Τα αίτια της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες και η διέξοδος. Μύθοι και πραγματικότητα

Τα αίτια της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες και η διέξοδος. Μύθοι και πραγματικότητα

Του Γιάννου Γραμματίδη*

Θα προσπαθήσω να διαπραγματευτώ το θέμα «Τα αίτια της οικονομικής κρίσης, οι συνέπειες και η διέξοδος. Μύθοι και πραγματικότητα». Το δεύτερο μέρος του θέματος είναι ακόμα πιο δύσκολο, γιατί ζούμε σε περιβάλλον γενικευμένων μύθων κι αναληθειών, με αποτέλεσμα τη σύγχυση ως προς τα συστατικά της πραγματικότητας. Μέσα σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον θα επιχειρήσω μια προσέγγιση αυτονόητων στοιχείων, διαπιστώσεων και προτάσεων, διακινδυνεύοντας η προσέγγιση αυτή να παρερμηνευθεί σαν αιρετική. Λυπηρό όμως που σήμερα είτε απουσιάζουν τα αυτονόητα, είτε βάλλονται ως αιρετικά.

Η χώρα μας διέρχεται μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της μεταπολεμικής ιστορίας της. Ταλαιπωρημένη από καλπάζουσα διαρθρωτική κατάρρευση εξαιτίας ανισόρροπων οικονομικών πολιτικών. Μαστιζόμενη από μια βαθιά κοινωνική κρίση που είναι αποτέλεσμα επίσης αυτών των πολιτικών, ταπεινωμένη κι απαξιωμένη στα μάτια της παγκόσμιας κοινότητας για λόγους που δεν την αφορούν και που δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα, ήδη σύρεται σε μια επικίνδυνη ατραπό που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τόσο την κρατική της λειτουργία και την εθνική της υπόσταση και κυριαρχία, όσο και την ευρωπαϊκή της προοπτική.

Έκφραση της αδιέξοδης αυτής κατάστασης, ανάμεσα σε άλλα, αποτελούν οι ουρές συμπατριωτών μας μπροστά στους κάδους απορριμμάτων και στα κοινωνικά συσσίτια και παντοπωλεία, οι τραγικές συνθήκες επιβίωσης των συνταξιούχων, των μισθωτών και των ανέργων, η μετανάστευση χιλιάδων νέων ανθρώπων, η έλλειψη προοπτικής για την αυριανή μέρα, ούτε καν τον επόμενο μήνα.

Έκφραση ακόμη αποτελεί το προβληματικό χρηματοπιστωτικό μας σύστημα με υπολειτουργούσες και ουσιαστικά και πάλι υπο-κεφαλαιοποιημένες τράπεζες και με βαρύτατο έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων, οι χιλιάδες κλεισμένες επιχειρήσεις, η απόγνωση όσων για μια ολόκληρη ζωή άνοιγαν μαζί με τους εργαζομένους τους επιτυχημένα και αξιόπιστα επαγγελματικά μονοπάτια, η εγκαταλελειμμένη βιομηχανία μας με τα κλειστά εργοστάσια, αλλά και τα άδεια κρατικά ταμεία μαζί με το γιγαντιαίο δημόσιο χρέος και σε συνδυασμό με ένα διαλυμένο και αναποτελεσματικό ασφαλιστικό σύστημα.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προστέθηκε και η ανάληψη βαρύτατων υποχρεώσεων της χώρας στα πλαίσια ενός νέου μνημονίου που χαρακτηρίζεται από αντιαναπτυξιακές και άκρως υφεσιακές ρυθμίσεις που επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο πολίτες κι επιχειρήσεις.

Με άλλα λόγια, αυτά αποτελούν την επιτομή της οικονομικής και της κοινωνικής μας πτώχευσης. Μπορεί το GREXIT να μην αποτελεί επιλογή, παραμένει όμως σήμερα παρά ποτέ μια αιωρούμενη απειλή με ένα χρέος που θα προσεγγίσει το 190% του ΑΕΠ μέσα στο 2016. Ένα τέτοιο χρέος φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δεν είναι πια διαχειρίσιμο. Είναι έτσι;

Πώς φθάσαμε όμως ως εδώ;

