Τάσος Γουδέλης: «Με ενδιαφέρει, κυρίως, να θίξω αυτό που μας διαφεύγει στις σχέσεις μας με την πραγματικότητα»

Τάσος Γουδέλης: «Με ενδιαφέρει, κυρίως, να θίξω αυτό που μας διαφεύγει στις σχέσεις μας με την πραγματικότητα»

«Θα έλεγα ότι υπάρχει ένας σχεδόν μόνιμος χώρος και χρόνος γέννησης μιας ιδέας, που έχουν κυκλοφορήσει και ως μοτίβα σε βιβλία μου. Συνήθως όταν βρίσκομαι μεταξύ ύπνου και αφύπνισης τις πρωινές ώρες, κάποια εικόνα ή μια φράση έρχεται απρόσκλητη (;). Τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά είμαι βέβαιος ότι ήδη κάτι έχει αρχίσει να λειτουργεί εσωτερικά. Δεν έχω γράψει ποτέ τη νύχτα, ούτε ασφαλώς σε εκείνη την μυθική ώρα των 4.30 το πρωί, για την οποία υπάρχει ένα ποιητικό δοκίμιο για τη συνήθεια γνωστών συγγραφέων (της Πλαθ, της Σιμπόρσκα, της Κέιν κ.α.) να δημιουργούν σε αυτό το μετέωρο σημείο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας.»

Ο Τάσος Γουδέλης έχει συνδέσει τη ζωή και το έργο του άρρηκτα με τη γραφή, τον κινηματογράφο και με το λογοτεχνικό περιοδικό «Το Δέντρο». Έχει γράψει συλλογές διηγημάτων, ανάμεσά τους «Πρωινή επίσκεψη», «Σκιές γυναικών, «Ο ύπνος του Άλφρεντ», «Η γυναίκα που μιλά» (κρατικό βραβείο Διηγήματος & βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω), το μυθιστόρημα «Οικογενειακές ιστορίες», μελέτες για σκηνοθέτες του κινηματογράφου, άρθρα για τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους και έχει διδάξει σενάριο και ιστορία του κινηματογράφου…

«Αυτό που με ενδιαφέρει, κυρίως, είναι να θίξω αυτό που μετεωρίζεται και μας διαφεύγει στις σχέσεις μας με την πραγματικότητα. Οι ιστορίες μου είναι ευκρινείς και σαφείς, μόνο που με απασχολούν σ’ αυτές τα “χάσματα” ανάμεσα στα συμβάντα, όπως θα ‘λεγε και ο Ρολάν Μπαρτ», θα μας πει στο Liberal και θα μας μιλήσει για λογοτεχνία πρωτίστως. Για ιστορίες, ήρωες, εμμονές, συγγραφείς, για τα κείμενά του που βρίσκονται για την ώρα στο συρτάρι:

«Έχω τελειώσει μια συλλογή (τί άλλο;) διηγημάτων. Αν και θα αποκαλούσα τον εαυτό “συγγραφέα γλώσσας”, δεν υιοθετώ ακραίες μοντερνικές λύσεις, ούτε αυτό που αποκαλούμε «ποιητική πρόζα». Στις κάποια πεζά μου περιγράφεται με σαφήνεια ακόμα και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές μου, σε άλλα επικεντρώνομαι μόνο σε εσωτερικές περιοχές, “ανιστορικές”. Όπως προείπα με ενδιαφέρει το άτομο ως φορέας γλώσσας και ύφους: στοιχεία μέσα από τα οποία υποστασιώνεται.»

Διαβάστε τον, ο κύριος Τάσος Γουδέλης έχει να μας διδάξει πολλά.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Γουδέλη, τι προηγείται στη ζωή και στην ψυχή σας, ο κινηματογράφος ή η λογοτεχνία;

Οι πρώτες επαφές μου με την κινηματογραφική εικόνα ήσαν μαγικές. Δεν αποτελώ εξαίρεση, βέβαια. Όλα τα παιδικά μάτια θαμπώθηκαν από την «οπτική μουσική» του κινηματογράφου. Αλλά και οι εικόνες των σελίδων που είχαν προηγηθεί από το διάβασμα ενός βιβλίου και οι επόμενες που με περίμεναν στο σπίτι και με έκαναν να αφαιρούμαι, συχνά, στο σχολείο, είχαν το ίδιο σχεδόν μερίδιο στην ανάγκη μου για «φυγή» προς το εξωπραγματικό. Στη συνείδησή μου, λοιπόν, οι αυτές τέχνες, λειτούργησαν παιδιόθεν μέσα από αντιστίξεις σε παράλληλο μοντάζ. Ρυθμοί, χρόνοι, αισθήσεις πραγμάτων, στάσεις, προερχόμενες από το κάδρο της οθόνης και από το αντίστοιχο της σελίδας, με διέπλασαν αργά και ισότιμα.

- Από το 1983 εκδίδετε με τον Κώστα Μαυρουδή και «Το Δέντρο», κυριολεκτικά μια ζωή, δεν είναι εύκολο αυτό, και ειδικά τα τελευταία χρόνια με το διαδίκτυο να μεσουρανεί. Επιστρέφουμε, όμως, σιγά σιγά στο θαυμαστό σώμα του περιοδικού, έτσι δεν είναι;

Ναι, είναι μεγάλη η έντυπη διαδρομή του περιοδικού. Μας έχει σφραγίσει. Γράφουμε, μεταξύ άλλων, στο editorial του τεύχους Νοεμβρίου: «[…] Όπως, λοιπόν, το-έντυπο- βιβλίο δεν έχει καταστεί συλλεκτικό αντικείμενο, επειδή διαθέτει ενέργεια και αδιαμφισβήτητο κύρος στην συνομιλία γραφής και ανάγνωσης, έτσι και το έντυπο περιοδικό συνεχώς ανανεώνει πολλαπλά την ίδια σχέση μεταξύ συγγραφέα και αποδέκτη. Ας μην διαθέτει τα αντανακλαστικά του ηλεκτρονικού μέσου στην ταχύτητα μετάδοσης του μηνύματος.

Όμως το ‘πρόβλημα είναι ότι τα σύγχρονα υλικά μέσα μοιάζουν να εξυπηρετούν περισσότερο την ταχεία διάδοση της πληροφορίας παρά τη διατήρησή της. Το βιβλίο υπήρξε κύριο μέσο διάδοσης ιδεών (σκεφθείτε τον ρόλο που είχε η τυπωμένη Βίβλος στην προτεσταντική Μεταρρύθμιση) αλλά ταυτόχρονα και μέσο διατήρησής τους’ έγραφε ο Ουμπέρτο Έκο».

- Κύριε Γουδέλη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Θα έλεγα ότι υπάρχει ένας σχεδόν μόνιμος χώρος και χρόνος γέννησης μιας ιδέας, που έχουν κυκλοφορήσει και ως μοτίβα σε βιβλία μου. Συνήθως όταν βρίσκομαι μεταξύ ύπνου και αφύπνισης τις πρωινές ώρες, κάποια εικόνα ή μια φράση έρχεται απρόσκλητη (;). Τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά είμαι βέβαιος ότι ήδη κάτι έχει αρχίσει να λειτουργεί εσωτερικά.

Δεν έχω γράψει ποτέ τη νύχτα, ούτε ασφαλώς σε εκείνη την μυθική ώρα των 4.30 το πρωί, για την οποία υπάρχει ένα ποιητικό δοκίμιο για τη συνήθεια γνωστών συγγραφέων (της Πλαθ, της Σιμπόρσκα, της Κέιν κ.α.) να δημιουργούν σε αυτό το μετέωρο σημείο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Κατά τα άλλα ο τόπος συγγραφής είναι κοινότοπος: σε ένα γραφείο χωρίς θέα (διαφορετικά το ωραίο τοπίο έξω από κάποιο παράθυρο θα με αποσπούσε) και, κυρίως, χωρίς την ακρόαση μουσικής (γιατί αυτή είναι το εσωτερικό ζητούμενο της γραφής).

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όπως είπα προηγουμένως, αρκεί μια εικόνα, ακόμα και συγκεχυμένη, η οποία, όμως, με παρακινεί να την εκμεταλλευθώ. Μπορεί και μια αόριστη φράση που με κινητοποιεί παράξενα. Οι «έτοιμες» ιστορίες (μιλώ πάντα για την φόρμα του διηγήματος) με την αριστοτελική δομή, μου προκαλούν αμηχανία. Θα μπορούσα, πιθανόν, όπως έλεγε ο Μπόρχες, να τις χρησιμοποιήσω ειρωνικά ως περίληψη ενός μυθιστορήματος, αλλά σπάνια ως υλικό μικρής φόρμας.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Κανένα βιβλίο μου δεν γράφτηκε με «αλλόκοτο τρόπο». Ένα από τα τελευταία, ανέκδοτα διηγήματά μου μόνο, γράφτηκε σχεδόν αυτοματικά, υπαγορευμένο από κάτι εντελώς αυθόρμητο, το οποίο είχε ως αφετηρία, όμως, μία εικόνα συγκεκριμένη. Όσο για την πολυσυζητημένη «έμπνευση», γενικά, να θυμίσω το περιστατικό (το οποίο αναφέρω συχνά) με τον Λαμαρτίνο και τη συγγραφή της «Λίμνης» του.

