ το α' τρίμηνο σε σχέση με τις προβλέψεις, παρότι κατά το συγκεκριμένο διάστημα η χώρα βρισκόταν σε καθεστώς ολικού lockdown λόγω της πανδημίας σχολίασε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας για τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ, προσθέτοντας ότι «η ελληνική οικονομία, παρά το υψηλό κόστος που υπέστη εξαιτίας της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, επέδειξε ανθεκτικότητα και αντοχή. Και φαίνεται να ξεπερνά με απώλειες, αλλά όρθια και σε λειτουργικό επίπεδο, αυτή την πρωτοφανή καταιγίδα».

Σύμφωνα με τον ΥΠΟΙΚ, «η εξέλιξη αυτή αποκαλύπτει την ορθότητα των επιλογών, τη σύνεση, τα γρήγορα αντανακλαστικά, το ορθολογικό σχέδιο και τη συστηματική δράση της κυβέρνησης, την αντοχή νοικοκυριών και επιχειρήσεων και, βεβαίως, την προσαρμοστικότητα κλάδων της οικονομίας στις έκτακτες συνθήκες και στα νέα δεδομένα. Από 'δω και εμπρός, με αυτοπεποίθηση και υπευθυνότητα, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις μεγάλες προκλήσεις που έχουμε ακόμη μπροστά μας, θα καταφέρουμε να διασφαλίσουμε την ταχύτερη δυνατή ανάταξη της οικονομίας και την επίτευξη ισχυρής, διατηρήσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης».