Εκλογή Μπάιντεν: Ευσεβείς πόθοι και πραγματικότητα στα Ελληνοτουρκικά

Εκλογή Μπάιντεν: Ευσεβείς πόθοι και πραγματικότητα στα Ελληνοτουρκικά

Στην Ελλάδα παρακολουθούμε τα όσα συμβαίνουν στην Αμερικανική Πολιτική αναπόδραστα μέσα από τις σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδος και ΗΠΑ-Τουρκίας. Όταν για μία και πλέον τετραετία ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιδείκνυε σκανδαλώδη ανοχή στα όσα έκανε σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ρετζεπ Ερντογάν ως γεωπολιτικός ταραχοποιός ... Όταν  τον ακούγαμε να μας λέει για «το πόσο καλός φίλος του είναι ο Ερντογάν» και για «το πόσο άξιος ηγέτης είναι και τι εξαιρετική συνεργασία έχει μαζί του», αυτόν που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ασφάλειας στην Πατρίδα μας, ευχόμασταν στην μεγάλη μας πλειοψηφία την εκλογή του αντιπάλου του. Χαιρόμαστε λοιπόν που εξελέγη ως 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο αντίπαλος του υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν όταν μάλιστα ο ίδιος κατά την προεκλογική περίοδο είχε εμφατικά επικρίνει τον Τούρκο Πρόεδρο για την προκλητική συμπεριφορά του και τις παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και των κανόνων που πηγάζουν από αυτό, προσδοκώντας επιστροφή σε μία κανονικότητα.

Βεβαίως την τελευταία διετία ο τρίτος ΥΠΕΞ κ. Πομπέο, προσπάθησε να εξισορροπήσει όσο μπορούσε τα πράγματα με τις επισκέψεις του στην Ελλάδα, τις δηλώσεις και τις επιστολές του αλλά και με την καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων με τον Έλληνα Πρωθυπουργό.  Αλλά αυτά που φοβόμασταν ήταν όχι τα όσα επίσημα βλέπαμε και ακούγαμε, αλλά αυτά που ανεπίσημα και πίσω από τις πόρτες εκτιμούσαμε ότι συνέβαιναν και αντανακλούσαν την ειδική σχέση Τραμπ-Ερντογάν για την οποία όλοι στην Ουάσιγκτον μιλούσαν, όπως μάλιστα έχει αποκαλύψει ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζων Μπόλτον στο βιβλίο του «Το δωμάτιο όπου όλα συνέβησαν».

Αυτά όμως  θα αποτελούν οριστικό παρελθόν από την 20 Ιανουαρίου 2021. Σε κάθε περίπτωση όμως εμείς οφείλουμε  να είμαστε συγκρατημένοι αποφεύγοντας τις υπεραπλουστεύσεις και το πιο σημαντικό θα πρέπει να βάζουμε ευδιάκριτα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ευσεβοποθισμού! Οι διεθνείς σχέσεις διακατέχονται από έναν κυνισμό και καθοδηγούνται από τα συμφέροντα. Οι Αμερικανοί ψηφίζουν για το πως θα κυβερνηθεί η Αμερική. Ο Μπάιντεν  εξελέγη όπως και κάθε Πρόεδρος για την διασφάλιση της ευημερίας των Αμερικανών αλλά και για να προωθήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ παντού και είναι βέβαιο ότι από αυτήν την οπτική θα δει τις σχέσεις του με την Ελλάδα και την Τουρκία. Και συμφέρον της Αμερικής είναι να έχει την Τουρκία… κοντά της με κανονιστικό βέβαια πλαίσιο και όχι με πράξεις και πολιτικές που θα υπονομεύουν τα αμερικανικά συμφέροντα.

Τι μπορεί να αλλάξει λοιπόν; Εκτιμάται ότι  εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα ακολουθήσει πλέον θεσμικούς δρόμους και θεσμικές διαδικασίες που σημαίνει κατ’ αρχήν η επιστροφή στην κανονικότητα ευνοεί αναντίρρητα την ελληνική πλευρά. Και για να προλάβουμε το  ερώτημα πως υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο,  επισημαίνουμε ότι μπορεί ο Ερντογάν να απολάμβανε της εμπιστοσύνης και της ασυλίας του Τραμπ αλλά στην  γραφειοκρατία του Πενταγώνου και του «Foggy Bottom» όπως αποκαλείται στην Αμερικανική Πρωτεύουσα το ΥΠΕΞ (Department of State) δημιουργήθηκε σημαντικό έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι σε έναν κατ’ επίφαση Σύμμαχο για τον οποίον υπάρχουν αποδείξεις για τις μπίζνες του με τον ISIS, το Ιράν αλλά ακόμα και με την μακρινή Βενεζουέλα, ίσως και για πολλά άλλα. Κυρίαρχη άποψη όπως έχει διατυπωθεί από πολλούς αναλυτές που πρόσκεινται σε αυτήν γραφειοκρατία είναι ότι η επιλεκτική ανοχή του Τραμπ και οι προσπάθειες του να μην «στριμώξουν» τον Τούρκο Πρόεδρο, ήταν εναντίον των Αμερικανικών συμφερόντων. Πάντως  η «ειδική σχέση» και η επιλεκτική ανοχή του Ερντογάν τελείωσε και μάλλον θα μάθουμε πολλά και για πολλούς τον ερχόμενο Μάρτιο στην δίκη για την Halkbank που με κάθε τρόπο προσπάθησε να πνίξει ο Τραμπ.

