Στραμμένα στις «φλόγες» στη Μέση Ανατολή τα βλέμματα τη δεδομένη στιγμή, ωστόσο, σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον, ο Ινδο-Ειρηνικός συνιστά εξίσου δυνητική εστία ανάφλεξης, ικανή να επιφέρει γενικευμένη σύγκρουση. Η επανεξέταση εκ μέρους της προεδρίας Τραμπ του Συμφώνου αμυντικής σύμπραξης με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία εντείνει τις αμφιβολίες για τη δέσμευση των ΗΠΑ στις συμμαχίες τους και μάλλον έρχεται προς ικανοποίηση της Κίνας.
Οι σταθερές συμμαχίες και συμπράξεις αποτελούν εγγύηση σταθερότητας και αποτροπής και αυτός ήταν ο «οδηγός» του μακράς πνοής Συμφώνου AUKUS (από τα αρχικά των τριών χωρών) που συνήφθη επί προεδρίας Μπάιντεν ως ανάχωμα στον κινεζικό επεκτακτισμό και την αυξανόμενη στρατιωτική διείσδυση του καθεστώτος Σι στη ζώνη του Ινδο-Ειρηνικού, που έχει αναδειχθεί σε πεδίο σφοδρού ανταγωνισμού.
Το αμυντικό σύμφωνο εδράζεται πρωτίστως στην ισχύ των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων ως αντίβαρο στην άνοδο της κινεζικής επιρροής στον Ινδο-Ειρηνικό. Το αμερικανικό Πεντάγωνο εντούτοις επανεξετάζει τώρα εάν δεσμεύσεις που απορρέουν από τη συμφωνία για τον εξοπλισμό της Αυστραλίας με αμερικανικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια «ευθυγραμμίζονται με την ατζέντα ‘Πρώτα η Αμερική’» του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Οι πληροφορίες περί επανεξέτασης της συμφωνίας, που ήλθαν αρχικά στη δημοσιότητα μέσα από τις σελίδες των Financial Times, έχουν πυροδοτήσει ανησυχία στη Βρετανία αλλά κυρίως στην Αυστραλία, η οποία έχει επενδύσει στη συμφωνία ως πυλώνα της αμυντικής της στρατηγικής για τις επόμενες δεκαετίες. Επιταχύνοντας την προσαρμογή της σε περιβάλλον αναβαθμισμένου στρατηγικού κινδύνου στο χώρο του Ινδο-Ειρηνικού, η Καμπέρα έχει βασιστεί στο σύμφωνο για την ανανέωση ολόκληρου του στόλου υποβρυχίων της.
Ο «οδικός χάρτης» της πολυεπίπεδης συμφωνίας -που είχε ερμηνευτεί ως ένα από τα πλέον επιθετικά βήματα της διακυβέρνησης Μπάιντεν στην εξωτερική πολιτική προς ανάσχεση της Κίνας- έχει πρώτο «σταθμό» το 2027, όταν και προβλέπεται η στάθμευση αμερικανικών και βρετανικών πυρηνοκίνητων υποβρυχίων σε ναυτική βάση στο Περθ της δυτικής Αυστραλίας. Ανώτατος διοικητής του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ είχε δηλώσει σε ακρόαση στο Κογκρέσο τον Απρίλιο ότι η τοποθεσία αυτή προσφέρει στις ΗΠΑ άμεση πρόσβαση στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Σε επόμενο στάδιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμευθεί για την πώληση στην Αυστραλία έως και πέντε μεταχειρισμένων υποβρυχίων κλάσης Virginia αρχής γενομένης από το 2032. Το ακόλουθο και πλέον φιλόδοξο βήμα της τριμερούς στρατηγικής σύμπραξης ορίζει ότι η Βρετανία και η Αυστραλία θα προχωρήσουν στη συμπαραγωγή ενός νέου υπερσύγχρονου υποβρυχίου κλάσης SSN-AUKUS με στόχο να βρίσκεται σε επιχειρησιακή ετοιμότητα στις αρχές της δεκαετίας του 2040.
Αν και η συμφωνία AUKUS έχει υποστηριχθεί ένθερμα από Αμερικανούς νομοθέτες στο Κογκρέσο και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες, ορισμένοι επικριτές έχουν προειδοποιήσει ότι θα μπορούσε να υπονομεύσει την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς το Πολεμικό Ναυτικό δυσκολεύεται να αυξήσει τον ρυθμό της παραγωγής αμερικανικών υποβρυχίων την ώρα που η απειλή από το Πεκίνο εντείνεται.
