Η επέτειος της ανόδου Ερντογάν στην εξουσία και οι τουρκικές εκλογές
Shutterstock
Shutterstock

Η επέτειος της ανόδου Ερντογάν στην εξουσία και οι τουρκικές εκλογές

Συμπληρώθηκαν χθες 20 χρόνια από τότε που ο Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν ανέλαβε τα ηνία της Τουρκίας, αρχικώς ορκιζόμενος ως πρωθυπουργός. Έκτοτε, κυβέρνησε σχεδόν αδιατάρακτα, αφού απεμάκρυνε με υπομονή και επιμονή όλα τα εμπόδια, που ορθώθηκαν στον δρόμο του. Μάλιστα, αύξανε συνεχώς τα ποσοστά του επί σειρά εκλογικών αναμετρήσεων.

Οι προσεχείς βουλευτικές και προεδρικές εκλογές της 14ης Μαΐου δεν ομοιάζουν, όμως, με τις προηγούμενες. Αρχικώς, έχει μεσολαβήσει μία θητεία, κατά την οποία όλοι οι οικονομικοί δείκτες σημείωσαν σημαντική επιδείνωση. Υπενθυμίζεται ότι η ανάκαμψη της οικονομίας ήταν ένα βασικό προεκλογικό ατού του Έρντογαν στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Άλλωστε, η τότε κακή δημοσιοοικονομική κατάσταση ήταν ένας από τους βασικούς λόγους, που οδήγησαν στην άνοδό του στην εξουσία, τον Μάρτιο του 2003.

Επίσης. ο Τούρκος πρόεδρος έχει απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από τη Δύση. Κάποτε, εθεωρείτο ένας φιλοευρωπαϊστής πολιτικός, ο οποίος θα αντιμαχόταν το «βαθύ κράτος», φέρνοντας την Τουρκία όλο και πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σήμερα, ουδείς στις Βρυξέλλες συζητάει για το ενδεχόμενο πλήρους ένταξης της Άγκυρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, την ώρα που η Τουρκία συσφίγγει ολοένα και περισσότερο τους δεσμούς της με τη Ρωσσία. Η «Drang nach Osten» (πορεία προς Ανατολάς) του προέδρου Έρντογαν ξεκίνησε το 2016 και επιταχύνεται συν τω χρόνω.

Άλλωστε, η Άγκυρα εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό ενεργειακά από τη Μόσχα. Η νέα αυτή πραγματικότητα προκάλεσε τριγμούς στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, που έγιναν ακόμη εντονότεροι μετά την αγορά του ρωσσικού πυραυλικού συστήματος S-400 από τη γειτονική χώρα.

Η «απάντηση» της Ουάσινγκτον συνίστατο στον εξοβελισμό της Άγκυρας από το πρόγραμμα κατασκευής των πολεμικών αεροσκαφών F-35, αν και η Τουρκία είχε δώσει ένα σεβαστό ποσόν ως προκαταβολή και κατασκεύαζε ήδη τμήματα του εν λόγω αεροσκάφους σε εργοστάσια ευρισκόμενα στην επικράτειά της. Ο Τούρκος πρόεδρος προχώρησε στην υιοθέτηση μίας έντονης αντιδυτικής ρητορικής, ενώ έθεσε στο στόχαστρό του πλέον φανερά την Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν αποτελεί κοινό μυστικό ότι πολλοί αξιωματούχοι στις δυτικές πρωτεύουσες θεωρούσαν επικείμενη μία ελληνο-τουρκική σύρραξη προ του σεισμού, που έπληξε τη γειτονική χώρα, την 6η Φεβρουαρίου.

Το τελευταίο γεγονός, όμως, άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Κατέδειξε εκ νέου την ανεπάρκεια του τουρκικού κράτους να προστατεύσει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών του, την ώρα που ο Πρόεδρος Έρντογαν ετοιμαζόταν να εορτάσει πανηγυρικά την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας (το 1923) και διακηρύσσει σε όλους τους τόνους τον παγκόσμιο ρόλο που παίζει η χώρα επί των ημερών του.

Η εκκωφαντική «σιωπή» των νέων συμμάχων του (Ρωσσίας και Κίνας) σε αντιδιαστολή με την άμεση και ουσιαστική βοήθεια της Δύσεως (πρωτοστατούσης της Ελλάδος) διεμόρφωσαν ένα νέο κλίμα τουρκική κοινή γνώμη. Άλλωστε, μόνον η Δύση μπορεί να δώσει στην Τουρκία το μεγάλο ποσόν που απαιτείται για την επούλωση των πληγών και την ανοικοδόμηση της χώρας.

Ο δε πλήρης αιφνιδιασμός της τουρκικής πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας κατά τις πρώτες κρίσιμες ημέρες σε συνδυασμό με το μέγεθος της καταστροφής κλόνισαν την εικόνα του «στοργικού, προνοητικού και αδιάφθορου ηγέτη», που είχε προσεκτικά φιλοτεχνήσει ο Τούρκος Πρόεδρος.

Ταυτόχρονα, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη για συνεργασία μεταξύ των κομμάτων της πολυδιασπασμένης αντιπολιτεύσεως. Στο πλαίσιο αυτό, και μετά από τις δολιχοδρομήσεις και αμφιταλαντεύσεις της ηγέτιδος του «Καλού κόμματος» Μεράλ Ακσενέρ, οι επικεφαλής των έξι μεγαλυτέρων αντιπολιτευομένων κομμάτων κατέληξαν στην επιλογή του αρχηγού του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου ως κοινού υποψηφίου για τον προεδρικό θώκο.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις στην Τουρκία μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητός του αποτυπώνουν τη δυναμική που έχει αναπτύξει ανάμεσα σε ευρύτατα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας, αν και δεν έχει χαρισματική προσωπικότητα, ενώ έχει ηττηθεί επανειλημμένως από τον πρόεδρο Έρντογαν.

Υπενθυμίζεται ότι ο Κιλιντσάρογλου υπήρξε παιδί πολύτεκνης φτωχής οικογένειας. Περπατούσε ξυπόλητος για να πάει σχολείο, γι’ αυτό και συχνά το επικοινωνιακό του επιτελείο «συστήνει» στους cameramen και τους φωτογράφους να εστιάζουν στα πόδια του, προκειμένου να το θυμίζει συνειρμικά στους ψηφοφόρους. Άλλωστε, ο Κιλιτσντσάρογλου έγινε ευρύτερα συμπαθής, το 2017.

Τότε, ηγήθηκε της πορείας κατά των αθρόων συλλήψεων των πραγματικών ή υποθετικών συμμετεχόντων στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, κατά την οποία χιλιάδες άνθρωποι περπάτησαν από την Άγκυρα μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε άριστος μαθητής, απεφοίτησε από την Ακαδημία Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών της Άγκυρας και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως εφοριακός (το 1971), φθάνοντας να γίνει διευθυντής στο Υπουργείο Οικονομικών. Τέλος, διετέλεσε γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Θεωρείται αδιάφθορος, γεγονός που τον βοήθησε στην κομματική του ανέλιξη σε ένα κατά βάση συντηρητικό κόμμα, αν και ξεκίνησε από θιασώτης αριστερών πολιτικών σχηματισμών.

Κατόρθωσε να επιβληθεί ως υποψήφιος του συνασπισμού των έξι κομμάτων της αντιπολιτεύσεως, μολονότι η Ακσενέρ τρέφει προσωπική αντιπάθεια γι’ αυτόν, όπως είναι ευρέως γνωστόν. Η τελευταία υπαναχώρησε στην αρχική άρνησή της να τον στηρίξει, μετά από σφοδρές αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματός της και υποκύπτοντας σε «έξωθεν νουθεσίες» (σύμφωνα με αξιωματούχους του ΑΚΡ).

Μολαταύτα, η εκ μέρους της αμφισβήτηση της δυνατότητός του να κερδίσει τον Τούρκο Πρόεδρο προξένησε αρνητική εντύπωση. Πάντως, ο Κιλιντσάρογλου διατυπώνει μία εναλλακτική πρόταση έναντι της 20ετούς διακυβερνήσεως του Έρντογαν σε μία κοινωνία, που φαίνεται «διψασμένη» για αλλαγή.

Συν τοις άλλοις, επιχειρεί προδήλως να εκμεταλλευθεί τη φθορά που υπέστη το κυβερνητικό κόμμα (ΑΚΡ) από τους πρόσφατους σεισμούς, η οποία όμως δεν έχει αγγίξει ακόμη το πρόσωπο του ιδίου του Τούρκου Προέδρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κιλιντσάρογλου είναι αλεβίτης, γεγονός που είναι ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα. Οι αλεβίτες είναι το πλέον προοδευτικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, αλλά θεωρούνται αιρετικοί από τους πιστούς σουνίτες, οι οποίοι όμως είναι, ούτως ή άλλως, σε συντριπτικό ποσοστό οπαδοί και ψηφοφόροι του Τούρκου Προέδρου.

Χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να δημιουργεί πολιτικές φιλίες και πολλοί του πιστώνουν τη συγκρότηση της συμμαχίας της αντιπολιτεύσεως, αν και τα κόμματα που την απαρτίζουν χωρίζονται από αβυσσαλέο ιδεολογικό χάσμα. Στο πλαίσιο αυτό, έσπευσε να προβεί σε «ανοίγματα» προς τους Κούρδους, ο μεγαλύτερος πολιτικός σχηματισμός των οποίων (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών - ΗDP) είναι το τρίτο τη τάξει κόμμα σε εκλογική ισχύ.

Μολαταύτα, ένας από τους αρχηγούς του, ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, παραμένει στη φυλακή, κατηγορούμενος για σχέσεις με το ΡΚΚ, από το 2016. Ο Κιλιντσάρογλου θέλει να συνομιλήσει με αυτούς αλλά ενδεχόμενη φανερή συνεργασία μαζί τους θα μπορούσε να απομακρύνει τους ψηφοφόρους του «Καλού κόμματος», καθώς και του ισλαμιστικού κόμματος Σααντέτ (Κόμμα της Ευτυχίας). Την περασμένη Δευτέρα, ένα ηγετικό στέλεχος του HDP δήλωσε ότι το κόμμα θα στηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου μετά από «ξεκάθαρες και ανοικτές» συνομιλίες.

Η Ακσενέρ σημείωσε ότι δεν θα εναντιωθεί στο να ξεκινήσουν διάλογο τα άλλα κόμματα της αντιπολιτεύσεως με το HDP, αλλά δεν θα συμμετάσχει η ίδια στις συζητήσεις, ενώ απέκλεισε τη συμμετοχή στελεχών τoυ κόμματος των Κούρδων στην κυβέρνηση. Η άποψη αυτή προκάλεσε τη δικαιολογημένη αντίδραση του HDP, αξιωματούχοι του οποίου δήλωσαν ότι δεν θέλουν να τους αντιμετωπίζουν μόνον ως δεξαμενή ψήφων, δίχως να τους δίδουν κάποιο αντάλλαγμα.

Μολαταύτα, και οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι δυσκολεύονται να τους αποδεχθούν ως ισότιμους συνομιλητές, αν και προβαίνουν σε κινήσεις καλής θελήσεως, π.χ. το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάσισε την άρση του μπλοκαρίσματος της κρατικής επιχορήγησης προς το HDP, ύψους 539.000.000 τουρκικών λιρών (28.700.000 δολλαρίων). Ως γνωστόν, η διάκριση των εξουσιών στη γειτονική χώρα είναι μάλλον δύσκολη, με αποτέλεσμα πολλοί να θεωρήσουν την απόφαση αυτή απόπειρα της κυβερνήσεως όπως προσεταιρισθεί τους Κούρδους ψηφοφόρους.

Είναι απολύτως σαφές ότι δίχως την υποστήριξη του HDP ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο Πρόεδρος Έρντογαν το γνωρίζει καλά. Αν και έχει εξαπολύσει απηνή διωγμό εις βάρος πολλών στελεχών του κόμματος αυτού από το 2016, τελευταία σπεύδει να υπενθυμίσει ότι οι Κούρδοι έπεσαν μαζικά θύματα του «βαθέος κράτους», στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν δηλ. κυβερνούσαν οι κεμαλιστές. Στόχος του είναι, εναλλακτικά, η κάθοδος ενός υποψηφίου τους στις προεδρικές εκλογές προκειμένου να παζαρέψει ευκολότερα την επανεκλογή του στον β΄ γύρο.

Είναι σχεδόν βέβαιον ότι σε περίπτωση αποτυχίας να προσεγγίσει τις μεγάλες μάζες των Κούρδων ψηφοφόρων, το ΑΚΡ και ο Τούρκος Πρόεδρος προσωπικά θα στραφούν εναντίον τους, παίζοντας το εθνικιστικό χαρτί και κατηγορώντας την αντιπολίτευση για «συμπόρευση με την τρομοκρατία». Απώτερος στόχος του Προέδρου Έρντογαν θα είναι να προσελκύσει τους ψηφοφόρους του εθνικιστικού κόμματος της Ακσενέρ.

Η στάση της τελευταίας είναι το δεύτερο μεγάλο ερωτηματικό (μετά από αυτό της ψήφου των Κούρδων) των εκλογών της 14ης Μαΐου. Έχει γραφεί ότι η Ακσενέρ κατάγεται από οικογένεια μουσουλμάνων της Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Ιστορία και ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα μέχρι την ενασχόλησή της με την πολιτική.

Έχει διατελέσει υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση της Τανσού Τσιλέρ, την οποία αντιπολιτεύτηκε εσωκομματικά, όταν η τελευταία ήταν πολιτικά αποδυναμωμένη. Μετεπήδησε στο ΑΚΡ, όπου παρέμεινε επί έναν μήνα πριν ενταχθεί στο κόμμα των εθνικιστών υπό τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί (MHP). Εξελέγη με αυτό σε συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, διακρινόμενη για την επιθετική ρητορική κατά του Προέδρου Έρντογαν προσωπικά και τις σκληρές θέσεις της σε μία πλειάδα ζητημάτων, που της έδωσαν το προσωνύμιο «λύκαινα».

Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και τη μεταστροφή του Μπαχτεσλί υπέρ του ΑΚΡ, απεμακρύνθη από το ΜΗΡ και ίδρυσε τον δικό της πολιτικό σχηματισμό με την αρωγή ισχυρών οικονομικών παραγόντων και του λόμπυ των εταιριών του κατασκευαστικού κλάδου. 

Πάντως, ουδείς μπορεί να «ξεγράψει» τον Πρόεδρο Ερντογάν και οι όποιες εκτιμήσεις είναι ο λιγότερο βεβιασμένες, αν όχι επιπόλαιες. Έχει αποδείξει ότι ξέρει να ελίσσεται, έχει οικοδομήσει ένα πελατειακό κράτος, ενώ υπερισχύει επικοινωνιακά έναντι του βασικού αντιπάλου του, ο οποίος κάθε άλλο παρά χαρισματικός είναι. Αν και οι οπαδοί του Κιλιτσντσάρογλου τον παρομοιάζουν με τον Ινδό ηγέτη Μαχάτμα Γκάντι, η πρόσφατη προσπάθειά του να αποδείξει ότι διαθέτει ηγετικό προφίλ, ανεβάζοντας τους τόνους της κριτικής για την κυβερνητική πολιτική, που οδήγησε στην απώλεια χιλιάδων ζωών στον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου, μάλλον δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.

Η δημοτικότητα του Τούρκου Προέδρου παραμένει υψηλή, ενώ ο ίδιος θα διαχειριστεί κατά το δοκούν τη διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια, που εδόθη στην Τουρκία την επαύριο του σεισμού. Η δε οικονομική αρωγή ύψους 5.000.000.000 δολλαρίων της σουνιτικής δυναστείας των Σαούντ, που κυβερνάει τη Σαουδική Αραβία, καταδεικνύει την προτίμηση του Ριάντ για τον νικητή της προεδρικής εκλογής στην Άγκυρα. Τέλος, ο Πρόεδρος Έρντογαν αναπτύσσει στενή συνεργασία με μικρότερα εθνικιστικά και ισλαμιστικά κόμματα, ένα εκ των οποίων αμφισβητεί τον τρομοκρατικό χαρακτήρα της οργανώσεως «Χεζμπολάχ».

Εν κατακλείδι, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν ένα σαφές προβάδισμα στον Κιλιντσάρογλου, γεγονός που αυξάνει σημαντικά τον βαθμό δυσκολίας για την επανεκλογή του Έρντογαν. Μολαταύτα, ο τελευταίος διαθέτει μία συμπαγή εκλογική βάση, την πολιτική εμπειρία και τον πλήρη έλεγχο του κρατικού μηχανισμού (αλλά και της κεντρικής εκλογικής επιτροπής) προκειμένου να αλλάξει το κλίμα και να κερδίσει, έστω και οριακά, τις εκλογές.

Τέλος, πολλοί εκφράζουν αμφιβολίες κατά πόσον η αντιπολίτευση θα παραμείνει ενωμένη μέχρι την 14η Μαΐου. Άλλωστε, η σύμπραξη της Ακσενέρ δυσκολεύει τη συνεργασία με μικρότερα προοδευτικά κόμματα, όπως το Εργατικό κόμμα και το Κόμμα της Αριστεράς. Συνεπώς, είναι νωρίς ακόμη για να αποφανθεί κάποιος με βεβαιότητα για τον νικητή των διπλών (προεδρικών και βουλευτικών) εκλογών στην Τουρκία.

* Ο Δρ. Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών