Saxo Bank: Mια νέα κρίση είναι καθ' οδόν

Saxo Bank: Mια νέα κρίση είναι καθ' οδόν

 Το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης τα επόμενα δέκα χρόνια είναι αναπόφευκτο, υποστηρίζει ο οικονομολόγος της Saxo Bank, Christopher Dembik. Σε έκθεση που υπογράφει, συνοψίζει τους βασικούς λόγους για την παραπάνω εκτίμηση, ως εξής:

- Η μείωση της διάρκειας του οικονομικού κύκλου συνεπάγεται πιο συχνές κρίσεις

- Το μοντέλο της «τεράστιας απόκλισης» προέβλεπε την ανάληψη του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ από την Κίνα

- Κατά πάσα πιθανότητα έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια προσαρμογής της νομισματικής πολιτικής

- Τα κράτη έχουν θέσει σε κίνδυνο την επιστροφή σε ρυθμούς ανάπτυξης εξαιτίας του χρέους.

Όπως εξηγεί, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι οικονομικοί κύκλοι έχουν συρρικνωθεί εξαιτίας της απελευθέρωσης της αγοράς, της γιγάντωσης του χρηματοπιστωτικού κλάδου στο σύνολο της οικονομίας, την παγκοσμιοποίηση του εμπορίου και την επιτάχυνση των κύκλων καινοτομίας. "Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών, η οικονομία των ΗΠΑ διήλθε από τρεις περιόδους ύφεσης: το 1991, το 2001 και το 2009. Το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης τα επόμενα χρόνια είναι αναπόφευκτο. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται στην παραδοχή ότι ο καπιταλισμός πλέον χαρακτηρίζεται από κύκλους που διαρκούν λιγότερο από μία δεκαετία. Και δεν υπάρχει τίποτα το θριαμβευτικό σε αυτό" αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Dembik.

Όπως εξηγεί ο ίδιος, "μέχρι πρόσφατα, η οικονομική κοινή γνώμη προσδοκούσε ισχυροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας εντός του 2016. Ωστόσο, μια σειρά αρνητικών αναθεωρήσεων των προβλέψεων ανάπτυξης από μεγάλους διεθνείς οργανισμούς επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω προσδοκία απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο.

Η δυναμική για την ανάπτυξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ειδικά στις ΗΠΑ, συνεχίζει να αποτελεί τον κύριο παράγοντα παγκόσμιας ανάπτυξης. Επιπλέον, είναι ασθενέστερη σε σχέση με προηγούμενες περιόδους ανάκαμψης, όπως καταδεικνύει η δυνητική ανάπτυξη του ΑΕΠ, η οποία μειώθηκε στο 2% για την περίοδο 2015-2025, συγκριτικά με το 3% της περιόδου 2000-2007.

Η αδυναμία αυτής της ανάκαμψης διαφαίνεται από τη μεγάλη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο διεθνές εμπόριο. Η αύξηση των παγκόσμιων εισαγωγών σε επίπεδο όγκου είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τα έτη 1992-2008. Οι δυσμενείς επιπτώσεις από την κρίση με τα δάνεια υψηλού κινδύνου εξακολουθούν να επηρεάζουν το παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Η προοπτική μιας νέας κρίσης επανέφερε στο προσκήνιο τη θεωρία της «τεράστιας απόκλισης». Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση η θεωρία δεν βρήκε εφαρμογή στην πράξη. Το 2008, το συγκεκριμένο μοντέλο αναφέρθηκε συστηματικά αλλά δεν υλοποιήθηκε, καθώς βασίζεται στην ψευδαίσθηση ότι η Ασία, και ειδικότερα η Κίνα, θα καταφέρει να πάρει τα ηνία από τα χέρια των ΗΠΑ".

Ακόμα σε δεύτερο ρόλο

Μεταξύ άλλων, ο οικονομολόγος της Saxo Bank επισημαίνει ότι "η οικονομική επιρροή του Πεκίνου αυξάνεται ολοφάνερα: το γουάν αποτελεί το τέταρτο πλέον σε διαπραγμάτευση νόμισμα παγκοσμίως, έχοντας ξεπεράσει το ιαπωνικό γιεν, ενώ κατά πάσα πιθανότητα θα ξεπεράσει τη βρετανική λίρα στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές πριν από το τέλος του 2016.

Η στρατηγική του «νέου Δρόμου του Μεταξιού», η οποία φιλοδοξεί να δημιουργήσει μια οικονομική γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, αποτελεί έναν εξαιρετικό μοχλό για την ανάπτυξη της χώρας και την ανάληψη εκ μέρους της ηγετικού ρόλου στο διεθνές επιχειρηματικό γίγνεσθαι.

Παρ' όλα αυτά, η υπό διαμόρφωση ζώνη του γουάν δεν είναι ακόμα σε θέση να ανταγωνιστεί την ηγεμονία της τεράστιας ζώνης του δολαρίου. Οποιαδήποτε δυσμενής αναθεώρηση των προβλέψεων για την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ θα έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στην Ασία και το σύνολο των αναδυόμενων αγορών.

Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πιθανότητα ενός νομισματικού «μπαζούκα» στην Κίνα το α' εξάμηνο του 2016. Οι προσδοκίες για νέα μέτρα τόνωσης είναι ιδιαίτερα πιθανό να αυξηθούν τους επόμενους μήνες, καθώς η νομισματική πολιτική των δυτικών κεντρικών τραπεζών γίνεται κάθε μέρα ολοένα και πιο ασαφής.

Σε κάθε περίπτωση, η σταθεροποίηση του κινεζικού χρηματιστηρίου και η μακροοικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν έχουν τεθεί σε προτεραιότητα, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν θα υπάρξει κάποια ανησυχητική επιδείνωση, ακόμα και αν τα αποτελέσματα είναι όντως απογοητευτικά σε σύγκριση με την περίοδο 1979-2012.

Η κεντρική τράπεζα της Κίνας θα μπορούσε να μειώσει τα επιτόκια, καθώς και να μεταβάλει το απαιτούμενο ποσοστό ρευστών διαθεσίμων για τις τράπεζες –ένα από τα αγαπημένα εργαλεία της– προκειμένου να ανακινήσει τις πιστώσεις. Με αποθεματικά ξένου συναλλάγματος που αγγίζουν τα 3,56 τρισ. USD (στα τέλη Αυγούστου), η Κίνα διατηρεί ακόμα ένα επίπεδο ισχύος άνευ προηγουμένου.

Ταυτόχρονα με μια ήπια νομισματική πολιτική, η Κίνα θα μπορούσε να υιοθετήσει ένα κεϋνσιανό πρόγραμμα οικονομικής τόνωσης, με βάση το ήδη αναμενόμενο πρόγραμμα έκδοσης ομολόγων που είναι πιθανό να συγκεντρώσει 1 δισ. γουάν. Παρά το γεγονός ότι από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, τον Νοέμβριο του 2012, ο πρόεδρος Xi Jinping είναι διστακτικός απέναντι στο ενδεχόμενο εφαρμογής ενός μεγάλου πακέτου οικονομικής τόνωσης, και αντ' αυτού προτιμά τις μεμονωμένες ενέργειες προσαρμογής, δεν θα καταφέρει να αποφύγει αυτή την επιλογή για πολύ ακόμα αν θέλει να πετύχει τους επίσημους μακροοικονομικούς στόχους της χώρας του.

Ένα κινέζικο νομισματικό «μπαζούκα» ενδεχομένως να παρείχε κάποια προσωρινή ασφάλεια στις παγκόσμιες αγορές. Το να πιστέψουμε, όμως, ότι θα μπορούσε να σώσει την παγκόσμια οικονομία σε περίπτωση που οι ανεπτυγμένες χώρες βυθιστούν στην κρίση θα ήταν υπερβολικό.