Σύμφωνα με τον Έκο, ο γάλλος συμβολιστής διηγόταν ότι συνέλαβε και συνέθεσε μέχρι κεραίας το κλασικό ποίημά του περνώντας μέσα από ένα πυκνό δάσος κάτω από σφοδρή καταιγίδα. Στα κατάλοιπά του, όμως, βρέθηκε το χειρόγραφο της «Λίμνης»… ταλαιπωρημένο από τις διορθώσεις.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Το θέμα της γλώσσας με απασχολεί ιδιαίτερα, εμμονικά, όπως και τα υφολογικά σχήματα και τεχνάσματα. Δεν υιοθετώ την αυτόματη γραφή, αλλά ούτε και τη ρεαλιστική γραφή, στις περισσότερες περιπτώσεις. Αυτό που με ενδιαφέρει, κυρίως, είναι να θίξω αυτό που μετεωρίζεται και μας διαφεύγει στις σχέσεις μας με την πραγματικότητα. Οι ιστορίες μου είναι ευκρινείς και σαφείς, μόνο που με απασχολούν σ’ αυτές τα «χάσματα» ανάμεσα στα συμβάντα, όπως θα ‘λεγε και ο Ρολάν Μπαρτ.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Όλες οι ιστορίες έχουν ενδιαφέρον, ακόμα και οι εκ πρώτης όψεως κοινότοπες. Αυτό που έχει σημασία, νομίζω, είναι ο τρόπος αφήγησής τους. Ο Χάρολντ Πίντερ έλεγε ότι μπορούσε να γράψει ένα έργο με δεδομένα ένα κλειστό χώρο και ένα ή δύο άτομα αγνώστων βιογραφικών.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Αυτό που προέχει, όπως, είπα, είναι ο λόγος, η γλώσσα στην οποία εκφέρεται κάτι. Οι «χαρακτήρες», τα φύλα, αποκτούν υπόσταση μέσα από τον τρόπο, το ύφος που θα εκφράσουν κάτι. Φυσικά, υπάρχουν και πρόσωπα (του ενός ή του άλλου φύλου) με «παράλογο» εξ ορισμού ιστορικό, το οποίο, όμως, αποκτά κύρος μόνο μέσα από μια ανάλογη γλωσσική διαπραγμάτευση.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Συνήθως οι ήρωες προέρχονται από καταστάσεις, όπως ήδη υπαινίχθηκα, οι οποίες πιστεύω ότι μπορούν να αποκτήσουν ενδιαφέρουν μέσα από μικρές, ελάχιστες ψυχικές μετακινήσεις, εκφραστικές ενός ιδιαίτερου, αποκλειστικού κόσμου. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο μπορεί να γεννηθεί το «αλλόκοτο»…

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε; Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Ήταν ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι, που διάβαζα, νεαρός, παράλληλα με το Έγκλημα και τιμωρία. Ανεπανάληπτες αναγνωστικές εμπειρίες από σελίδες που περιέγραφαν με τρόπο καθηλωτικό την εξαΰλωση, την πτώση, την καταβύθιση στα αινίγματα του ψυχισμού, με εκστατική, συντριμμένη διάθεση και σκηνοθεσίες σε σκηνικά δαντικά, με κατακλείδα, όμως, την αγωνία για την σύλληψη της Ομορφιάς.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Είναι πολλοί. Θα ξεχώριζα από πεζογράφους τον Κάφκα, τον Προυστ, τον Τζόις και τον Μπόρχες. Από ξένους ποιητές πλήθος… και από Έλληνες τους δύο μεταπολεμικούς, τον Νίκο Καρούζο και τον Τάσο Λειβαδίτη της τελευταίας περιόδου του. Θα χρειαζόμουν μεγάλο χώρο για να μιλήσω αναλυτικά περί αυτών. Πιστεύω ότι οι δύο τελευταίοι μαζί με κάποιες κινηματογραφικές «αφηγήσεις» με έχουν επηρεάσει υφολογικά βαθύτατα.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Έχω τελειώσει μια συλλογή (τί άλλο;) διηγημάτων. Αν και θα αποκαλούσα τον εαυτό «συγγραφέα γλώσσας», δεν υιοθετώ ακραίες μοντερνικές λύσεις, ούτε αυτό που αποκαλούμε «ποιητική πρόζα». Στις κάποια πεζά μου περιγράφεται με σαφήνεια ακόμα και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές μου, σε άλλα επικεντρώνομαι μόνο σε εσωτερικές περιοχές, «ανιστορικές». Όπως προείπα με ενδιαφέρει το άτομο ως φορέας γλώσσας και ύφους: στοιχεία μέσα από τα οποία υποστασιώνεται.