Το δένδρο και το δάσος

Το δένδρο και το δάσος

Του Κώστα Χρυσόγονου

Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι το δένδρο, αν δεν το εξετάσει ως μέρος του δάσους. Κανείς δεν μπορεί να αναλύσει σε βάθος την επικαιρότητα, αν δεν την αντιληφθεί ως προέκταση του μακρού ιστορικού χρόνου. 

Πολυμελείς σχηματισμοί αντιμετωπίζουν μια φυσική δυσχέρεια στη λήψη αποφάσεων για τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος των μελών τους, αφού στερούνται βουλητική ενότητα και μοναδικότητα. Η πιο απλή απάντηση στο πρόβλημα είναι η ιεραρχία και γι΄ αυτό μορφές ιεραρχίας εμφανίζονται στις κοινωνίες όλων των θηλαστικών, μεταξύ των οποίων και στις ανθρώπινες.

Η διαφοροποίηση του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζωικά είδη ως προς αυτό, έγκειται στο ότι σε κάποιες ανθρώπινες κοινωνίες αναπτύσσονται συναινετικές/διαβουλευτικές διαδικασίες λήψης συλλογικών αποφάσεων. Οι κοινωνίες αυτές δεν παύουν όμως να αποτελούν την εξαίρεση στην ως τώρα διαδρομή του ανθρώπου. Και τούτο διότι η συλλογική λειτουργία, αν δεν συντελείται με όρους αγέλης, προϋποθέτει την οικοδόμηση ανθεκτικών θεσμών, δηλαδή συστημάτων ολόκληρων από δεοντολογικές αρχές/κανόνες που θα γίνονται σεβαστοί σε βάθος χρόνου και ανεξάρτητα από πρόσκαιρες σκοπιμότητες, πράγμα καθόλου εύκολο.

Ιστορικά η άνοδος μιας ανθρώπινης κοινωνίας σε ένα ανώτερο από το προηγούμενο επίπεδο θέσμισης και, σε παράλληλη πορεία, σε ένα αντίστοιχα ανώτερο επίπεδο συμβολικής λειτουργίας της ευνοείται όσο πιο σύνθετη καθίσταται η κοινωνία αυτή, με την πύκνωση του πληθυσμού και την εντατικοποίηση της οικονομικής (και κατ΄επέκταση της πολιτικής, πολιτισμικής κλπ) δραστηριότητάς του. Αντίθετα, όταν παρατηρείται μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και κατ΄ επέκταση απο-πολιτικοποίηση (π.χ. πτώση της εκλογικής συμμετοχής) και πληθυσμιακή αποψίλωση, τότε ενισχύονται οι ούτως ή άλλως εγγενείς σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία τάσεις αποθέσμισης, αυξάνονται τα επίπεδα παραβατικότητας σε σχέση με τους κάθε είδους κανόνες και οι κοινωνικές αντιθέσεις τείνουν να διευθετούνται με πιο υλικό και λιγότερο συμβολικό τρόπο. Σε μια παρόμοια συγκυρία εξάλλου μεγεθύνεται συνήθως και η ανομολόγητη κοινωνική ανοχή προς την παραβατικότητα, με αποτέλεσμα ενίοτε ακόμη και διαδικασίες που υποτίθεται ότι υπηρετούν τη θεσμοποίηση να καταλήγουν σε μια γενικευμένη αποδοχή περισσότερο υλικών μορφών παραβατικής συμπεριφοράς (π.χ. υποκατάσταση της βίαιης εγκληματικότητας στη θέση της αποκλειστικά οικονομικής εγκληματικότητας κ.ο.κ.).

Άλλο όμως η ιστορική συγκυρία και άλλο η ατομική πράξη. Ή, για να θυμηθούμε τον Ποιητή:

«Aδιάφορον: επάσχισεν αυτός,
όσο μπορούσεν αγωνίσθηκε.
Και μες στην μαύρη απογοήτευσί του,
ένα μονάχα λογαριάζει πια με υπερηφάνειαν· που, κι εν τη αποτυχία του,

την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο δείχνει.

Τ'άλλα— ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες.
Aυτή η Συρία— σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του,

αυτή είν' η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα». 

(Κ. Π. Καβάφης, Δημητρίου Σωτήρος, 162-150 π.χ.)