Τα καντόνια των Κούρδων οδηγός επίλυσης στη Συρία

Τα καντόνια των Κούρδων οδηγός επίλυσης στη Συρία

Του Γεωργίου Κ. Φίλη, Ph.D.

Οι δραματικές εξελίξεις στο Παρίσι και η αναμενόμενη κλιμάκωση της εμπλοκής των δυνάμεων της Δύσης στην περιοχή της Συρίας, φέρνει στο προσκήνιο για ακόμα μία φορά τον πλέον «αξιόπιστο και αποτελεσματικό σύμμαχο» όλων εκείνων που θέλουν να χτυπήσουν το Ισλαμικό Κράτος στη ρίζα του, και αυτός ο παράγων δεν είναι άλλος από τους Κούρδους της Συρίας, ή του Δυτικού Κουρδιστάν ή του Ροζάβα.

Πολλά έχουν ειπωθεί τους τελευταίους μήνες αναφορικά με τους σκληροτράχηλους αυτούς πολεμιστές (στις γραμμές των οποίων πολεμάνε ως άλλες Σουλιώτισσες και οι γυναίκες τους), ο κόσμος έμαθε με το όνομά της μία πόλη της περιοχής η οποία αποτέλεσε το σύμβολο του ηρωισμού τους, το Κομπάνι, αλλά στην ουσία πολύ λίγα γνωρίζουμε για το τι ακριβώς είναι το Συριακό Κουρδιστάν και το ιδιότυπο σύστημα διοίκησής του.  

Με πολύ λίγα λόγια, στις αρχές του 2014 το Δυτικό Κουρδιστάν ανακήρυξε με τρία βήματα την αυτονομία του μεταβάλλοντας καθοριστικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή και σπέρνοντας την απόγνωση και τον εκνευρισμό ειδικά στη νεοθωμανική Τουρκία. H περιοχή του Συριακού Κουρδιστάν, εφάπτεται με την οριογραμμή με την Τουρκία και το Ιράκ, στην ουσία το Βόρειο Ιράκ, δηλαδή την αυτόνομη κουρδική διοίκηση. Ο πληθυσμός της περιοχής είναι πάνω από 2 εκατομμύρια, ενώ διάφορες πηγές τον ανεβάζουν έως και τα τέσσερα. Σε κάθε περίπτωση οι Κούρδοι αποτελούν περί το 10% του πληθυσμού της Συρίας, ενώ αντιπροσωπεύουν πάνω από το 5% του κουρδικού έθνους συνολικά.

Η στάση ευμενούς ουδετερότητας που κράτησαν απέναντι στην κυβέρνηση της Δαμασκού κατά τη διάρκεια του δράματος της χώρας, αλλά και η δυναμική αντιμετώπιση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους οι οποίοι προσπάθησαν και προσπαθούν να αιματοκυλίσουν και την περιοχή τους, στην ουσία έδωσε το δικαίωμα στους Κούρδους να αυτονομηθούν, κάτι το οποίο το καθεστώς Άσαντ, δεν προσπάθησε να αποτρέψει, ούτε και θα του ήταν εύκολο βέβαια.

Είναι προφανές, ότι η επιτυχημένη διπλωματική στάση που κράτησαν σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα που επιδεικνύουν στην προστασία των περιοχών τους, δίνει το δικαίωμα να επιτύχουν και de jure ένα καθεστώς όμοιο με αυτό των ομοεθνών τους στο Βόρειο Ιράκ, δηλαδή να αναγνωριστούν και επισήμως ως μία αυτόνομη περιοχή.

Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, οι Κούρδοι της περιοχής, έχοντας εξασφαλίσει την ουσιαστική τους αυτονομία και έχοντας ελέγξει τον χώρο τους, προχώρησαν στα επόμενα βήματα, δηλαδή στο να αρχίσουν να οργανώνουν κρατικές δομές, με αυτόνομες διοικητικές δυνατότητες και διεθνή αναγνώριση.

Η τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου του 2014 ήταν καθοριστική, αφού οι Κούρδοι του Δυτικού Κουρδιστάν ανακήρυξαν την αυτονομία της περιοχής τους, η οποία έχει λάβει την ιδιότυπη μορφή των τριών καντονιών τα οποία το ένα μετά το άλλο με λίγες ημέρες διαφορά αυτονομήθηκαν και άρχισαν να λειτουργούν ως συνιστώσες της κεντρικής διοίκησης του Δυτικού Κουρδιστάν.

Ως βάση της συγκεκριμένης κίνησης των τριών καντονιών, είναι η απόφαση της Βουλής του Δυτικού Κουρδιστάν η οποία σε συνεδρίασή της στις 6 και 7 Ιανουαρίου του 2014 έθεσε το χρονοδιάγραμμα και τη διαδικασία αυτονόμησης των καντονιών. Το πρώτο καντόνι που αυτονομήθηκε ήταν το ανατολικότερο όλων το οποίο εφάπτεται με την περιοχή των Κούρδων του Βορείου Ιράκ, αυτό του Τζίζρε στις 22 Ιανουαρίου. Ακολούθησε στις 27 Ιανουαρίου το καντόνι της Κομπάνι το οποίο είναι το αμέσως δυτικότερο του Τζιζρέ, ενώ στις 29 Ιανουαρίου την ίδια πορεία ακολούθησε και το καντόνι του Αφρίν, το οποίο είναι και το δυτικότερο όλων.

Τα χαρακτηριστικά της διοίκησης των τριών καντονιών είναι ίδια, αφού και τα τρία διαθέτουν πλέον από ένα υπουργικό συμβούλιο 22 ατόμων και κοινοβούλιο. Το Σύνταγμα και των τριών καντονιών είναι κοινό, αυτό της Κοινωνικής Συμφωνίας του Δυτικού Κουρδιστάν, με την πρόβλεψη κάποιων αλλαγών οι οποίες θα εξυπηρετούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών, χωρίς όμως να χάνεται η ουσία της ομοιογένειας. Στο σύνταγμα της περιοχής προβλέπεται το σύστημα διοίκησης των καντονιών, αλλά και ο διαχωρισμός της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του συστήματος διοίκησης αφορά την αναγνώριση ως επισήμων γλωσσών του αυτόνομου κράτους πέραν των κουρδικών, των αραβικών αλλά και των ασσυριακών.

Με βάση όλων των παραπάνω και σε συνάρτηση με τις δραματικές εξελίξεις στην περιοχή, μπορεί κάποιος να εξάγει τα εξής συμπεράσματα:

Πρώτον, το άμεσο μέλλον των Κούρδων της Συρίας, στη χειρότερη γι' αυτούς περίπτωση, θα είναι όμοιο με αυτό των ομοεθνών τους στο βόρειο Ιράκ, στην καλύτερη δε περίπτωση για τους ίδιους, η ανεξαρτησία θα είναι γεγονός (κάτι το οποίο σχετίζεται με τη γενικότερη πορεία επίλυσης του Συριακού).

Δεύτερον, ο τρόπος λειτουργίας της περιοχής τους, προσομοιάζει των εθνικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους, αφού η σύνδεση πρωταρχικώς με την φυλή και ύστερα με το έθνος, είναι κοινός τόπος για έναν λαό ο οποίος βρίσκεται σε ένα προχωρημένο μεν, όχι όμως ολοκληρωμένο στάδιο της εθνογένεσής του, με την έννοια του όρου που υιοθετείται στη Δύση. Μία επιτυχημένη λειτουργία του συστήματος των καντονιών μπορεί να λειτουργήσει ως «οδικός χάρτης» για την επίλυση του συριακού ζητήματος.

Τρίτον, είναι πολύ πιθανόν, το καντόνι του Αφρίν, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο αφού διαθέτει πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, αλλά είναι και το δυτικότερο, υπό ορισμένες συνθήκες οι οποίες θα προκύψουν στη Συρία, να προσπαθήσει να επεκτείνει την περιοχή ελέγχου του έως και την Μεσόγειο. Με άλλα λόγια, μία τέτοια κίνηση ίσως και να αποτελέσει την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την πλήρη ανεξαρτησία της περιοχής αφού το Δυτικό Κουρδιστάν από ένα «περίκλειστο» (landlocked), όπως ονομάζεται στο διεθνές δίκαιο κράτος, θα βρει έξοδο στην Μεσόγειο.

Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, αυτό θα έχει σεισμικές επιπτώσεις στην περιοχή, αφού υπό μία έννοια η σύνδεση του Δυτικού Κουρδιστάν με τους ομοεθνείς τους του Βορείου Ιράκ θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν στην υλοποίηση σχεδίων δημιουργίας ενεργειακών διαδρομών εξαγωγής υδρογονανθράκων απευθείας προς τη Δύση, χωρίς καμία εμπλοκή της Τουρκίας, της Συρίας ή του Ιράκ. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει και το PKK προς τη θάλασσα, αφού είναι γνωστό ότι ειδικά στον τομέα ασφαλείας, το Δυτικό Κουρδιστάν βασίζεται στην συνδρομή και συμμαχία των Κούρδων της Τουρκίας.

