Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά σε συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του 2021
To «μακρύ χέρι» της Τουρκίας στη Λιβύη
Turkish Presidency via AP, Pool
Turkish Presidency via AP, Pool
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά σε συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του 2021

To «μακρύ χέρι» της Τουρκίας στη Λιβύη

Επωφελούμενη του εθνικού διχασμού και της πολιτικής παράλυσης στην οποία παραμένει επί χρόνια βυθισμένη η Λιβύη, η Τουρκία κινείται σταθερά προς εδραίωση της παρουσίας της στη χώρα μέσω της διατήρησης στενών δεσμών με την προσωρινή κυβέρνηση της Τρίπολης που έχει καταλήξει... μόνιμη -αλλά μη νομιμοποιημένη να οριοθετεί θαλάσσιες ζώνες και να εγκρίνει έρευνες για υδρογονάνθρακες.

Στρατηγικός στόχος του Ερντογάν όσον αφορά τη Λιβύη ήταν και παραμένει η ενίσχυση της προβολής της Άγκυρας ως σημαντικής δύναμης στη Βόρεια Αφρική, η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων της και σαφώς η επέκταση επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και το υπογραφέν το 2019 νομικά ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Ουδείς αναμένει ότι στην τρίτη δεκαετία εξουσίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία θα απομακρυνθεί από αυτή την πολιτική, ούτε και από τη Λιβύη σύντομα. Πάντως, μπορεί να βαδίσει σε μία λεπτή γραμμή που θα… περνά και από τη Βεγγάζη, εν μέσω του ευρύτερου διπλωματικού «ανοίγματος» προς Αίγυπτο και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -χώρες με τις οποίες έχει βρεθεί σε αντίπαλα στρατόπεδα στη Λιβύη, καθώς ευνοούν τον εδρεύοντα στα ανατολικά στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ.

Τα ανακοινωθέντα περί τερματισμού των ξένων παρεμβάσεων και δρομολόγησης προεδρικών και βουλευτικών εκλογών που εκδόθηκαν σε διαδοχικές διεθνείς διασκέψεις για τη Λιβύη το 2020 και το 2021 έχουν αποδειχθεί «κενό γράμμα». Η διεθνής διπλωματία επιχειρεί έως και σήμερα ανεπιτυχώς να «στρέψει» τις αντιμαχόμενες πλευρές στη Λιβύη προς μία εκλογική αναμέτρηση με την ελπίδα ότι θα οδηγήσει σε ομαλοποίηση της κατάστασης και θα απομακρύνει τη διαρκή απειλή νέας διολίσθησης στη βία σε μία «χωρισμένη» στα δύο, εξαιρετικά ασταθή πετρελαιοπαραγωγό χώρα της Βόρειας Αφρικής.

Η Τουρκία πάτησε γερά «πόδι» στη Λιβύη προς υποστήριξη της εδρεύουσας στην Τρίπολη κυβέρνησης με την αποστολή στρατευμάτων όταν εκδηλώθηκε η ευρείας κλίμακας επιχείρηση των δυνάμεων του εδρεύοντος στα ανατολικά στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ για την κατάληψη της πρωτεύουσας.

«Αν είχαμε πάει αργά, ίσως η Τρίπολη να είχε πέσει. Όλοι ήταν στην άλλη πλευρά εκτός από εμάς. Στο τέλος, με τις προσπάθειές μας επετεύχθη ισορροπία και η πολιτική διαδικασία μπόρεσε να ξεκινήσει» δήλωσε προ ημερών ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Γιασάρ Γκιουλέρ. «Όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν θα υπάρξει λύση εκεί χωρίς την Τουρκία» σχολίασε με νόημα.

Ήδη από το 2020 ήταν στις επιδιώξεις της Άγκυρας να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις προς εξασφάλιση μόνιμης παρουσίας σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα του φιλοκυβερνητικού τουρκικού Τύπου προ τριετίας, συνεπώς δεν ήλθαν ως (μεγάλη) έκπληξη και οι νέες -μη επιβεβαιωμένες- πληροφορίες της Πέμπτης σε τουρκικά μέσα περί συμφωνίας Άγκυρας-Τρίπολης για παραχώρηση του λιμανιού της Χομς.