Η τρέχουσα βαθιά οικονομική κρίση της χώρας μας δεν αποτελεί αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008-2009, αλλά είναι αναπότρεπτη εσωτερική κρίση, συνέπεια ενός αντιπαραγωγικού μοντέλου οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, πάντως σίγουρα από τη μεταπολίτευση ως και σήμερα. Ένα μοντέλο με δομικές αδυναμίες, όπως η επιχειρηματική εσωστρέφεια, που σημαίνει μικρό ποσοστό εξαγωγών στο ΑΕΠ, η προσανατολισμένη στην εγχώρια αγορά παραγωγή με αποτέλεσμα την ανισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο μεγάλος, βαθύς κι αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας και το μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Όπως ακόμα το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν συντελεί στη διαμόρφωση χαρακτήρων, δεν προτείνει την κριτική σκέψη, δεν προάγει την αριστεία, δεν είναι συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας και υστερεί σε έρευνα κι ανάπτυξη. Όπως το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον. Τέλος, ο ανορθόδοξα δομημένος πρωτογενής τομέας, οι ανεκμετάλλευτες τουριστικές δυνατότητες της χώρας και ο ταλαιπωρημένος τομέας του κλασσικού και σύγχρονου πολιτιστικού μας προϊόντος. Πάνω δε από όλα αυτά ένα γιγαντιαίο και λαβυρινθώδες κράτος, πανάκριβο στη λειτουργία του κι εν τούτοις δυσκίνητο κι αναποτελεσματικό, βασισμένο στη σιγουριά της μονιμότητας των λειτουργών του και στο αποτρεπτικό κάθε προόδου σύνολο των διοικητικών μικροδομών που έχουν κάνει τη δική τους συνωμοσία σε βάρος των πολιτών και της κοινωνίας. Όλα αυτά κι άλλα πολλά δομικά προβλήματα είχαν σαν συνέπεια τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, τη μείωση της εθνικής αποταμίευσης, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και το χαμηλό ποσοστό ξένων επενδύσεων.

Γιατί όμως κι από ποιους επελέγη αυτό το παρωχημένο κι αντιαναπτυξιακό οικονομικό μοντέλο; Αβίαστα η απάντηση δείχνει το ανεξάρτητα από ιδεολογικές κατευθύνσεις πολιτικό προσωπικό των κομμάτων εξουσίας, όπως αυτά διαμορφώνονταν από καιρό σε καιρό, πού ήταν κατά κύριο λόγο υπεύθυνα για την εκάστοτε χάραξη κυβερνητικής πολιτικής. Ήταν επιλογή του προσωπικού αυτού η επέκταση του κράτους σε κάθε χώρο παραγωγής πλούτου σε σημείο πού να καλύπτει το 60% του ΑΕΠ. Ένα 40% μόνο παράγεται από τον ιδιωτικό τομέα. Δεν στέκομαι δε μόνο στο αδιάψευστο γεγονός ότι το κράτος υπήρξε πάντα και παντού κακός διαχειριστής του εθνικού πλούτου, αλλά κύρια στο ότι δεν άφηνε χώρο για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όταν ο ιδιώτης είναι κατά τεκμήριο καλός και με κίνητρο το έντιμο κέρδος διαχειριστής των παραγωγικών διαδικασιών. Αν σκεφθεί κανείς επίσης ότι το κράτος, παράλληλα με τις αντιπαραγωγικές του δραστηριότητες, διατηρούσε και διατηρεί την επιχειρηματικότητα δέσμια μίας αφόρητης γραφειοκρατίας κι ενός συστήματος εσκεμμένων εμποδίων στην ανάπτυξή της, εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ελληνική οικονομία ήταν, και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι, η τελευταία σοβιετική οικονομία της σύγχρονης Ευρώπης. Μία οικονομία που παγίδευε ελεύθερους πολίτες, στην ουσία στερώντας τους τη συνταγματικά κατοχυρωμένη άσκηση των δικαιωμάτων τους στην οικονομική δραστηριότητα. Μια άσκηση δικαιωμάτων που δυσχεραινόταν ακόμα περισσότερο από ένα δυσκίνητο δικαστικό σύστημα που διαιώνιζε την επίλυση των επιχειρηματικών διαφορών σε σημείο οιωνοί αρνησιδικίας, παρά τις προσπάθειες των λειτουργών του δικαστικού σώματος. Μια άσκηση δικαιωμάτων που δυναμιτιζόταν επίσης από ένα πλέγμα διαφθοράς σε όλο το φάσμα της δημόσιας και πολιτικής διοίκησης. Ένα μοντέλο δηλαδή ανισοτήτων που με κάνει να θυμάμαι τις λέξεις του μεγάλου μου φίλου κι ευπατρίδη Θεόδωρου Παπαλεξόπουλου ότι το μοντέλο αυτό επέτρεπε κι εξακολουθεί να επιτρέπει στο κράτος ανενδοίαστα να αυτοεξαιρείται κάθε βάρους και υποχρέωσης που το ίδιο επιβάλλει στους πολίτες. Είναι τουλάχιστον ειρωνεία το κράτος να καταδυναστεύει εκείνους που αποτελούν τη βάση και τον λόγο ύπαρξής του, από τους οποίους αντλεί το διαχειριστικό του δικαίωμα και υπέρ των συμφερόντων των οποίων οφείλει να ασκεί την έτσι δοτή εξουσία του. Η επιβίωση της επιχειρηματικότητας και μαζί με αυτήν η παραγωγή εθνικού πλούτου εξαρτιόταν κι ακόμα εξαρτάται από τις διαθέσεις του δημόσιου και του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το ότι η οικονομική και πολιτική συναλλαγή εξέθρεψε και παγίωσε στην εξουσία εκείνο το πολιτικό προσωπικό που υπήρξε ο κύριος υπαίτιος της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας και της εξαθλίωσης των πολιτών της.

