Ο ελιγμός Ερντογάν, το μέλλον της Ουκρανίας και ο σινικός κίνδυνος
AP Photo
AP Photo

Ο ελιγμός Ερντογάν, το μέλλον της Ουκρανίας και ο σινικός κίνδυνος

Η ετήσια Σύνοδος της Ατλαντικός Συμμαχίας μπορεί για την Ελλάδα να επικεντρώθηκε στη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν και τις προσπάθειες να παγιωθεί η μετασεισμική νηνεμία των τουρκικών επιθετικών προκλήσεων αλλά οι ευρύτερες εξελίξεις που καταγράφηκαν έχουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον με ουσιώδεις επιπτώσεις και στην ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων.

Ας τα δούμε όμως όλα με τη σειρά.

Πρώτον, η εντυπωσιακή στροφή του Ερντογάν στο θέμα της Σουηδίας που πολλοί δυτικοί επικρότησαν ως την αρχή της αντιρωσικής του μετατόπισης δεν ήταν ούτε εντυπωσιακή, ούτε μεταστροφή. Όπως οι τουρκορωσικές σχέσεις δεν μετατοπίστηκαν δομικά με την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ το ίδιο θα συμβεί και με την ενδεχόμενη ένταξη της Σουηδίας που από στρατηγικής άποψης θα είναι λιγότερο επιβλαβής συγκριτικά με την αντίστοιχη φινλανδική ένταξη.

Σε ότι αφορά δε την άρση του τουρκικού βέτο ο Ερντογάν κατά τη δεύτερη ημέρα της συνόδου ξεκαθάρισε ότι η ψηφοφορία για την άρση του βέτο από την τουρκική Βουλή θα συμπέσει, (και συνεπώς συνδέεται) με την άρση του «βέτο» του αμερικανικού Κογκρέσου για την πώληση των F-16 Vipers στην Τουρκία.

Δεν πρόκειται συνεπώς για στρατηγική αλλαγή αλλά για τακτική μετατόπιση που επιχειρεί να μεγιστοποιήσει την πίεση στους συμμάχους της Ελλάδας στο Κογκρέσο χρησιμοποιώντας γελοία επιχειρήματα που η ελληνική διπλωματία θα έπρεπε ήδη να ανασκευάσει δημόσια. Δεν είναι δυνατόν να αφήνονται από πλευράς των Αθηνών αναπάντητες εξόφθαλμα ψευδείς δηλώσεις του Τούρκου Πρόεδρου ότι τα αμερικανικά F-16 δεν έχουν ποτέ χρησιμοποιηθεί κατά της Ελλάδας ενώ αυτό γίνεται εδώ και 30 χρόνια.

Η καθόλα επιθυμητή και ευκταία προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης βάσει των βημάτων που έθεσε ο πρωθυπουργός στο Βίλνιους δεν πρέπει να παρερμηνευθεί από ορισμένους κύκλους, ως αφορμή για την ανακοπή η την περαιτέρω καθυστέρηση λήψης κρίσιμων αποφάσεων για τις κορβέτες και τα F35 ή την αποδοχή συνεξαρτημένης διασύνδεσης (codependent linkage) της προμήθειας των πρώτων στην Ελλάδα και των δεύτερων στην Τουρκία όπως θα ήθελαν στελέχη του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Δεύτερον, η Ουκρανία απέτυχε στην επιδίωξη της να λάβει οδικό χάρτη ένταξης στο ΝΑΤΟ με τις ίδιες τις ΗΠΑ μα πρωταγωνιστούν σε αυτή την προσπάθεια εναντίον των ριζοσπαστικών φωνών που ακούγονταν από τις Βαλτικές και την Πολωνία. Η απόφαση αυτή ήταν αναπόφευκτη και οι λόγοι προφανείς ήδη από το 2014, όταν η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαϊκή, καθώς το καταστατικό της Συμμαχίας ορίζει ότι δεν μπορεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ κράτος που έχει ενεργή ή υφέρπουσα σύρραξη στο έδαφος της.

Εάν αυτή η αρχή καταστρατηγηθεί τότε η Ουκρανία την επόμενη ημέρα της ένταξης της μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 5 της Συμμαχίας περί αμοιβαίας συνδρομής για να διώξει τα ρωσικά στρατεύματα από την Κριμαία.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ θα πρέπει είτε να γυρίσει στα σύνορα του 2013 απελευθερώνοντας όλα τα εδάφη της ή θα πρέπει μέσω συνθήκης ειρήνης με τη Ρωσία να παραχωρήσει μέρος από αυτά. Και τα δύο αύρα σενάρια είναι σχεδόν αδύνατα βραχυμεσοπρόθεσμα.

Τρίτον, η αδυναμία ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ υποδηλώνει την επιλογή ενός διαφορετικού μοντέλου στρατηγικής σχέσης ρου Κιέβου με τους Ατλαντικούς εταίρους, προεξαρχουσών των ΗΠΑ, δεδομένου ότι είναι ακόμη πιο απίθανη η προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ. Αυτή η σχέση είναι η σχέση μετατροπής της Ουκρανίας σε ένα ένοπλο προπύργιο ενός ανανεωμένου αντιρωσικού συνασπισμού που θα βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση εφεδρείας εξοπλισμένο μέχρι τα δόντια και σε πλήρη στρατηγική σύμπλευση με τον συνασπισμό δυνάμεων υπό την Πολωνία που πλέον επιθετική εκδοχή για μέλλον των ρωσοδυτικών σχέσεων.Το πιθανότερο μέλλον της Ουκρανίας είναι εκείνο ενός ευρασιατικού Ισραήλ η μιας μεγάλης Φινλανδίας η ενός ρόλου  ανάλογου με εκείνον του αρχικού Ιράν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Τέταρτον, επειδή ακριβώς ελλείψει προοπτικής θεσμικής ενσωμάτωσης η Ουκρανία για να παραμείνει ένοπλο προπύργιο θα πρέπει να συνεχίσει να εξοπλίζεται από τη Δύση, η πρόθεση των Δυτικών να συνεχίζουν να λειτουργούν ως οι Amazon του ουκρανικού ΥΠΑΜ (όσο και εάν κάτι τέτοιο σκανδαλίζει τον Βρετανό υπουργό Άμυνας στον οποίο ανήκει ο ανωτέρω σαρκαστικός προσδιορισμός) θα εξαρτηθεί από την πρόοδο της ουκρανική αντεπίθεσης επί του πεδίου.

Μπορεί οι Νατοϊκοί να ορκίζονται την αταλάντευτη στήριξη τους στον κ. Ζελένσκι, αλλά όπως άφησε να εννοηθεί ο Βρετανός υπουργός άμυνας με τις καυστικές του δηλώσεις περί Amazon, αλλά και όπως το λέει ξεκάθαρα η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Βουλή ουδείς υπέγραψε μια λευκή επιταγή υπέρ του Κιέβου. Η πίεση των δυτικών κυβερνήσεων για άμεσα αποτελέσματα επί του εδάφους μπορεί να περιπλέξει την κατάστασή σε επιχειρησιακό επίπεδο όπως έδειξε η απειρία χρήσης της πολυτυπίας των δυτικών αρμάτων και ΤΟΜΠ στην αρχή της βαλτωμένης ουκρανικής αντεπίθεσης.

Εάν η ανικανότητα της ρωσικής στρατιωτικής ηγεσίας δεν ήταν οτοστόπ πρόδηλη η ουκρανική αντεπίθεση ίσως να μην είχε αρχίσει καν, αλλά η στάση του Wagner επιβεβαίωσε, παρά την ταχεία καταστολή της, το «μπάχαλο» που χαρακτηρίζει την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της Ρωσίας από τον σχεδιασμό της εκστρατείας έως σήμερα.

Πέμπτο και τελευταίο, η ΕΕ δεν έχειν κανένα απολύτως λόγο να σπρώχνει ακόμη εγγύτερα την οικονομική ισχύ της Κίνας προς την πλευρά της Ρωσίας. Το ανακοινωθέν του ΝΑΤΟ είχε υπερβολικά πολλές αναφορές στον «σινικό κίνδυνο», ο οποίος μέχρι στιγμής δεν έχει εμπλακεί ουσιαστικά στο ουκρανικό μέτωπο. Εάν η κινεζική πολεμική βιομηχανία ή εάν η κινεζική στρατιωτική βιομηχανική βάση κινητοποιηθούν υπέρ της Μόσχας, τα δεδομένα στο μέτωπο θα ανατραπούν άρδην.

Όσο η οικονομική αρτηρία των ρωσικών υδρογονανθράκικων εξαγωγών παραμένει ανοικτή, έστω και λαβωμένη, πρωτίστως λόγω της μείωσης των τιμών πετρελαίου κατά 20% σε σχέση με πέρσι, τόσο η ρωσική βιομηχανική στρατιωτική βάση θα συντηρεί τη ρωσική στρατιωτική μηχανή σε θέση επαρκούς άμυνας παρατείνοντας έναν πόλεμο φθοράς για όλες τις πλευρές. 

* Ο Δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας