Τελειώνουν τα Μνημόνια;

Τελειώνουν τα Μνημόνια;

Του Θανάση Κοντογεώργη*

Η χώρα βρίσκεται υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο από το 2010.  Όταν ξεκίνησε η περιπέτεια της ελληνικής κρίσης και υπεγράφη η πρώτη δανειακή σύμβαση η εκτίμηση ήταν ότι το Μνημόνιο θα κρατούσε για δύο χρόνια το πολύ. Μετά, το 2012 χρειάστηκε νέο πρόγραμμα και αρκετοί πίστευαν ότι το 2014 θα είχαμε ξεμπερδέψει. Η αλήθεια είναι ότι φτάσαμε στο τέλος του 2014 πολύ κοντά σε ένα πιο χαλαρό πρόγραμμα (πιστωτική γραμμή με ενισχυμένους όρους) αλλά λόγω των πολιτικών εξελίξεων συμφωνήθηκε μέσα από μια επώδυνη διαδικασία ένα τρίτο πρόγραμμα που θα ισχύσει μέχρι και τον Ιούλιο του 2018. Πολιτικά κόμματα και αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτό θα είναι το τελευταίο μνημόνιο. Είναι, όμως, έτσι; Ας δούμε κάποια δεδομένα.

Η οικονομική βοήθεια των εταίρων εξασφαλίζει την πληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, την υποστήριξη του τραπεζικού συστήματος  καθώς και την πληρωμή μισθών και συντάξεων και άλλων αναγκών του δημοσίου. Όσο δεν μπορούμε να δανειστούμε από τις αγορές λόγω των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας, της εξέλιξης του χρέους και άλλων οικονομικών παραγόντων που συνδέονται και με την αξιοπιστία της χώρας, τόσο θα υπάρχει η ανάγκη να δανειζόμαστε από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης και το ΔΝΤ.

Η παροχή προγραμμάτων βοήθειας τόσο για το ΔΝΤ όσο και για την ΕΕ συνδέονται με τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας που αντιμετωπίζει χρηματοδοτικά προβλήματα και με ένα δεσμευτικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων. Ύστερα από την αναδιάρθρωση χρέους του 2012 και μετά τη δέσμευση των ευρωπαϊκών χωρών για έστω μερική διευθέτηση του ελληνικού χρέους μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος, πιθανολογείται μια ενταντικοποίηση των  προσπαθειών προς την κατεύθυνση αυτή. Τα επικρατέστερα σενάρια που εξετάζονται αφορούν μια παράταση 30-40 ετών στην περίοδο αποπληρωμής και παράταση περίπου 15-20 ετών στην περίοδο χάριτος, με ένα επιτόκιο κάτω του 1% (ελπίζουμε σταθερό).

Όπως προκύπτει από τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ καθώς και ανεξάρτητων ινστιτούτων , όπως το Bruegel,  με τη σκοπούμενη ως άνω αναδιάρθρωση, και αν αυτή συμφωνηθεί,  η σχέση Χρέος/ΑΕΠ θα μειωθεί περίπου στο 160% το 2018 και στο 140% το 2022.  Ο στόχος  για σχέση Χρέος/ΑΕΠ 120% μοιάζει ρεαλιστικός σε μια περίοδο δέκα ετών από σήμερα. Παράλληλα, η παράταση της περιόδου χάριτος περιορίζει αισθητά την υποχρέωση αποπληρωμής τόκων και επομένως τα διαθέσιμα για κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές μπορούν να αυξηθούν. Υπενθυμίζεται, ότι αν δεν μεσολαβούσαν τα γεγονότα του 2015 ο στόχος για 120%( που θεωρείται «όριο» βιωσιμότητας χρέους)  το 2020 θεωρείτο ρεαλιστικός και επιτεύξιμος

Σε περίπτωση που δεν υπάρξει ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μέσα στο χρόνο ισχύος του τρίτου προγράμματος, τότε  το 2018, δηλαδή το έτος λήξης και του τρίτου προγράμματος , η σχέση θα διαμορφώνεται κοντά στο 180-190% ενώ ανάλογα με το ρυθμό ανάπτυξης , την εξέλιξη το τραπεζικού συστήματος και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις μπορεί να κυμανθεί από 105%  (αισιόδοξο σενάριο) έως 140% (απαισιόδοξο σενάριο) το 2030.

Αυτό, όμως,  που κυρίως εξετάζεται και ακόμα δεν ομολογείται , είναι να δοθεί στην Ελλάδα τμηματικά η ελάφρυνση του χρέους της για να συνδεθεί με όρους μεταρρυθμιστικής πολιτικής που πρέπει να εφαρμόσει ΚΑΙ μετά τη λήξη του προγράμματος τον Ιούλιο του 2018.  Η σκέψη αυτή είναι έντονη μεταξύ των ευρωπαϊκών φορέων και κυβερνήσεων αφού, πέραν των πολιτικών παραμέτρων,  λίγοι είναι αυτοί που πιστεύουν, ότι μετά τα όσα έγιναν μέσα στο 2015 και τις νέες καθυστερήσεις το 2016,  θα μπορέσει η χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα και τουλάχιστον μέχρι το 2018, να έχει τα προσδοκώμενα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, να ανατάξει το τραπεζικό σύστημα και να διοχετευθούν πόροι στην πραγματική οικονομία, να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας και να προσελκύσει επενδυτές.

 Ακόμα , όμως, και αν αυτή η ανομολόγητη σκέψη δεν εκφραστεί ποτέ, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα με βάση τη σύντομη πολιτική και οικονομική μας προϊστορία αλλά και τις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες της χώρας, ότι φαντάζει πολύ δύσκολο η χώρα (ακόμα και αν ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης)  να μπορεί να είναι αυτοδύναμη στις αγορές στο τέλος του 2018 και να καλύπτει πλήρως τις υποχρεώσεις της   χωρίς να έχει την ανάγκη οικονομικής υποστήριξης των εταίρων μας.

Αν οι πολιτικοί ανταγωνισμοί και οι οικονομικές συνθήκες , όπως θα διαμορφωθούν από το βαθμό υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, δεν ευνοήσουν τότε είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει ανάγκη για ένα τέταρτο ελληνικό πρόγραμμα που θα εκτείνεται μέχρι το 2022, όταν και θα έχουμε τις μεγάλες λήξεις ομολόγων περίπου 22 δις και το θέμα της οριστικής διευθέτησης του ελληνικού χρέους θα παραπεμφθεί για τότε. Και αυτό, με την προϋπόθεση ότι οι χώρες της ευρωζώνης θα συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο σε μια περίοδο που είναι σίγουρο ότι θα έχουν ενισχυθεί το κύμα ευρωσκεπτικισμού. Σε ένα νέο πρόγραμμα το ΔΝΤ θα είναι πάλι παρόν αφού έτσι κι αλλιώς βάσει του άρθρου 13 της ιδρυτικής Συνθήκης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης θα χρειαστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ για την εξέταση του αιτήματος και  την έγκριση αυτού, ως προς την δυναμική της εξέλιξης του χρέους.

Σε ένα καλύτερο σενάριο, η χώρα θα αιτηθεί στο τέλος του 2018 μια «πιστωτική γραμμή με ενισχυμένους όρους» ( Enhanced Conditions Credit Line-ECCL) από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.  
Εφόσον  ο ESM συμφωνήσει για την παροχή της ECCL, αναθέτει στην Κομισιόν και στην ΕΚΤ (και στο ΔΝΤ αν απαιτηθεί) τη διαπραγμάτευση με τη χώρα για τους όρους που θα συνδεθούν με την πιστωτική γραμμή με ένα νέο Μνημόνιο, το οποίο όμως δεν είναι τόσο αναλυτικό και δεσμευτικό, όπως τα τρία πρώτα αλλά  μπορεί να περιλαμβάνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις που θα εξασφαλίζουν τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας. Μόλις υπογραφεί η σύμβαση αυτή με την ΕΕ τότε η χώρα θα βρεθεί σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας που δεν θα συνδέεται όμως με τη χρήση των διαθέσιμων κεφαλαίων. Σε πρώτη φάση η ECCL είναι διάρκειας ενός έτους, ενώ μπορεί να ανανεωθεί δύο φορές, για ένα εξάμηνο τη φορά , επομένως ακόμα και στο καλό σενάριο η χώρα θα εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό μέχρι και το 2021 από τους εταίρους της .
Και στις δύο περιπτώσεις είναι αρκετά πιθανό, ότι θα περιληφθούν στα συμβατικά κείμενα δεσμεύσεις που η χώρα ή θα αναλάβει για να συμφωνηθεί μια ελάφρυνση του χρέους ή θα είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση των εταίρων μας ότι τα χρήματά τους δεν θα πάνε χαμένα είτε σε ένα τέταρτο ελληνικό πρόγραμμα είτε με τη μορφή του ECCL.

Αν μάθαμε κάτι τα έξι χρόνια της κρίσης είναι ότι η μοίρα μας είναι κυρίως στα δικά μας χέρια,  εφόσον το θέλουμε και προσπαθήσουμε συστηματικά και με σχέδιο,  και ότι οι υποχωρήσεις των εταίρων μας γίνονται στον βαθμό εκείνο που αποκτούν βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιήσουμε τις υποσχέσεις μας, ότι είμαστε αξιόπιστοι. Όλα όσα αναφέρονται στο παρόν άρθρο δεν έχουν σκοπό να αποθαρρύνουν ή να απογοητεύσουν λόγω μιας πιθανής παράτασης των προγραμμάτων οικονομικής στήριξης. Σημασία έχει να γνωρίζουμε τα πιθανά δεδομένα προκειμένου  οι πολιτικές δυνάμεις να διαμορφώνουν ανάλογα τις πολιτικές σου, να εγκαταλείπουν τις μαγικές λύσεις  και να καλλιεργούν κουλτούρα συνεννόησης και διαλόγου χρήσιμη για τους πολίτες και τη χώρα,  προκειμένου να ξαναγίνουμε το συντομότερο δυνατόν κύριοι του εαυτού μας και της χώρας μας.


*Ο κ. Θ. Κοντογεώργης είναι νομικός, απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Πολιτικής «Κένεντυ» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Την περίοδο 2010-2014 διετέλεσε νομικός σύμβουλος και σύμβουλος στρατηγικής της ελληνικής κυβέρνησης.