Ας κάνουμε όμως μαζί απόψε μερικές παρατηρήσεις:

Ας παρατηρήσουμε την εξέλιξη του δημόσιου χρέους από το 2001 μέχρι και σήμερα, που διαμορφώνεται αυξητικά από το 100% στο 180% του ΑΕΠ, άλλοτε με αυξανόμενο κι άλλοτε με μειούμενο ΑΕΠ. Το συμπέρασμα από την παρατήρηση είναι ότι η πορεία του δημόσιου χρέους διαμορφώνεται δυσανάλογα με τη διαμόρφωση του ΑΕΠ και κυρίως ότι παρουσιάζεται δραματική αύξησή του ακόμα και σε περιόδους αύξησης του ΑΕΠ που μοιάζει τεχνικά αδικαιολόγητο.

ΓΙΑΤΙ;

Μια δεύτερη παρατήρηση είναι στην εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα σε σχέση με την εξέλιξη του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2001 – 2010, όπου, ξεκινώντας με ΑΕΠ 152 δισ. μέχρι και 226 δισ., ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίας παραμένει στην περιοχή του 9 με 10%. Και να σκεφθεί κανείς ότι στο ενδιάμεσο διάστημα, δηλ. στο 2008 και 2009 το ΑΕΠ ανέβηκε στην περιοχή των 240 δισ. ευρώ. Το συμπέρασμα από αυτήν την παρατήρηση είναι ότι παρά τη δραματικά αυξητική πορεία του ΑΕΠ, ο μέσος όρος της ανεργίας παραμένει σταθερά στην ίδια κατά μέσο όρο περιοχή του 10%, ενώ θα έπρεπε να μειώνεται λόγω της μεγαλύτερης παραγωγής πλούτου.

ΓΙΑΤΙ;

Μια τρίτη παρατήρηση που δανείζομαι από τον Δημήτρη Ιωάννου στο έργο του «Ανατέμνοντας την κρίση» είναι ότι από το 2000 η συμμετοχή του κλάδου των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών στο ΑΕΠ ήταν εξόχως ρευστή κινούμενη στην περιοχή μεταξύ 19% και 25%. Ας αναλογισθεί κανείς ότι η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος προέρχεται από αυτόν τον κλάδο, όπου μόνο η σταθερή ετήσια συμμετοχή του τουλάχιστον κατά 35% στο ΑΕΠ θα ήταν δυνατό να εδραιώσει μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Το συμπέρασμα από αυτήν την παρατήρηση είναι ότι η απίσχναση του παραγωγικού ιστού της χώρας οφείλεται στο δομικό πρόβλημα της υπερίσχυσης του κλάδου των μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων έναντι εκείνου των διεθνώς εμπορεύσιμων που, σε συνδυασμό με την εξ αυτού του λόγου στρεβλή υπερκατανάλωση, απετέλεσε μια από τις καίριες αιτίες της έξαρσης τόσο του ιδιωτικού, όσο και του εξωτερικού δανεισμού.

ΓΙΑΤΙ;

Μια τέταρτη ειδικότερη παραδειγματική παρατήρηση είναι πάνω στη συμμετοχή του ασφαλιστικού στην αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Ο προϋπολογισμός χρειάζεται να μεταφέρει σε ετήσια βάση περίπου το 10% του ΑΕΠ για να καλύψει το κενό του ασφαλιστικού συστήματος, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 2½%. Ενός δηλαδή μοιραίου και μη βιώσιμου συστήματος, όπου 2.900.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα καλούνται να στηρίξουν 700.000 εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, 1.150.000 ανέργους και 2.700.000 συνταξιούχους, μία αναλογία δηλαδή 1:1,5. Το συμπέρασμα από αυτήν την παρατήρηση είναι ότι το ασφαλιστικό μαζί με τη μισθοδοσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι σήμερα πια οι βασικότεροι παράγοντες πού ευθύνονται για τη θηριώδη διόγκωση του δημόσιου χρέους της χώρας.

ΓΙΑΤΙ;

Οι τέσσερις αυτές ανεξάρτητες, αλλά απολύτως ενδεικτικές, παρατηρήσεις δείχνουν ότι στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει μια κακοήθης υπερπλασία, ένα βαθύ δομικό πρόβλημα που εμποδίζει την ανάπτυξη και αυξάνει την έκθεση της χώρας στον κίνδυνο της συνέχισης της υπερχρέωσης.

