Ο πόλεμος των 12 ημερών, οι χώρες του Κόλπου και η Τουρκία
AP Photo/Vahid Salemi
AP Photo/Vahid Salemi

Ο πόλεμος των 12 ημερών, οι χώρες του Κόλπου και η Τουρκία

Μία λεπτή ισορροπία μεταξύ της καταδίκης των ισραηλινών επιθέσεων και της ρεαλιστικής συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας, με στόχο την αντιμετώπιση της περιφερειακής απειλής της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, χαρακτήρισε τη στάση των αραβικών χωρών του Κόλπου απέναντι στη σύγκρουση του Ισραήλ με το καθεστώς Χαμενεΐ. Επισήμως, τα κράτη του Κόλπου καταδίκασαν τις ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ιράν ως παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου, ταυτόχρονα όμως παρείχαν διακριτική υποστήριξη ή διευκόλυνση στην ισραηλινή αεράμυνα, αντανακλώντας τις κοινές ανησυχίες για το πυρηνικό πρόγραμμα και την επιρροή που η Τεχεράνη επιχειρεί να ασκήσει στην περιοχή.

Αυτή η διττή προσέγγιση καθοδηγείται από τη στρατηγική ανάγκη των χωρών αυτών να διαφυλάξουν την περιφερειακή σταθερότητα, να προστατεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και να διαχειριστούν πολύπλοκες γεωπολιτικές πραγματικότητες, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται με καθοριστικό ρόλο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η ευέλικτη και ρεαλιστική στάση των χωρών του Κόλπου τις τοποθετεί εξάλλου ως πιθανούς μεσολαβητές και αρχιτέκτονες μιας ευρύτερης περιφερειακής ολοκλήρωσης, που θα μπορούσε να υπερβεί τις μακροχρόνιες διενέξεις.

Πέραν του κοινού φόβου που προκαλεί στους γείτονές του ένα πυρηνικό Ιράν, υπάρχει και η θρησκευτική διάσταση στο χάσμα των δύο πλευρών. Αρκετές από τις βασιλικές οικογένειες της περιοχής του Κόλπου, που είναι σουνίτες μουσουλμάνοι, φοβούνται ότι το Ιράν, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι σιίτες, θα εξαγάγει την ιδεολογία του στους σιίτες πολίτες των δικών τους χωρών.

Από τις έξι χώρες-μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC), το Κατάρ και το Ομάν διατηρούν φιλικές σχέσεις με την Τεχεράνη, η Σαουδική Αραβία και το Μπαχρέιν αντιμετωπίζουν το Ιράν με βαθιά καχυποψία, φτάνοντας μέχρι το σημείο να διακόψουν τις διπλωματικές τους σχέσεις το 2016. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, από την άλλη, υιοθετούν μια ιδιαίτερα σύνθετη στάση, καθώς αναγνωρίζουν την απειλή για την ασφάλεια που συνιστά το Ιράν, αλλά είναι επίσης ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους του. Και οι σχέσεις του Κουβέιτ με το Ιράν χαρακτηρίζονται από διακυμάνσεις, ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες. Πάντως, το Κουβέιτ είναι πιθανώς το μόνο μέλος του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου που δεν έχει καμία άμεση ή έμμεση επαφή με το Ισραήλ.

Κοινό χαρακτηριστικό και των έξι χωρών-μελών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου είναι ότι στηρίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες ως εγγυητή της ασφάλειάς τους και φιλοξενούν στα εδάφη τους δεκάδες χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες σε βάσεις.

Η στάση των χωρών του Κόλπου δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιστορία των αραβο-ισραηλινών σχέσεων. Παραδοσιακά, τα αραβικά κράτη αντιτάσσονταν στρατιωτικά και πολιτικά στο Ισραήλ, με συγκρούσεις όπως οι πόλεμοι του 1967 και του Γιομ Κιπούρ το 1973 να αποτελούν ιστορικούς σταθμούς στις βαθιά ριζωμένες εχθρότητες. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, έχει σημειωθεί μια αλλαγή. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία υπέγραψαν ειρηνευτικές συμφωνίες με το Ισραήλ το 1979 και το 1994 αντίστοιχα, ενώ πιο πρόσφατα, με τις Συμφωνίες του Αβραάμ, το 2020 επί πρώτης θητείας Τραμπ, το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ομαλοποίησαν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ. Τον ίδιο δρόμο φαίνεται ότι διατίθεται να ακολουθήσει και η Σαουδική Αραβία μόλις σταματήσουν να μιλούν τα όπλα - και αυτό το δρόμο επιχείρησε να ανακόψει η Χαμάς, και το Ιράν πίσω της, με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023.