Μπορεί η οικονομία της Κίνας να είναι μεγάλη, αλλά δεν είναι ακόμα έτοιμη να αναλάβει τα σκήπτρα από τις ΗΠΑ. Φωτογραφία: iStock

Όλοι πίστευαν ότι η παγκόσμια οικονομία κατευθυνόταν σε βιώσιμη ανάπτυξη. Ωστόσο, ολοένα και περισσότεροι βασικοί δείκτες (ο δείκτης δευτερογενούς παραγωγής Empire Manufacturing στις ΗΠΑ, η βιομηχανική παραγωγή και το επιχειρηματικό συναίσθημα στην Ιαπωνία, το ΑΕΠ στον Καναδά, οι τιμές του χαλκού, κ.λπ.) εγείρουν ανησυχίες για το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας ύφεσης.

Οι αναδυόμενες αγορές είναι οι πρώτες που θα την υποστούν. Η Βραζιλία άνοιξε τον δρόμο και η Τουρκία είναι πιθανόν η επόμενη στη σειρά. Ο αυξανόμενος κίνδυνος μιας ύφεσης λογικά θα εντείνει τις πιέσεις προς τις κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να παρέχουν ρευστότητα στην αγορά.

Το τέλος των νομισματικών πολιτικών

Η πιθανή ανακοίνωση αρνητικών επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) θα εκληφθεί ως μια απελπισμένη ενέργεια με τεράστιες αρνητικές συνέπειες, καθώς τα επιτόκια υπό του μηδενός θα εντείνουν τις χρηματοοικονομικές στρεβλώσεις. Μια τέτοια κίνηση θα τόνιζε ότι είναι αδύνατον να διαφύγουμε από νομισματικές πολιτικές χαλάρωσης.

Η απερισκεψία αυτή θα διαρκέσει όσο και η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών. Αλλά η εν λόγω αξιοπιστία έχει ήδη πληγεί, ειδικά μετά την απροσδόκητη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας, νωρίτερα εντός του έτους, να αποσύρει την ελάχιστη συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου, αλλά και τον δισταγμό της επικεφαλής της Fed, Janet Yellen, κατά τη συνέντευξη τύπου στις 17 Σεπτεμβρίου.

Είναι απλώς θέμα χρόνου προτού οι αγορές συνειδητοποιήσουν ότι τα όρια της νομισματικής πολιτικής έχουν εξαντληθεί.

Η κρίση που δεν τελείωσε ποτέ

Η αδυναμία που χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα είναι εν μέρει αποτέλεσμα της απουσίας μιας πραγματικής κάθαρσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος το 2008. Έχει γίνει αδιανόητο να αφήσουμε ολόκληρα τμήματα του συστήματος να καταρρεύσουν, και ο χαρακτηρισμός ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως «συστημικά» εντάσσεται σε αυτή τη λογική.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που επιδιώκουν να διατηρήσουν στη ζωή μη υγιή οικονομικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κάνουν λάθος. Η ουσία του καπιταλισμού έγκειται ακριβώς στη διαδικασία της δημιουργικής καταστροφής. Όσες εταιρείες αδυνατούν να καινοτομήσουν όταν έρχονται αντιμέτωπες με νέους ανταγωνιστές ή αναλαμβάνουν δυσανάλογους χρηματοοικονομικούς κινδύνους, οφείλουν να υποστούν τις συνέπειες.

Το 2008, οι δημόσιες αρχές αρνήθηκαν να αναλάβουν την ευθύνη του κοινωνικού κόστους από τα εκτεταμένα περιστατικά πτώχευσης. Ωστόσο, παρά τον ρόλο τους ως «δανειστές ύστατης ανάγκης», τα κράτη δεν μπόρεσαν να αποφύγουν το μαζικό κύμα ανεργίας.

Με την άρνησή τους να μεταρρυθμίσουν το σύστημα, έθεσαν σε κίνδυνο τις προοπτικές μιας βιώσιμης επανόδου σε ρυθμούς ανάπτυξης, και αυτό εξαιτίας του υπερβολικού χρέους. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων επτά ετών, το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 57 δισ. USD – ένα ποσό σχεδόν ισοδύναμο με το παγκόσμιο ΑΕΠ.

Αυτό που βλέπουμε σήμερα δεν είναι μια οδός διαφυγής από την κρίση. Αντιθέτως, βρισκόμαστε στο χείλος μιας νέας χρηματοοικονομικής καταστροφής".