Μπάιντεν: Επιστροφή στις παραδόσεις των Ρούζβελτ και Τζόνσον

Μπάιντεν: Επιστροφή στις παραδόσεις των Ρούζβελτ και Τζόνσον

Το ξεκίνημα της προεδρίας Μπάιντεν έχει συγκριθεί στις σελίδες των τριών σημαντικότερων αμερικανικών εφημερίδων (Wall Street Journal, New York Times, Washington Post) με τα ξεκινήματα των προεδριών των Φράνκλιν Ρούζβελτ, Λίντον Τζόνσον και Ρόναλντ Ρέιγκαν.  Οι τρεις αυτοί πρόεδροι πέρασαν νόμους, που άλλαξαν βαθιά τη σχέση του ομοσπονδιακού κράτους με την αμερικανική οικονομία και κοινωνία.  

Ο Μπάιντεν έχει ήδη περάσει τον φιλόδοξο νόμο περί πανδημίας κόστους $1,9 τρισεκατομμυρίων και φιλοδοξεί να προωθήσει δύο ακόμα νομοσχέδια περί υποδομών και περί στήριξης της οικογένειας, που θα προσθέσουν άλλα $4 τρισεκατομμύρια στις ομοσπονδιακές δαπάνες.  Σκοπεύει να πληρώσει για τις δαπάνες αυτές αυξάνοντας οριακά τους φόρους στις επιχειρήσεις και σε άτομα με ετήσιο εισόδημα πάνω από $400.000, καθώς και με αύξηση της φορολογίας κερδών από αύξηση της αξίας περιουσιακών στοιχείων. Η αύξηση των φόρων δεν θα είναι επαρκής, οπότε νέος ομοσπονδιακό δανεισμός θα αυξήσει το ομοσπονδιακό χρέος.

Κατά τη δεκαετία του 1930 εν μέσω της χειρότερης οικονομικής κρίσης της βιομηχανικής εποχής ο Φράνκλιν Ρούζβελτ με το Νιου Ντιλ έθεσε τις βάσεις του ομοσπονδιακού κοινωνικού κράτους των ΗΠΑ.  Επιπλέον εξασφάλισε την ηγεμονία του δημοκρατικού κόμματος για τρεισήμισι δεκαετίες.

Το 1964-1965 ο Λίντον Τζόνσον λειτούργησε ως συνεχιστής του Ρούζβελτ και προσέθεσε μεγάλους νέους πυλώνες στο ομοσπονδιακό κοινωνικό κράτος.  Ωστόσο η ραγδαία αύξηση των ομοσπονδιακών δαπανών και η συνεπαγόμενη αύξηση των φόρων υπονόμευσαν τον δυναμισμό της αμερικανικής οικονομίας.  Το αποτέλεσμα ήταν ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970.

Κατά τη δεκαετία του 1980 ο Ρόναλντ Ρέιγκαν μείωσε δραστικά τους φόρους και συνέχισε την πολιτική απελευθέρωσης αγορών που ξεκίνησε επί προεδρίας Κάρτερ, με αποτέλεσμα έκτοτε η αμερικανική οικονομία να έχει κατά μέσο όρο πολύ καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις μακροπρόθεσμα από ότι η Ευρώπη και η Ιαπωνία.  Επιπλέον εξασφάλισε οριακή ηγεμονία του ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις επόμενες δεκαετίες.  

Η εποχή του Ρέιγκαν έληξε με την καταστροφική προεδρία Τραμπ, ο οποίος απομάκρυνε το ρεπουμπλικανικό κόμμα από τις αρχές του Ρέιγκαν και το έχει βυθίσει σε θεωρίες συνομωσίες και άρνηση της πραγματικότητας για τις εκλογές του 2020. Λόγω Τραμπ το κόμμα του έχασε τη Βουλή των Αντιπροσώπων το 2018, την προεδρία το 2020 και τη Γερουσία στις αρχές του 2021.

Οι μέχρι σήμερα συνεχιζόμενες παντελώς αβάσιμες καταγγελίες του περί μαζικής νοθείας στις εκλογές του 2020 – 60 προσφυγές στα δικαστήρια απορρίφθηκαν ελλείψει στοιχείων ακόμα και από δικαστές που διόρισε ο ίδιος – δείχνουν ότι ο Τραμπ βάζει τον εαυτό του πάνω από το κόμμα του και την πατρίδα του.

Σε αντίθεση με τους Ρούζβελτ, Τζόνσον και Ρέιγκαν, ο Μπάιντεν δεν εξελέγη με σαρωτική εκλογική νίκη.  Το δημοκρατικό κόμμα έχασε έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων και έχει οριακή πλειοψηφία.  Στη Γερουσία τα δύο κόμματα έχουν από 50 έδρες, που δίνει τον έλεγχο του σώματος στους δημοκρατικούς, καθώς τυπικά πρόεδρος της Γερουσίας είναι η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις και καθορίζει το αποτέλεσμα σε ψηφοφορίες 50-50.

Στη Γερουσία κανονικά νομοσχέδια χρειάζονται ενισχυμένη πλειοψηφία των 60 από τους 100 γερουσιαστές για να περάσουν.  Εξαίρεση αποτελούν νομοσχέδια περί ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.

Την εξαίρεση αυτή χρησιμοποίησαν οι δημοκρατικοί για να περάσουν από τη Γερουσία τον νόμο περί πανδημίας και θα χρησιμοποιήσουν ξανά για τα νομοσχέδια περί υποδομών και περί στήριξης των οικογενειών, εφόσον μείνουν ενωμένοι.  Λόγω της ολέθριας προεδρίας Τραμπ πάντως οι δημοκρατικοί είναι ασυνήθιστα ενωμένοι και έχουν ισχυρό κίνητρο να παράγουν εντυπωσιακό νομοθετικό έργο

Ο Μπάιντεν ενδέχεται επομένως να επιστρέψει τις ΗΠΑ στις παραδόσεις του Ρούζβελτ και του Τζόνσον για τη διεύρυνση του ομοσπονδιακού κράτους.

Αν αυτό θα αποτιμηθεί θετικά στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 και στις εκλογές του 2024 θα εξαρτηθεί από το αν η διόγκωση των ομοσπονδιακών δαπανών και ελλειμάτων θα προκαλέσει πληθωρισμό και αναπτυξιακή στασιμότητα.  Τα μεγάλα ομοσπονδιακά ελλείματα των προηγούμενων δύο προεδριών πάντως δεν προκάλεσαν πληθωρισμό και δεν εμπόδισαν το αμερικανικό ομοσπονδιακό κράτος από το να δανείζεται με περίπου μηδενικά επιτόκια.  Ως πότε όμως;  

* Ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος ΔΣ του ΚΕΦΙΜ