Εν ολίγοις, η αυτονομία του Δυτικού Κουρδιστάν, σε συνδυασμό με τη ρευστότητα στη Συρία, μπορεί να οδηγήσει του Κούρδους στην θάλασσα, κάτι το οποίο θα αυξήσει την γεωπολιτική τους αξία αλλά και την αυτοπεποίθηση τους, ενώ θα αναγκάσει τον ξένο παράγοντα να αντιμετωπίσει διαφορετικά τον γεωπολιτικό δρώντα με το όνομα «Κουρδιστάν».

Αναφορικά με την Τουρκία, για ακόμα μία φορά αποδεικνύεται η αυτοκαταστροφική της πολιτική, η οποία στην προσπάθειά της να χρησιμοποιήσει το Σουνιτικό εξτρεμιστικό Ισλάμ προς όφελός της και μέσω αυτού να οδηγήσει στην κατάρρευση το καθεστώς Άσαντ, και να ελέγξει τη χώρα, στην ουσία δημιούργησε ένα μεσαιωνικό τέρας το οποίο θα πρέπει τώρα να αποκηρύξει και να χτυπήσει. Επιπροσθέτως, προκάλεσε την άμεση εμπλοκή της Ρωσίας και το κυριότερο για την δική της ασφάλεια, συνέβαλε τα μέγιστα στην ουσιαστική αυτονόμηση των Κούρδων της Συρίας. Η Άγκυρα με την πολιτική της ώθησε τους Κούρδους της Συρίας στο να οργανωθούν ακόμα καλύτερα, τους κατέστησε διεθνώς αναγνωρισμένους δρώντες και παράγοντα σταθερότητας, κάτι το οποίο το κέρδισαν στο πεδίο της τιμής και ειδικά στην μάχη για τον έλεγχο του Κομπάνι, ενώ τους έδωσε το δικαίωμα να κοιτάνε προς τη Μεσόγειο και να ονειρεύονται…

Η μεγάλη ειρωνεία της υπόθεσης πλέον είναι πως η Τουρκία -ένας εκ των πρωταγωνιστών στην διάλυση του κράτους της Συρίας- για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα ασφαλείας που θα αντιμετωπίσει από μία διαιρεμένη Συρία και ένα ανεξάρτητο -ή σχεδόν ανεξάρτητο- Συριακό Κουρδιστάν, θα πρέπει πλέον να συμβάλει στο να διαφυλαχτεί η ακεραιότητα της χώρας, έστω και εάν αυτό σημαίνει πως θα δημιουργηθεί μία συνομοσπονδία, με συστατικό κράτος τους Κούρδους. Με άλλα λόγια, η καλύτερη επιλογή -η λιγότερο κακή- για την Τουρκία, θα είναι να αναγνωρίσει τους Κούρδους της Συρίας με το ίδιο καθεστώς των Κούρδων του Βορείου Ιράκ.

Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, οι Κούρδοι της Συρίας και του Ιράκ είναι ήδη σε θέση να αναπτύσσουν τους δεσμούς τους και να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, όταν τα απομεινάρια των πάλαι ποτέ κραταιών Ιράκ και Συρίας καταρρεύσουν ολοκληρωτικά, για να ανακηρύξουν αυτό που έχουν ήδη καταφέρει, την ανεξαρτησία και την ένωσή τους. Βέβαια όταν κάποιος αναφέρεται στους Κούρδους θα πρέπει να έχει πάντα υπόψη του το γεγονός, πως ως λαός διακρίνονται για τον τοπικισμό τους και τη σημασία στην έννοια της φυλής, άρα ο δρόμος για την πλήρη πολιτική ενοποίηση, ακόμα και αν οι συνθήκες το επιτρέψουν θα είναι μακρύς, δύσκολος και όχι χωρίς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. 

Η ουσία όμως παραμένει και δεν είναι άλλη από το γεγονός της δημιουργίας στην περιοχή της Συρίας ενός δεύτερου κουρδικού κρατικού μορφώματος, το οποίο έχει κοινά σύνορα με τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ. Η πραγματικότητα αυτή εκτιμάται πως αργά ή γρήγορα θα θέσει επιτακτικά και το ζήτημα του Βορείου Κουρδιστάν -δηλαδή του Τουρκικού Κουρδιστάν- σε μία νέα βάση, στην οποία η Άγκυρα θα έχει μικρό περιθώριο ελιγμών και θα αναγκαστεί να προσχωρήσει σε σημαντικές παραχωρήσεις εάν θα θέλει να μην θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια της την ύπαρξη με την σημερινή της μορφή.

 

Ο κ. Γεώργιος Φίλης είναι διδάκτωρ Γεωπολιτικής (Durham University, UK), Επισκέπτης καθηγητής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο τμήμα Διεθνών Επιχειρήσεων του DEREE – The American College of Greece και μέλος του Institute of Diplomacy & Global Affairs (DEREE) καθώς και του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας & Άμυνας ([email protected])