Όμως το οικονομικό μοντέλο μιας χώρας διαμορφώνεται από κυβερνητικές επιλογές που στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν συνειδητές πολιτικές επιλογές.

Έτσι φθάσαμε στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009, που απεκάλυψε τα εγγενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που μέχρι τότε κρύβονταν κάτω από το χαλί.

Ήταν το 2010, οπότε η τότε ελληνική κυβέρνηση, ανεύθυνα, χωρίς σχέδιο και ουσιαστική διαπραγμάτευση, έβαλε πρώτα αριθμητικούς δημοσιονομικούς στόχους και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη διαμόρφωση του μείγματος των μέτρων για την επίτευξή τους. Δεν ασχολήθηκε δηλαδή με την ουσία του προβλήματος που ήταν το στρεβλό της οικονομικό πρότυπο που θα έπρεπε να αλλάξει για να κερδίσει η οικονομία την ανταγωνιστικότητά της κι έτσι να ανταποκριθεί η χώρα στις επιταγές των στόχων της. Δεν ασχολήθηκε με τη μείωση των κρατικών δαπανών και του ίδιου του κράτους, ούτε με τις μεταρρυθμίσεις πού θα είχαν ένα ευεργετικό για την οικονομία αποτέλεσμα, παρά μόνο με την επιβολή βαριάς φορολογίας σε ιδιώτες κι επιχειρήσεις, συνταξιούχους και μισθωτούς. Από την πρώτη ημέρα που μπήκε η Ελλάδα στο Μνημόνιο, οι κυβερνήσεις χωρίς εξαίρεση μέχρι σήμερα –και κυρίως σήμερα– «εξαγοράζουν» μεταρρυθμίσεις προτείνοντας περισσότερα δημοσιονομικά μέτρα κατά τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, θεωρώντας ότι αυτό έχει μικρότερο πολιτικό κόστος. Έτσι υιοθετήθηκε και η πρακτική των «ταμειακών ισοδύναμων», όπου κάθε μέτρο παράγει ένα ταμειακό αποτέλεσμα και, συνεπώς, για να καταργηθεί πρέπει να υιοθετηθεί ένα άλλο μέτρο που να έχει το ίδιο αποτέλεσμα στον προϋπολογισμό. Η διαπραγμάτευση με ταμειακά ισοδύναμα μέτρα οδήγησε τελικά σε καταστροφικές για την οικονομία συμφωνίες που θεωρητικά ίσως να βοηθούσαν τη χώρα να πιάσει δημοσιονομικούς στόχους, αλλά στο τέλος κατέστρεφαν την οικονομία και την κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα οι «κόκκινες γραμμές» στο ασφαλιστικό και στην αγορά εργασίας αντισταθμίστηκαν με (θεωρητικά) ταμειακά ισοδύναμα που αποτρέπουν την προοπτική ανάπτυξης και ισοπεδώνουν τον όποιο παραγωγικό ιστό της ελληνικής οικονομίας απέμεινε. Η επιλογή αυτή είχε ενδεικτικά τις εξής επιπτώσεις:

  • Η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ μειώνει έσοδα και ΑΕΠ
  • Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων (που αποτελεί ελληνική πρόταση) προκαλεί μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες.
  • Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων βάσει της ελληνικής πρότασης εκτιμάται ότι αυξάνει το ποσοστό ανεργίας κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες.
  • Η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών (που αποτελεί ελληνική πρόταση) επηρεάζει 240.000 επιχειρήσεις, προκαλώντας πιέσεις για μειώσεις μισθών ή απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα.
  • Η αύξηση της συμμετοχής των συνταξιούχων στην ασφάλιση περιορίζει το πραγματικό τους εισόδημα από 1% έως 6% για περίπου 3 εκατ. συνταξιούχους.
  • Ιδιαίτερα σήμερα, συνολικά τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα της ελληνικής οικονομίας στη διετία 2015-2016 κατά 1,5% του ΑΕΠ ή κατά μέσον όρο ψαλιδίζουν την ανάπτυξη κατά 0,75% και η διαρθρωτική κατάρρευση της οικονομίας θα αυξηθεί λόγω των μέτρων που αποτελούν αποτέλεσμα της υιοθέτησης της λογικής των ταμειακών ισοδυνάμων.

Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που εδώ και καιρό εισήγαγα στον δημόσιο διάλογο την έννοια των «δυναμικών ισοδυνάμων», όπου ενισχύουμε τον παραγωγικό ιστό και τους πολίτες αυτής της χώρας με μέτρα ριζοσπαστικά αναπτυξιακού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας, τη δημιουργία κλίματος αισιοδοξίας κι ελπίδας σε πολίτες κι επιχειρήσεις και, τέλος, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Βασιζόμαστε δηλαδή στη δυναμική της ανάπτυξης που αναμένουμε ότι θα επιφέρει ασύγκριτα μεγαλύτερα έσοδα από εκείνα που θα επέφερε η μονόπλευρη αύξηση των φορολογικών βαρών. Ένα ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα μπορεί να συντελέσει στην προοπτική της ανάπτυξης.

Χρειάζονται μέτρα σοκ αμέσου δημοσιονομικού κι αναπτυξιακού αποτελέσματος που να περιλαμβάνουν:

  1. Θέσπιση Οριζόντιου Φορολογικού Συντελεστή για όλα τα φορολογητέα εισοδήματα ανεξαρτήτως πηγής και για τα επιχειρηματικά κέρδη στο 20% για τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής (φορολογικά έτη 2016 και 2017) και στο 12,5% για κάθε επόμενο φορολογικό έτος,
  2. Εφαρμογή του νέου Φορολογικού Συντελεστή, μειωμένου κατά 50% για πέντε χρόνια, σε περιπτώσεις επαναπατριζόμενων επιχειρήσεων που μετέφεραν τη δραστηριότητά τους στο εξωτερικό, εφόσον ο επαναπατρισμός τους συνοδεύεται με δημιουργία ικανού αριθμού θέσεων πλήρους απασχόλησης και
  3. Θέσπιση Οριζόντιου Φορολογικού Συντελεστή για τα επιχειρηματικά κέρδη στο 0% για τα πέντε πρώτα έτη λειτουργίας νεοφυών επιχειρήσεων στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας ή της καινοτομίας και στο 12,5% για κάθε επόμενο φορολογικό έτος. Ανάλογα μέτρα χρειάζεται να ληφθούν και στον αγροτικό τομέα.

Άλλη παρέμβαση είναι η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η εισαγωγή Μοναδικού Φόρου Ακινήτων (ΜΟΦΑΚ), ο οποίος θα ενσωματώνει το σύνολο των σήμερα υφισταμένων επιβαρύνσεων επί των ακινήτων που δεν θα υπερβαίνει το 1% της υποκείμενης σε φορολογία αξίας των ακινήτων ετησίως, σύμφωνα με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές και θα εισπράττεται από τους Δήμους. Είναι επίσης αναγκαία η θέσπιση αφορολογήτου για ακίνητα που βαρύνονται με εμπράγματες ασφάλειες υπέρ Πιστωτικών Ιδρυμάτων και η αναθεώρηση της λογικής του Τειρεσία.

Οι θεμελιώδεις παρεμβάσεις στο θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης την απλοποίηση της Φορολογικής Νομοθεσίας. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να συμπυκνώνεται σε κείμενο 5 σελίδων, το βέβαιο όμως είναι ότι μέσα από την απλότητα, τη διαφάνεια, τη λογική και τη δικαιοσύνη θα χρησιμεύσει τόσο σαν εργαλείο ανάπτυξης όσο και σαν μέσο αλλαγής της φορολογικής μας συνείδησης και συμπεριφοράς. Αυτό αποτελεί μεταρρύθμιση κι όχι η αύξηση των φορολογικών βαρών και ασφαλιστικών εισφορών. Πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης τη νομοθετική διασφάλιση της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου για 7 - 10 έτη με νόμο αυξημένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι όλοι οι κομματικοί μηχανισμοί, ιδιαίτερα εκείνοι εξουσίας, περιλαμβάνουν πάγια στις διακηρύξεις τους τη δέσμευση για τη διασφάλιση της σταθερότητας του φορολογικού πλαισίου και δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να κρίνει κανείς εκ του αποτελέσματος ότι οι δεσμεύσεις αυτές θυσιάζονται στον βωμό εγκλωβισμού των πολιτών στα δίχτυα της πελατειακής και κομματικής εξάρτησης. Να περιλαμβάνουν την ενοποίηση εισπρακτικών μηχανισμών για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, διατήρηση κινήτρων για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, τον τουρισμό, τον πολιτισμό και τον πρωτογενή τομέα αλλά και για τη φορολογία κατοίκων εξωτερικού για να στείλουμε μήνυμα σοβαρότητας, σταθερότητας κι ευθύνης. Τέλος, να περιλαμβάνουν και άλλα άμεσα δραστικά μέτρα σοκ για την ανάταξη του παραγωγικού ιστού της χώρας και της εν γένει πραγματικής οικονομίας, ανάμεσα στα οποία άρση των capital controls, αναπτυξιακά κίνητρα, δραματική αύξηση του κονδυλίου του ΠΔΕ για την χρηματοδότηση κυρίως έργων υποδομών μέσα από νέο «καλό» δανεισμό για να δώσουμε δουλειά σε χιλιάδες ανθρώπους, και, τέλος, ραγδαίες και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις με σχέδιο, ορθολογισμό, σύνεση και σεβασμό στην περιουσία του ελληνικού λαού.