Όμως αποτελεί ευσεβή πόθο να νομίζουν κάποιοι ότι οι ΗΠΑ θα πάρουν το μέρος της Ελλάδος σε μία ενδεχόμενη Ελληνοτουρκική σύγκρουση. Ούτε θα στείλουν το 6ο Στόλο για να σταματήσει την τουρκική επιθετικότητα. Για τις ΗΠΑ είναι  άλλο ο Ερντογάν και άλλο η Τουρκία η οποία διατηρεί διαχρονικά και ιδιαίτερα με τις παρούσες συνθήκες υψηλή την αξία της σε αυτό που αποκαλούμε  ... «γεωπολιτικό χρηματιστήριο» για λόγους που έχουμε επανειλημμένα αναλύσει. Και δεν θα θέλουν να την χάσουν ολοσχερώς. Η νέα Αμερικανική Διοίκηση εκτιμάται θα προσπαθήσει να φέρει την Τουρκία «πίσω στην Δύση» διαχωρίζοντας την σε όση έκταση είναι δυνατόν από τον ίδιο τον Ερντογάν και βάζοντας της κανόνες.  Οι Αμερικανοί θέλουν την Τουρκία ισχυρή μέχρι ένα ορισμένο βαθμό για να είναι «υπεργολάβος ασφαλείας» αλλά όχι ανεξέλεγκτος περιφερειακός δρών. Βέβαια μας τρομάζει η σκέψη ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει πιέζοντας την Ελλάδα να κάνει...εκπτώσεις στην τουρκική επιθετικότητα αν όχι κάποιες θυσίες για να έχουν όλοι "το κεφάλι τους ήσυχο"! Είναι όμως «αντισταθμιστικό» σε αυτήν την καχυποψία μας το γεγονός ότι ο Μπάιντεν έχει πολύ καλή γνώση της περιοχής, των ελληνοτουρκικών σχέσεων του Κυπριακού και του περιφερειακού συσχετισμού δυνάμεων.

Είμαστε χαρούμενοι για την επερχόμενη αλλαγή τον Λευκό Οίκο και όλη την επικείμενη αναδιαμόρφωση της Αμερικανικής Διοίκησης αλλά θα πρέπει παράλληλα να είμαστε και συγκρατημένοι. Τουλάχιστον ο Μπάιντεν δεν αμφισβητεί τα μεταπολεμικά γεωπολιτικά δεδομένα όπως την αξία του ΝΑΤΟ και των διατλαντικών δεσμών και δεν βλέπει την διεθνή πολιτική … ως εμπορική συναλλαγή όπως έκανε ο προκάτοχος του. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι χειρότερα τα πράγματα για εμάς. Θα πρέπει επίσης να περιμένουμε για να δούμε ποια πρόσωπα  θα επιλεγούν για να «τρέξουν» τα θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφαλείας και σε ποιο βαθμό θα κινηθεί αυτόνομα η «Γραφειοκρατία» του Αμερικανικού ΥΠΕΞ και ΥΠΑΜ προκειμένου να έχουμε ασφαλείς εκτιμήσεις.

Αυτά όμως για την Αμερική. Στο χέρι της Ελληνικής Κυβερνήσεως είναι πλέον να αποδείξει στην Διοίκηση Μπάιντεν ότι η Ελλάδα είναι ένας αξιόπιστος Σύμμαχος που μπορεί να μη έχει την ίδια γεωστρατηγική βαρύτητα με την Τουρκία που αδιαμφισβήτητα απειλεί την Ασφάλεια της, αλλά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η  δικής της αξία και το ειδικό βάρος της που  μπορεί να καταλήγει σε ισχυρά συγκλίνοντα συμφέροντα. Η φιλολογική αναγνώριση της πατρίδας μας ως πυλώνας σταθερότητας θα πρέπει να πάρει την μορφή στήριξης στην πράξη. Πέρα από την οποιαδήποτε διαχείριση κρίσεως με την Τουρκία προέχει επιτέλους η χάραξη συνεκτικής Εθνικής Στρατηγικής για να ξέρουμε «που και πως θέλουμε να πάμ娻, αλλιώς όπως είπε ο Σενέκας: «Όταν κάποιος δεν ξέρει σε ποιο λιμάνι κατευθύνεται, κανένας άνεμος δεν είναι ούριος». Και προσοχή στην κρίσιμη περίοδο μέχρι την ανάληψη της Προεδρίας από τον Μπάιντεν τον ερχόμενο Ιανουάριο. Ίσως η Άγκυρα θα προσπαθήσει να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα που παράγουν πολιτικά αποτελέσματα.

*Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι επικεφαλής στο «Παρατηρητήριο Liberal»