Τουρκικά μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο περί υπογραφής συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων Ερντογάν και Ντμπεϊμπά για την εκμίσθωση του λιμανιού της Χομς (μεταξύ Τρίπολης και Μισράτα) για 99 έτη προκειμένου να δημιουργηθεί στρατιωτική βάση, που κατά τις σχετικές αναφορές, θα στέγαζε τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη και συστήματα αεράμυνας.

To φιλοκυβερνητικό τουρκικό ειδησεογραφικό δίκτυο TGRT διάνθισε μάλιστα το ρεπορτάζ με αναφορές του τύπου ότι «η Τουρκία, που προκαλεί δέος με τις στρατιωτικές της τεχνολογικές δυνατότητες, και κάνει εντυπωσιακές κινήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο» επισφράγισε μία συμφωνία «που θα έχει έντονη απήχηση στην Ελλάδα».

Από πλευράς κυβέρνησης Ερντογάν δεν υπήρξε κάποια επίσημη δήλωση, ενώ η τουρκόφωνη υπηρεσία του ρωσικού δικτύου Sputnik μετέδωσε αργότερα πως σχετική συμφωνία δεν υφίσταται, επικαλούμενη τον εκπρόσωπο της κυβέρνησης της Τρίπολης, Μοχάμεντ Χαμούντα.

Ανάρτηση στο Twitter/X έκανε και το Τουρκικό Κέντρο Ναυτιλιακών και Παγκόσμιων Στρατηγικών -στην κεφαλή του οποίου βρίσκεται ο εμπνευστής του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», απόστρατος υποναύαρχος Τζιχάτ Γιαϊτζί. «Η Τουρκία νοίκιασε το λιμάνι της Χομς για 99 χρόνια προκειμένου να δημιουργήσει στρατιωτική βάση στη Λιβύη. Στο λιμάνι που θα παραχωρηθεί στο τουρκικό Ναυτικό και τις Χερσαίες Δυνάμεις της θα δημιουργηθεί μια στρατιωτική βάση για τις τούρκικες Ένοπλες Δυνάμεις. Με το λιμάνι που ενοικιάστηκε, η Τουρκία θα διασφαλίσει επίσης προληπτική άμυνα για τις τουρκικές ζώνες θαλάσσιας δικαιοδοσίας και ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει την ασφάλεια των εμπορικών πλοίων» αναφέρεται στο κείμενο της ανάρτησης.

Ο ίδιος ο Τούρκος υπουργός Άμυνας έχει ήδη παραδεχτεί ότι υπάρχουν στη Λιβύη πέντε εκπαιδευτικά κέντρα της Τουρκίας «στο πλαίσιο της στρατιωτικής εκπαίδευσης, της συνεργασίας και της παροχής συμβουλών», όπως είπε. «Εκπαιδεύουμε εκεί τους στρατιώτες της Δύσης, δηλαδή της νόμιμης κυβέρνησης. Επιπλέον, ιδρύθηκαν εκεί σχολές δοκίμων. Σε αυτά τα σχολεία, οι Λίβυοι στρατιώτες λαμβάνουν εκπαίδευση στα αραβικά και τα τουρκικά», ανέφερε ο Γκιουλέρ.

Βεγγάζη και ο παράγοντας Κάιρο

Ο πρόεδρος της Λιβύης, Μοχάμεντ αλ-Μένφι, και ο πρωθυπουργός Αμπντούλ Χαμίντ Ντμπεϊμπά, ήταν μεταξύ των πρώτων ηγετών που συνεχάρησαν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατόπιν της επανεκλογής του στην προεδρία της Τουρκίας, με τον Ντμπεϊμπά να δηλώνει αισιόδοξος ότι οι σχέσεις τους θα συνεχίσουν να «ανθίζουν».

Η υποστήριξη της κυβέρνησης της Τρίπολης προς τον Ερντογάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια στρατηγική κίνηση για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της τουρκικής στρατιωτικής βοήθειας στη συνεχιζόμενη σύγκρουσή της με τον Εθνικό Στρατό της Λιβύης, υπό τον στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ.

Η τουρκική κάλπη ήταν σημαντική για τη κυβέρνηση Ντμπεϊμπά, καθώς μία ενδεχόμενη επικράτηση της αντιπολίτευσης μπορεί να διατάρασσε ριζικά τις διμερείς σχέσεις. Πριν από τις εκλογές, ο Ουνάλ Τσεβικόζ, βασικός σύμβουλος επί Εξωτερικών Υποθέσεων του υποψηφίου της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, είχε υπαινιχθεί κατ' επανάληψη πως μία κεμαλική κυβέρνηση θα απέσυρε την υποστήριξη προς την κυβέρνηση της Τρίπολης και θα τερμάτιζε τη στρατιωτική βοήθεια.

Τώρα, ο Ερντογάν συνεχίζει την πολιτική του και μάλιστα η ανάληψη των ηνίων του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών από τον Χακάν Φιντάν προοιωνίζεται ακόμη καλύτερες σχέσεις, δεδομένου ότι ο πρώην επικεφαλής της ΜΙΤ είχε ενεργό ρόλο στη χάραξη των βημάτων της Άγκυρας στο μέτωπο της Λιβύης, είναι εξοικειωμένος με την περιοχή και μπορεί να ενισχύσει την ήδη ισχυρή τουρκική επιρροή.

Πέραν του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου και της επιδιωκόμενων από την Άγκυρα γεωτρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, οι δύο χώρες έχουν υπογράψει τα τελευταία έτη πλήθος στρατιωτικών συμφωνιών. Στο οικονομικό πεδίο, οι τουρκο-λιβυκές σχέσεις εκτείνονται μετεμφυλιακά και στον κατασκευαστικό τομέα της Λιβύης, με την κυβέρνηση Ντμπεϊμπά να αναθέσει σε τουρκικές εταιρείες έργα υποδομών και ανέγερσης κατοικιών.

Το ενδιαφέρον στοιχείο, όπως έχει υπογραμμίσει και σε πρόσφατη ανάλυσή του το εδρεύων στην Ουάσινγκτον think tank Carnegie Endowment for International Peace, είναι πως ταυτόχρονα με τη στενή συνεργασία με την κυβέρνηση στην Τρίπολη, η κυβέρνηση Ερντογάν ταυτόχρονα δείχνει να επιδιώκει «συμφιλίωση» με τη Βεγγάζη.

Η συνάντηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Άκιλα Σάλεχ, πρόεδρο του κοινοβουλίου με έδρα το Τομπρούκ και υποστηρικτή του Χαλίφα Χαφτάρ, σηματοδοτεί την προθυμία της Τουρκίας να συνεργαστεί και με τα ανατολικά. Ένα δείγμα ότι η Άγκυρα μπορεί να κινηθεί ταυτόχρονα προς περαιτέρω εμβάθυνση σχέσεων με την Τρίπολη και προσέγγιση με το Τομπρούκ ήταν και η παρουσία δεκάδων εταιρειών και επιχειρηματιών σε τουρκική εμπορική έκθεση στη Βεγγάζη.

Το άνοιγμα, ωστόσο, της Τουρκίας προς τις δυνάμεις που ελέγχουν την ανατολική Λιβύη θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και από τις τουρκο-αιγυπτιακές σχέσεις, οι οποίες παρά τις θετικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών (διορισμός πρέσβεων, επίσκεψη Τούρκου υπουργού Εξωτερικών), παραμένουν σε εκκρεμότητα, με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ- Σίσι να κρατά σε αναμονή τον Ερντογάν που επιθυμεί διακαώς την πραγματοποίηση της προαναγγελθείσας εδώ και μήνες συνάντησης σε επίπεδο προέδρων.