Επειδή αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι μπορεί να αμφισβητούν τη λογική ή τη δυνατότητα υιοθέτησης δυναμικών ισοδυνάμων, σπεύδω να σας διαβάσω απόσπασμα από την πρόσφατη Έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με αυτονόητο περιεχόμενο:

«Η αναθεώρηση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα συντελεί στην απελευθέρωση πόρων οι οποίοι θα διοχετευθούν στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, το ακολουθούμενο μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής παραμένει εντόνως αντιαναπτυξιακό. Χωρίς να μετριασθούν οι προσπάθειες επίτευξης δημοσιονομικής πειθαρχίας, η ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να λάβει αναπτυξιακό χαρακτήρα. Θα πρέπει δηλαδή να εστιάσει στη μείωση των φόρων, στη μείωση των καταναλωτικών αναγκών του δημοσίου και στην αύξηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις. Η έως τώρα μονόπλευρη έμφαση στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών επί των εισοδημάτων από την εργασία και των κερδών των επιχειρήσεων καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών, ενισχύει τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή κι ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία, εξασθενίζει τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των ελληνικών επιχειρήσεων κι αποτρέπει προσπάθειες για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Κατά συνέπεια, η όποια βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος είναι πρόσκαιρη και αυτοαναιρείται, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται μόνιμη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ».

Στην ίδια έκθεση δίδεται έμφαση στην ανάγκη της διαρθρωτικής στροφής προς την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και στην ανάγκη για «ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, φιλικό προς την επιχειρηματικότητα που μπορεί να γίνει με τη θέσπιση ενός σταθερού, απλού κι εύκολα κατανοητού φορολογικού και νομικού πλαισίου κατάλληλου για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας».

Αλλά και στο μακροοικονομικό επίπεδο απαιτούνται μεταρρυθμίσεις παντού. Στην οργανωτική μορφή και στον ρόλο του κράτους στην οικονομία, ώστε αυτό να είναι επιτελικό, ευέλικτο και φιλικό στον πολίτη και στην επιχειρηματικότητα, στο ασφαλιστικό σύστημα, του οποίου η συνολική λειτουργία θα πρέπει να εγγυάται από το κράτος, στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, που οι δυνάμεις της θα πρέπει να απελευθερωθούν, στη δικαιοσύνη, ώστε να αποδίδεται έγκαιρα κι αποτελεσματικά, στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, στις εργασιακές σχέσεις, στη περιβαλλοντική διαχείριση, στη διαχείριση του τουρισμού, στην ανάδειξη των πολιτιστικών δυνατοτήτων της χώρας, στη ναυτιλία και στον πρωτογενή τομέα, που θα έπρεπε να αποτελεί μαζί με τον πολιτισμό και τον τουρισμό τους βασικούς άξονες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και, τέλος, στη λειτουργία των θεσμών. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν παράλληλα και τους θεμελιώδεις άξονες της οικονομίας, για τη μεταρρύθμιση των οποίων πρώτοι εμείς θα έπρεπε να έχουμε συμφωνήσει ένα δικό μας εθνικό Μνημόνιο. Πρέπει να επαναπροσδιορισθεί ο ρόλος αυτών των αξόνων για την εκ βάθρων αναδιάρθρωσή τους και την ουσιαστική αναπτυξιακή τους συμπεριφορά. Οι απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να είναι σχεδιασμένες με ορθολογισμό, καινοτόμες προσεγγίσεις, τόλμη, σεβασμό σε κεκτημένα δικαιώματα, προσήλωση στον κανόνα μέτρησης κόστους/ωφέλειας, αποτελεσματική και με συνεχή επικοινωνιακή διαχείριση να απαλλάσσουν το πολιτικό προσωπικό από το άγχος του πολιτικού κόστους. Μόνον έτσι θα μπούνε οι βάσεις για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια σύγχρονη ανταγωνιστική οικονομία. Να περιλαμβάνουν, τέλος, τη ριζική αναθεώρηση και τον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού Συντάγματος ώστε αυτό να υπηρετεί αποτελεσματικά και ουσιαστικά τόσο το συμφέρον των πολιτών και της οικονομίας, όσο και το ευρύτερο εθνικό συμφέρον.