Στους επικριτές ανήκει ο νυν υφυπουργός Άμυνας, Έλμπριτζ Κόλμπι, ο οποίος πέρυσι δήλωνε πως «θα ήταν τρελό» να διαθέτουν οι ΗΠΑ λιγότερα πυρηνοκίνητα υποβρύχια σε περίπτωση που ξεσπάσει σύγκρουση για την Ταϊβάν. Ο Κόλμπι είναι το πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί τώρα η επανεξέταση της συμφωνίας. Κατά την ακρόαση στο Κογκρέσο για την έγκριση του διορισμού τον Μάρτιο, ο ίδιος είχε εκφράσει σκεπτικισμό κατά πόσο είναι εφικτή η υλοποίηση της συμφωνίας. «Αν μπορέσουμε να κατασκευάσουμε τα επιθετικά υποβρύχια σε επαρκή αριθμό και με την απαιτούμενη ταχύτητα, τότε εξαιρετικά. Αν όμως δεν τα καταφέρουμε, τότε το πρόβλημα γίνεται πολύ σοβαρό», ανέφερε.
Ακόμη και πριν γνωστοποιηθεί η απόφαση του Πενταγώνου, στην Αυστραλία ήταν ορατός ο προβληματισμός για το κατά πόσο μπορεί πλέον να βασίζεται στη μακρόχρονη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπό το φως της στάσης της κυβέρνησης Τραμπ έναντι των παραδοσιακών συμμάχων της Αμερικής.
«Το υπουργείο [σ.σ. Άμυνας] επανεξετάζει τη συμφωνία AUKUS στο πλαίσιο της διασφάλισης ότι αυτή η πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης ευθυγραμμίζεται με την ατζέντα του προέδρου ‘Πρώτα η Αμερική’. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διασφαλιστεί η μέγιστη ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεών μας, ότι οι σύμμαχοι αναλαμβάνουν πλήρως τις ευθύνες τους για τη συλλογική άμυνα και ότι η αμυντική βιομηχανική μας βάση ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας», δήλωσε υπό καθεστώς ανωνυμίας στους FT αξιωματούχος του αμερικανικού Πενταγώνου.
Η απόφαση για την επανεξέταση της συμφωνίας φαίνεται να αντανακλά τη σκεπτικιστική και συναλλακτική προσέγγιση του προέδρου Τραμπ απέναντι στις μακροχρόνιες συμμαχίες, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων να αυξήσουν οι σύμμαχοι τις δαπάνες για την άμυνά τους, σχολιάζουν οι New York Times. Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, δήλωσε προ ημερών στον Αυστραλό ομόλογό του Ρίτσαρντ Μαρλς ότι η χώρα θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ - επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά παρόμοιες απαιτήσεις που η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη διατυπώσει προς συμμάχους στην Ευρώπη.
Ο Κερτ Κάμπελ, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών επί προεδρίας Μπάιντεν και αρχιτέκτονας της συμφωνίας AUKUS εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε υπογραμμίσει πέρυσι τη σημασία του να διαθέτει η Αυστραλία πυρηνοκίνητα υποβρύχια (SSNs) που θα μπορούν να επιχειρούν στενά μαζί με τις αμερικανικές δυνάμεις σε περίπτωση πολέμου για την Ταϊβάν. Εκ των εταίρων της σύμπραξης AUKUS, η Αυστραλία θα είναι η πρώτη που θα αισθανθεί τον αντίκτυπο μίας ενδεχόμενης σύγκρουσης στον Ινδο-Ειρηνικό. Ωστόσο, η Καμπέρα δεν έχει δημοσίως συνδέσει την ανάγκη για τα υποβρύχια με ένα ενδεχόμενο σενάριο ανάφλεξης από κινεζική επίθεση στην Ταϊβάν.
Τηρώντας προσεκτική στάση, ο υπουργός Άμυνας της Αυστραλίας, Ρίτσαρντ Μαρλς, δηλώνει (δημοσίως τουλάχιστον) βέβαιος πως το σύμφωνο AUKUS με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία θα προχωρήσει κανονικά, επισημαίνοντας επίσης ότι η κυβέρνησή του θα συνεργαστεί στενά με την Ουάσινγκτον όσο η κυβέρνηση Τραμπ προχωρά σε επίσημη επανεξέταση της συμφωνίας.
Μιλώντας στο ραδιόφωνο της Australian Broadcasting Corporation (ABC), ο Μαρλς ανέφερε ότι η AUKUS εξυπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα και των τριών χωρών και ότι η νέα επανεξέταση της συμφωνίας, που υπεγράφη το 2021 επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν, δεν αποτελεί έκπληξη. «Πρόκειται για ένα σχέδιο δεκαετιών. Οι κυβερνήσεις θα έρχονται και θα φεύγουν, και πιστεύω πως κάθε φορά που αναλαμβάνει μια νέα κυβέρνηση, μια τέτοιου είδους επανεξέταση είναι κάτι αναμενόμενο», δήλωσε. Η Αυστραλία έχει ήδη καταβάλει σχεδόν 520 εκατ. δολάρια φέτος στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση της παραγωγής αμερικανικών υποβρυχίων, ενώ μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να καταβάλει επιπλέον 1,3 δισ. δολάρια. Έχει δεσμευθεί να επενδύσει συνολικά 239 δισ. δολάρια στο πρόγραμμα αυτό μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες.
Η βρετανική κυβέρνηση από πλευράς της έχει αντιδράσει εξίσου μετρημένα, ενόσω τηρεί στάση αναμονής. «Η AUKUS αποτελεί μια ιστορική συμφωνία ασφάλειας και άμυνας με δύο από τους στενότερους συμμάχους μας. Είναι μία από τις πλέον στρατηγικά σημαντικές εταιρικές σχέσεις των τελευταίων δεκαετιών, καθώς στηρίζει την ειρήνη και την ασφάλεια τόσο στον Ινδο-Ειρηνικό όσο και στον Ευρω-Ατλαντικό χώρο, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί θέσεις εργασίας και ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη στις κοινωνίες και των τριών χωρών. Είναι κατανοητό ότι μια νέα κυβέρνηση επιθυμεί να επανεξετάσει την προσέγγισή της σε μια τόσο σημαντική συμφωνία - το ίδιο έκανε και το Ηνωμένο Βασίλειο πέρυσι. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, σε όλα τα επίπεδα, ώστε να αξιοποιηθούν στο έπακρο τα οφέλη και οι ευκαιρίες που προσφέρει η AUKUS για τα τρία έθνη μας» αναφέρει ανακοίνωση του Λονδίνου.
Την ίδια στιγμή στην Ουάσινγκτον, η Τζιν Σαχίν, επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, δηλώνει ότι μια ενδεχόμενη υπαναχώρηση της κυβέρνησης από τη συμφωνία AUKUS «θα γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό στο Πεκίνο, το οποίο ήδη πανηγυρίζει για την παγκόσμια υποχώρηση των ΗΠΑ και τις τεταμένες σχέσεις μας με συμμάχους υπό την προεδρία Τραμπ», σημειώνοντας επίσης πως θα ζημίωνε περαιτέρω το κύρος των ΗΠΑ και την αξιοπιστία τους έναντι συμμάχων και εταίρων.
Αν και η συμφωνία είναι κρίσιμη για την αμυντική παρουσία των ΗΠΑ και σημαντική για τις αμυντικές βιομηχανίες τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Βρετανίας, η Αυστραλία είναι εκείνη που έχει «ποντάρει» τα περισσότερα, επισημαίνει από πλευράς της η Σουζάνα Πάτον, ειδική σε ζητήματα αυστραλιανής εξωτερικής πολιτικής στο Ινστιτούτο Lowy του Σίδνεϊ. «Αν η συμφωνία καταρρεύσει, η Αυστραλία θα είναι αυτή που θα μείνει περισσότερο ξεκρέμαστη. Η στρατηγική της Αυστραλίας είναι να κάνει τη συμφωνία να λειτουργήσει και αυτό θα συνεχίσει να κάνει έως ότου καταστεί απολύτως σαφές ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει».
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται να έχει δώσει προτεραιότητα στη συμφωνία. Όταν ρωτήθηκε για την AUKUS κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Βρετανού πρωθυπουργού, Κιρ Στάρμερ, τον Φεβρουάριο στον Λευκό Οίκο, ο Αμερικανός πρόεδρος φάνηκε να μην αναγνωρίζει καν το ακρωνύμιο, απαντώντας: «Τι σημαίνει αυτό;»