Αυτές οι εξελίξεις συνιστούν μέρος μίας ρεαλιστικής αντιμετώπισης των κοινών απειλών, ιδίως προερχόμενων από το σιιτικό Ιράν και το στυγνό καθεστώς του, και με το βλέμμα στραμμένο στα πιθανά κέρδη που θα αποφέρει η περιφερειακή συνεργασία.

Επισήμως, τα κράτη του Κόλπου έχουν εκφράσει την έντονη καταδίκη τους για τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ κατά του Ιράν. Η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα καταδίκασαν τις ισραηλινές επιθέσεις στο Ιράν ως παραβιάσεις της κυριαρχίας και του Διεθνούς Δικαίου. Οι υπουργοί Εξωτερικών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου συναντήθηκαν εκτάκτως προ ημερών στη Ντόχα και προέτρεψαν την επιστροφή στη διπλωματία και την άμεση κατάπαυση του πυρός, καλώντας το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη διεθνή κοινότητα να παρέμβουν για να σταματήσει η σύγκρουση.

Αυτή η δημόσια στάση αντικατοπτρίζει την παραδοσιακή αραβική αλληλεγγύη προς το Ιράν ως χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία και αντίπαλο το Ισραήλ, οι στρατιωτικές ενέργειες του οποίου θεωρούνται επιθετικές εις βάρος των Αράβων. Ωστόσο, αυτή η επίσημη ρητορική κρύβει μια πιο περίπλοκη πραγματικότητα επί του πεδίου.

Παρά τη δημόσια καταδίκη τους, ορισμένα αραβικά κράτη και χώρες του Κόλπου έχουν έμπρακτα δείξει -χωρίς όμως να το ανακοινώνουν δημόσια- την ευθυγράμμισή τους με τους στόχους ασφάλειας του Ισραήλ έναντι του Ιράν. Η Ιορδανία έχει συμμετάσχει ενεργά στη στήριξη της ισραηλινής αεράμυνας, καταρρίπτοντας στην προ μηνών κρίση πυραύλους και drones του Ιράν που διέσχισαν τον εναέριο χώρο της εν πτήσει προς το Ισραήλ. Η Σαουδική Αραβία, αν και δεν το επιβεβαιώνει δημοσίως, πιστεύεται ότι έχει επιτρέψει στο Ισραήλ να χρησιμοποιήσει τον εναέριο χώρο της σε επιχειρήσεις κατά της Υεμένης.

Οι οικονομίες των χωρών του Κόλπου βασίζονται στις εξαγωγές υδρογονανθράκων και σαφώς επηρεάζονται από τις απειλές μίας γενικευμένης σύγκρουσης και σαφώς από ενδεχόμενο κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, απ’ όπου διέρχεται το 25% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου. Στην ήδη τεταμένη πρόσφατη συγκυρία προστέθηκαν και οι αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι κίνδυνοι για το εμπόριο και τον τουρισμό, αλλά και οι φόβοι για περιβαλλοντική καταστροφή λόγω πιθανής διαρροής ραδιενέργειας.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη του Κόλπου υιοθέτησαν μία ιδιαίτερα προσεκτική προσέγγιση προς αποφυγή του εγκλωβισμού σε παλιούς ανταγωνισμούς, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις τρέχουσες πραγματικότητες. Αυτό περιλαμβάνει τη προσεκτική συνεργασία με το Ιράν μέσω διαλόγου, όπως φαίνεται από τις πρόσφατες διπλωματικές πρωτοβουλίες, τη διατήρηση όμως από την άλλη των δεσμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες και των επαφών με το Ισραήλ.

Η «εξίσωση» για την Τουρκία

Στη γεωπολιτική σκακιέρα της Μέσης Ανατολής ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η Τουρκία, η οποία αφ’ ενός έχει διαρρήξει κάθε δεσμό με το Ισραήλ, στηρίζοντας απροκάλυπτα τη Χαμάς, και αφ’ ετέρου τηρεί ιστορικά μία επαμφοτερίζουσα στάση έναντι του Ιράν, οι σχέσεις της με το οποίο χαρακτηρίζονται μεν από περιφερειακό ανταγωνισμό αλλά και στενή οικονομική συνεργασία, κυρίως στο διμερές εμπόριο και τον ενεργειακό τομέα. Η Άγκυρα εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις εξαγωγές φυσικού αερίου από το Ιράν και πρόσφατα μάλιστα υπέγραψε συμφωνία με το Τουρκμενιστάν για εισαγωγές φυσικού αερίου, το οποίο θα καταλήγει στην Τουρκία μέσω μιας συμφωνίας swap με το Ιράν.

Σε πρώτη ανάγνωση η «ιδανική» -αν όχι «ουτοπική»- λύση για την Τουρκία φαντάζει ο συνδυασμός ενός αποδυναμωμένου Ιράν και ενός αποδυναμωμένου Ισραήλ ταυτόχρονα, που θα της επέτρεπε να εμφανιστεί κυρίαρχος στην περιοχή. Η αποδυνάμωση, ωστόσο, της εξουσίας της Τεχεράνης θα άνοιγε το δρόμο για αυτονόμηση των Κούρδων του Ιράν, κάτι που έχει ήδη συμβεί στο Ιράκ και τη Συρία, και αρά υπάρχει ο κίνδυνος να είναι οι Κούρδοι της Τουρκίας οι επόμενη στη σειρά μετά το Ιράν.

Ανήσυχη για τις εξελίξεις στα σύνορά της, η Τουρκία παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα. Την ανησυχία της εντείνει και  το γεγονός ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει την πολιτική του Τραμπ, ο οποίος μπορεί να κάνει διαμετρικά αντίθετες δηλώσεις από τη μια στιγμή στην άλλη. 

Τις ημέρες που έπεφταν οι πύραυλοι στο Ιράν και το Ισραήλ, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επικοινώνησε δύο φορές τόσο τον Ντόναλντ Τραμπ, όσο και με τον Ιρανό πρόεδρο Μασούντ Πεζεσκιάν. Ο Τούρκος πρόεδρος επέμεινε ότι ο μόνος τρόπος για την επίλυση της διαμάχης για τα πυρηνικά του Ιράν είναι η διπλωματία και ο διάλογος. Αυτή θεωρούνταν στην πραγματικότητα η πιο βολική λύση για την Άγκυρα. Ο πρόεδρος Ερντογάν επανειλημμένα ανέφερε ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς την κατεύθυνση της διπλωματίας, αναλαμβάνοντας ένα ρόλο «διευκόλυνσης». Στο σημείο αυτό έχει σημασία η λεπτομέρεια στον όρο που χρησιμοποίησε: «διευκόλυνση» και όχι «διαμεσολάβηση». Πώς θα μπορούσε άλλωστε να διαμεσολαβήσει, όπως έκανε για παράδειγμα στην περίπτωση της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αφού δεν συνομιλεί με το έτερο αντιμαχόμενο μέρος, το Ισραήλ.

Η  Άγκυρα επιδιώκει να διευρύνει τον διπλωματικό της χώρο διατηρώντας ανοικτούς διαύλους με την κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ, ενώ στις σχέσεις τηςμε την Ευρώπη φιλοδοξεί να συμμετάσχει στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Για τους λόγους αυτούς δεν θέλει να βρεθεί παγιδευμένη στη ρευστότητα και τις διαμάχες της περιοχής, εμφανιζόμενη ότι είναι μέρος του Μεσανατολικού προβλήματος. Με αυτά τα δεδομένα και μετά και την ανάφλεξη με το Ιράν, η Τουρκία φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να καθορίζει την πολιτική της με βάση τις στιγμιαίες εξελίξεις, δηλαδή να υιοθετήσει μία στάση «βλέποντας και κάνοντας», όπως εκτιμά η Χαντέ Φιράτ της φιλοκυβερνητικής Hurriyet, γνωστή για τις επαφές της με κύκλους της τουρκικής προεδρίας.