Οι προϋποθέσεις αυτές, σήμερα, απαιτείται να συνυπάρχουν σε ένα συνεκτικό σχέδιο ανάταξης της ελληνικής οικονομίας που θα συμπεριλαμβάνει ακόμα προτάσεις κι εργαλεία δημοσιονομικού εξορθολογισμού. Θυμίζω ότι πίσω στο 2008 ο τότε διοικητής της ΤτΕ, Γιώργος Προβόπουλος, ο Γιάννης Στουρνάρας με το ΙΟΒΕ, ο Νίκος Βρεττός με την Boston Consulting Group κι εγώ με την ιδιότητα τότε του προέδρου του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου επιμέναμε πάνω στον σχεδιασμό ενός τέτοιου συνεκτικού σχεδίου δεκαετούς διάρκειας. Πέρασαν από τότε 7,5 χρόνια χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό το διάστημα αδράνειας κι αποχής από τη δημιουργική δράση επιβάρυνε την κατάσταση της οικονομίας. Είναι ακριβώς ένα τέτοιο σχέδιο που θα πρέπει να αποτελέσει και τη βάση επαναδιαπραγμάτευσης του 3ου Μνημονίου ώστε από βαθιά υφεσιακό που κατέληξε πρακτικά να είναι να το μετατρέψει σε έντονα αναπτυξιακό. Μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση είναι αναγκαίο να επιχειρηθεί με ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη, με πρόγραμμα και με συγκροτημένο σχέδιο προτάσεων και κύρια με πνεύμα τόσο ειλικρίνειας όσον αφορά τις δυνατότητες της κοινωνίας να ανταποκριθεί, όσο και οικοδόμησης της χαμένης εμπιστοσύνης. Στα πλαίσια αυτής της επαναδιαπραγμάτευσης είναι αναγκαίο να προηγηθεί παντός άλλου η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Σαν αναδιάρθρωση εννοώ την επιμήκυνση των λήξεων για τουλάχιστον 50 χρόνια και την παροχή περιόδου χάριτος 10ετούς διάρκειας για την εξυπηρέτησή του με κλειδωμένο μηδενικό επιτόκιο και χωρίς καμιά περαιτέρω επιβάρυνση. Τη σημασία αυτής της αναδιάρθρωσης σαν μέτρου πρώτης προτεραιότητας τονίζει εδώ και καιρό και το ΔΝΤ, αλλά μπορεί κανείς και μόνος να αντιληφθεί, αν λάβει υπόψη ότι η Ελλάδα είναι σήμερα συμβατικά υποχρεωμένη –ξεκινώντας από εφέτος και για οκτώ χρόνια– να καταβάλλει τόκους ύψους 51 δισ. ευρώ, δηλαδή τόκους περίπου 5 δισ. ευρώ ετησίως, με εξαίρεση το 2022, όπου καλείται να καταβάλλει τόκους 18 δισ. ευρώ. Πώς μπορεί μια οικονομία σε διαρθρωτική κατάρρευση να περάσει σε φάση πραγματικής ανάπτυξης υπό το άγχος αυτής της εξυπηρέτησης, των συνεχών αξιολογήσεων που μετατρέπουν Έλληνες υπουργούς σε αυτοσχέδιους λογιστές και διαχειριστές της παράδοσης της εθνικής μας κυριαρχίας; Και λέω ότι η οικονομία δεν βρίσκεται σε ύφεση, αλλά σε διαρθρωτική κατάρρευση, γιατί μια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση όταν η παραγωγική της αποτελεσματικότητα υπολείπεται της πραγματικής παραγωγικής της δυνατότητας. Όμως η ελληνική οικονομία έχει ήδη απολέσει το μέγιστο μέρος της παραγωγικής της δυνατότητας ευρισκόμενη σε καθεστώς διαρθρωτικής κατάρρευσης. Και λέω πραγματικής ανάπτυξης, για να αποστασιοποιηθώ από όλους εκείνους πού ονόμαζαν (και ορισμένοι εξακολουθούν να ονομάζουν) την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ ανάπτυξη. Η αύξηση της κατανάλωσης μόνη της δεν αποτελεί ανάπτυξη, παρά το ότι έτσι βαπτίσθηκε στα μέσα του 2014 και μπορεί αντίθετα να έχει ζημιογόνο αποτέλεσμα. Όπως μόνες τους η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και η αύξηση των εξαγωγών δεν είναι ανάπτυξη. Είναι η συνεκτική και διασυνδετική αύξηση και λειτουργία όλων αυτών των παραγόντων μαζί που συνθέτουν την πραγματική, την ουσιαστική και βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας. Αυτή η διαπίστωση καταδεικνύει την ανάγκη της διαρθρωτικής ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί σε χρονική διάρκεια μικρότερη της δεκαπενταετίας υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της συνέπειας στο σχέδιο επίτευξής της. Η χωρίς διαβούλευση, με προχειρότητα και βιασύνη προτεραιοποίηση τομέων της οικονομίας που δήθεν μπορούν να επιφέρουν ανάπτυξη στη χώρα είναι ο λάθος δρόμος. Χρειάζεται ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο αναφοράς, διαμορφωμένο μέσα από κοινωνική διαβούλευση που να οδηγεί στην υλοποίηση ενός τελικού στόχου, του οράματος που έχει επιλέξει μια κοινωνία για το μέλλον της οικονομίας της. Κοινωνίες χωρίς οράματα είναι καταδικασμένες σε στασιμότητα κι αφανισμό. Και είμαστε σε απόσταση αναπνοής από αυτές τις τραγικές συνέπειες για τις οποίες θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απολογηθούμε στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές.

Μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση προϋποθέτει, τέλος, εθνική συνεννόηση κι ευθύνη απέναντι στους πολίτες και στην ιστορία, αξιοπιστία και σύστημα. Προϋποθέτει ακόμα πνεύμα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και των διεθνών δανειστών της, που δεν χτίζεται με υποκλοπές και παρακολουθήσεις κι απεμπόληση ιστορικών συμμαχιών. Προϋποθέτει, τέλος, επίδειξη ηγεσίας και αποφασιστικό μήνυμα σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

Κανένα, όμως, οικονομικό μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, αν δεν βασίζεται σε θεμελιώδεις αξίες: στη δημοκρατία, στη δικαιοσύνη, στην εντιμότητα, στη διαφάνεια, στην αλληλεγγύη, στην ασφάλεια, στην αξιοκρατία, στην αριστεία, στον σεβασμό στη διαφορετικότητα, στη φερεγγυότητα και στη λογοδοσία. Όλες όμως αυτές οι αξίες μπορούν να συντηρηθούν μόνο σε μια κοινωνία που στηρίζεται στη λειτουργία θεσμών και στη τήρηση γενικά αποδεκτών διαδικασιών δεσμευτικών για όλους τους πολίτες. Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναπιστέψουμε αδιαπραγμάτευτα σε αυτές τις κλασσικές αξίες.

Είναι, συνεπώς, ανάγκη να περάσουμε από τη λογική των ταμειακών ισοδυνάμων στη λογική των δυναμικών, των αναπτυξιακών ισοδυνάμων που δεν μπορούν να κοστολογηθούν σε μια οικονομία σε διαρθρωτική και οικονομική κατάρρευση όπου οι δείκτες έχουν αχρηστευθεί και δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος μέτρησης του οικονομικού αποτελέσματος. Τα δυναμικά ισοδύναμα λειτουργούν με τη λογική της εκτίναξης, του άλματος προς τα εμπρός που έχει ανάγκη η χώρα. Αν αυτό δεν γίνει, σίγουρα εμείς αλλά και τα παιδιά μας δεν θα δούνε την ουσιαστική ανάπτυξη της οικονομίας, αφού η χώρα θα σέρνεται μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο στην ανηφόρα της ύφεσης και της μιζέριας που θα ενισχύονται από τη σύγχρονη μεταναστευτική μάστιγα και τον καλπάζοντα ευρωπαϊκό της αποκλεισμό που ήδη συντελείται με το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου. Στα πλαίσια αυτής της κατάστασης, επιβαρυνόμενης και από την έλλειψη ικανού και υπεύθυνου πολιτικού προσωπικού στη χώρα μας για τον χειρισμό της κρίσης, λυπάμαι που είμαι υποχρεωμένος να προβλέψω την έξοδό μας από τη ζώνη του Ευρώ σε μικρό χρονικό ορίζοντα με τις όποιες τραγικές συνέπειες που αυτή θα επιφέρει, εκτός κι αν συντρέξουν συστηματικά όλες οι προϋποθέσεις που σας προανέφερα υπό τη στιβαρή ηγεσία δοκιμασμένων τεχνοκρατών και αυτονόητα με την ευρεία κοινωνική στήριξη ενός λαού που παίρνει επιτέλους την ιστορική απόφαση να σωθεί, αντί να αναλίσκεται σε επιλογές συνήθειας, διαμαρτυρίας ή απόγνωσης.

Αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι η μόνη διέξοδος. Δεν υπάρχει άλλη. Δύσκολο να την διαβούμε χωρίς αποτελεσματική ηγεσία και χωρίς όραμα. Μοιάζει με την αδύνατη άσκηση. Αλλά όπως σοφά είπε ο Νέλσον Μαντέλα ερωτηθείς πώς πέτυχε να φέρει τη μεγάλη αλλαγή στη χώρα του, «κάτι φαίνεται να είναι αδύνατο να γίνει μέχρι τη στιγμή πού γίνει».

* Ο κ. Γιάννος Γραμματίδης είναι πρόεδρος του κοινωνικού κινήματος ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ κι επίτιμος πρόεδρος του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου.