Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης χωρίς πραγματική βάση κηρύσσει ο Τραμπ, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τις εξουσίες του και να διαβρώσει το Σύνταγμα, επισημαίνουν Αμερικανοί συνταγματολόγοι, σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις στο Λος Άντζελες, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times.
Όπως αναφέρει, επικαλούμενος αυτή τη σειρά κρίσεων, ο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησε να αξιοποιήσει τις εξουσίες έκτακτης ανάγκης που το Κογκρέσο έχει διασκορπίσει σε όλο τον Κώδικα των ΗΠΑ μέσα στους αιώνες: κάλεσε την Εθνοφρουρά στο Λος Άντζελες παρά τις αντιρρήσεις του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, απέλασε δεκάδες μετανάστες στο Ελ Σαλβαδόρ χωρίς ίχνος νόμιμης διαδικασίας και ανέτρεψε την παγκόσμια οικονομία επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς.
Νομικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι ενέργειές του δεν βασίζονται σε νόμιμη εξουσιοδότηση από τους νόμους που επικαλείται και ότι καθοδηγούνται από διαφορετικά, πολιτικά κίνητρα.
«Κηρύσσει εντελώς ψευδείς καταστάσεις έκτακτης ανάγκης με στόχο να επεκτείνει τις εξουσίες του, να υπονομεύσει το Σύνταγμα και να καταργήσει τις πολιτικές ελευθερίες», δήλωσε ο Ίλια Σόμιν, καθηγητής συνταγματικού δικαίου στη Νομική Σχολή Antonin Scalia, ο οποίος εκπροσωπεί έναν εισαγωγέα κρασιών και άλλες επιχειρήσεις που αμφισβητούν ορισμένους από τους δασμούς του κ. Τραμπ.
Η κρίση αποτελεί, πλέον, σήμα κατατεθέν του Ντόναλντ Τραμπ. Όταν ανέλαβε για πρώτη φορά την προεδρία, υποσχέθηκε να τερματίσει την «αμερικανική σφαγή». Όταν ανακοίνωσε την πιο πρόσφατη υποψηφιότητά του, δεσμεύτηκε να αναστρέψει την «εκπληκτική παρακμή της Αμερικής». Από το 2015, επιμένει ότι μόνο αυτός μπορεί να αποκαταστήσει το χαμένο μεγαλείο της χώρας.
Τώρα που βρίσκεται ξανά στην εξουσία, μετατρέπει αυτή τη ρητορική σε πολιτική πράξη. Ο κ. Τραμπ υποστηρίζει ότι γεγονότα και περιστάσεις που θεωρούνται ευρέως ως συνηθισμένα συνιστούν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι οποίες του επιτρέπουν να επικαλείται εξουσίες που οι προκάτοχοί του σπάνια αξιοποίησαν - εξουσίες που έχουν θεσπιστεί από το Κογκρέσο με στόχο να δοθεί στους προέδρους η δυνατότητα να ενεργούν ταχέως σε πραγματικές κρίσεις.
Ο Φρανκ Ο. Μπόουμαν, καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, επεσήμανε ότι οι νόμοι στους οποίους αναφέρεται ο κ. Τραμπ στηρίζονται στην υπόθεση ότι η ευελιξία που παρέχουν δεν θα καταστεί αντικείμενο κατάχρησης.
«Πραγματικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης πράγματι συμβαίνουν και το Κογκρέσο γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αντιδράσει άμεσα», δήλωσε. «Θέλει ο πρόεδρος, όταν δρα με καλή πίστη, να έχει τη δυνατότητα να κινηθεί με ταχύτητα».
Ωστόσο, κατά τον καθηγητή Μπόουμαν, η προσέγγιση του Τραμπ διαφέρει. «Η συνεχής κήρυξη καταστάσεων έκτακτης ανάγκης μας οδηγεί σε μια νοοτροπία αποδοχής της χρήσης κυβερνητικής βίας εναντίον ανθρώπων που δεν μας αρέσουν», είπε.
Σε δήλωσή της, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τέιλορ Ρότζερς, καταλόγισε στους Δημοκρατικούς αποτυχία να «προστατεύσουν τους Αμερικανούς από απειλές στην οικονομία και την εθνική ασφάλεια - αδράνεια που έχει οδηγήσει σε σοβαρές κρίσεις».
«Ο πρόεδρος Τραμπ αξιοποιεί δικαίως την εκτελεστική του εξουσία - όπως αποδεικνύεται από τις πολλές νίκες του στα δικαστήρια - για να προσφέρει αποφασιστικότητα και ανακούφιση στον αμερικανικό λαό», πρόσθεσε.
Στην πράξη, τα κατώτερα δικαστήρια έχουν κατά κύριο λόγο απορρίψει τους ισχυρισμούς του κ. Τραμπ περί εξουσιών έκτακτης ανάγκης.
Τον Μάρτιο, επικαλέστηκε τον Νόμο περί Εχθρών Αλλοδαπών του 1798, ο οποίος παρέχει στον πρόεδρο την εξουσία να απελαύνει υπηκόους εχθρικών εθνών σε περιπτώσεις πολέμου, εισβολής ή «ληστρικής επιδρομής». Υποστήριξε ότι η Tren de Aragua, μια βίαιη συμμορία από τη Βενεζουέλα, είχε εισβάλει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο εν λόγω νόμος έχει χρησιμοποιηθεί μόλις τρεις φορές στο παρελθόν: στον Πόλεμο του 1812, στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αρκετοί δικαστές απέρριψαν την άποψη ότι οι δραστηριότητες της συμμορίας δικαιολογούν τη χρήση του νόμου.
Ο δικαστής Άλβιν Κ. Χέλερσταϊν, του Ομοσπονδιακού Περιφερειακού Δικαστηρίου στο Μανχάταν, έκρινε ότι δεν υπάρχει τίποτε στον νόμο του 1798 που να «δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι πρόσφυγες από τη Βενεζουέλα ή μέλη της συμμορίας TdA που διεισδύουν στους μετανάστες εμπλέκονται σε "εισβολή" ή "ληστρική επιδρομή"».
«Δεν επιχειρούν να καταλάβουν έδαφος, να εκτοπίσουν την αμερικανική κυριαρχία ή να λεηλατήσουν», έγραψε ο δικαστής, ο οποίος είχε διοριστεί από τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. «Η Tren de Aragua μπορεί να εμπλέκεται σε διακίνηση ναρκωτικών, αλλά αυτό συνιστά ποινικό αδίκημα, όχι εισβολή ή επιδρομή».
Μια δικαστής, η Στέφανι Λ. Χέινς του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου για τη Δυτική Περιφέρεια της Πενσυλβάνια, διορισμένη από τον ίδιο τον Τραμπ, είχε αντίθετη άποψη, αποφαινόμενη ότι οι ενέργειες της συμμορίας συνιστούν «ληστρική εισβολή».
«Προσπαθώ να κάνω το Ανώτατο Δικαστήριο προσβάσιμο στους αναγνώστες. Συμπυκνώνω και μεταφράζω σύνθετο νομικό υλικό σε προσιτή πρόζα, παρουσιάζοντας δίκαια και τις δύο πλευρές, ενώ παραμένω σε εγρήγορση για τις πολιτικές και πρακτικές συνέπειες των αποφάσεων».
Ακόμα και πέραν του Νόμου του 1798, ο κ. Τραμπ έχει υιοθετήσει τη ρητορική ενός έθνους σε πολιορκία. Υποσχέθηκε, εν μέσω επιχειρήσεων της ICE και βίαιων διαδηλώσεων στην Καλιφόρνια, να «λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απελευθερώσει το Λος Άντζελες από την Εισβολή Μεταναστών».
Τον Απρίλιο, επικαλέστηκε και πάλι κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αυτή τη φορά λόγω εξωτερικού εμπορίου και οικονομικών πρακτικών, για να επιβάλει νέους δασμούς. Δύο δικαστήρια απέρριψαν τα επιχειρήματά του, αν και ένα εφετείο έχει προσωρινά αναστείλει την ευρύτερη από τις δύο αποφάσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει ακόμη κρίνει τις πρόσφατες επικλήσεις του κ. Τραμπ σε εξουσίες έκτακτης ανάγκης. Στο παρελθόν έχει δείξει επιφυλακτικότητα απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς: το 2023 απέρριψε την απόπειρα του Τζο Μπάιντεν να ακυρώσει φοιτητικά δάνεια 400 δισ. δολαρίων, κρίνοντας ότι ξεπερνούσε την εξουσία που του παρείχε νόμος του 2003 για περιπτώσεις πολέμου ή εθνικής κρίσης.
Αντίθετα, το 2018 επικύρωσε την ταξιδιωτική απαγόρευση του Τραμπ από αρκετές μουσουλμανικές χώρες.