Προσλήψεις στο Δημόσιο: Νερό χωρίς βρύση

Προσλήψεις στο Δημόσιο: Νερό χωρίς βρύση

Του Λεωνίδα Χριστόπουλου

Η αντιπαράθεση για τις προσλήψεις στο Δημόσιο, όπως σε κάθε ζήτημα δημόσιας πολιτικής στην Ελλάδα, βασίζεται στο άσπρο-μαύρο. Από τη μια, όσοι θεωρούν πως ο αυξανόμενος αριθμός τους συμβολίζει την επιστροφή στην προ κρίσης κανονικότητα. Από την άλλη, εκείνοι που υποστηρίζουν πως έτσι επανέρχονται χρόνιες παθογένειες που μας οδήγησαν στην κρίση.

Πράγματι, η σημερινή Κυβέρνηση έχει αυξήσει εκ νέου το προσωπικό του δημοσίου, πράγμα που φαίνεται σε κάθε σχετικό δείκτη. Ειδικά ως προς το μόνιμο προσωπικό, η αύξηση οφείλεται εν πολλοίς στην, από καιρό, κατάργηση του κανόνα προσλήψεων – αποχωρήσεων, την πρώτη ουσιαστική απόπειρα υποτυπώδους προγραμματισμού του ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο.

Για παράδειγμα, στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022 οι αποχωρήσεις του 2017 προσδιορίστηκαν στις 7.919, πολύ κοντά στο νούμερο που κατέγραψε τελικώς η Απογραφή. Από την άλλη, οι προσλήψεις για το 2018, προσδιορίστηκαν στις 7.266, δηλαδή σχεδόν 1 προς 1, όταν ο κανόνας για το 2018 ήταν 1 προς 3. Μάλιστα, ενώ στο πρόσφατο ΜΠΔΣ 2019-2022, ο αριθμός των αποχωρήσεων για το 2017 διορθώθηκε προς τα κάτω (από 11.140 σε 7.919), σε σχέση με το προηγούμενο ΜΠΔΣ 2018-2021, ο αριθμός των προσλήψεων για το 2018 αυξήθηκε (από 4.393 σε 7.266). Τέλος, για το 2019, ο Πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ ουσιαστικά ανέτρεψε τον κανόνα μια αποχώρηση-μία πρόσληψη σε μια αποχώρηση-δύο προσλήψεις εξαγγέλλοντας ακόμα 8.500 προσλήψεις-μονιμοποιήσεις. Το προεκλογικό επιχείρημα του πως το κράτος έχει ανάγκη από εκπαιδευτικούς και άλλες σημαντικές ειδικότητες. Αυτό όμως, δεν εξηγεί γιατί τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, η κυβερνητική επιλογή στις προκηρύξεις ήταν να μειωθούν οι θέσεις πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης σε 32% από 76% που ήταν το 2012-2014.

Μέρος της εξήγησης για τις παραπάνω αυξήσεις είναι οι εξαιρέσεις από τον κανόνα, που θεσμοθέτησε η Κυβέρνηση με τη σύμφωνη γνώμη των Θεσμών το 2015 και οι οποίες αφορούν σε προσλήψεις που γίνονται λόγω αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων και προσωπικού που πληρώνεται από ανταποδοτικά τέλη. Οι εξαιρέσεις αυτές έδωσαν στην κυβέρνηση το κίνητρο να θεσπίσει ένα εκτενές και πολύπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο που διευκολύνει τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων από την “πίσω πόρτα,” όπως η κατάργηση της υποχρέωσης των ΟΤΑ να ασκούν ένδικα μέσα σε πρωτόδικες αποφάσεις. Έτσι, από το 2016 μέχρι τον Αύγουστο του 2018, ένας στους πέντε νεοπροσλαμβανόμενους (20%) δεν συνυπολογίζεται στον κανόνα προσλήψεων-αποχωρήσεων, με αποτέλεσμα την αύξηση των προσλήψεων συνολικά.

Προφανώς, η συζήτηση για το μέγεθος του Δημοσίου έχει αξία και πρέπει να γίνεται. Αυτό όμως είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία. Η αιτία είναι πως οι υφιστάμενοι μηχανισμοί προγραμματισμού και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο είναι παρωχημένοι και αδιαφανείς, επιτρέποντας την παραπάνω ανάπτυξη πελατειακών λογικών και τον εκτροχιασμό των αριθμών. Μόνο διαρθρωτικές αλλαγές στο πεδίο αυτό μπορούν να αλλάξουν την εικόνα αυτή, με κρισιμότερες τις παρακάτω:

Πρώτον, τη θεσμοθέτηση ενός ετήσιου, αναλυτικού προγραμματισμού προσλήψεων ανά επαγγελματική ομάδα του δημοσίου, ο οποίος θα δημοσιοποιείται εγκαίρως, ώστε να γνωρίζει ο φορολογούμενος που πάνε τα χρήματα του και ο υποψήφιος τι θέσεις ανοίγουν σε όλο το δημόσιο. Ένας γενικός αριθμός δεν φτάνει. Ο προγραμματισμός, πέραν των αποχωρήσεων του προηγούμενου έτους, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την κάλυψη των αναγκών από την εσωτερική κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Επιπλέον, προϋποθέτει τον εξορθολογισμό του αριθμού των οργανικών θέσεων κάθε επαγγελματικής ομάδας, βάσει διεθνών συγκριτικών στοιχείων και γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων και ο οποίος θα πρέπει να επικαιροποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, λόγω δημογραφικών ή τεχνολογικών εξελίξεων.

Δεύτερον, τη δραστική μείωση του χρόνου διενέργειας των προσλήψεων ώστε να ολοκληρώνεται ο ετήσιος προγραμματισμός στο τέλος του έτους, χωρίς να αφήνει “ουρές” για τα επόμενα έτη. Αυτό σημαίνει απλούστευση και τυποποίηση των σχετικών διαδικασιών, μείωση των εξαιρέσεων από το ΑΣΕΠ και ξεκαθάρισμα κάθε νομικής αβεβαιότητας που οδηγεί σε χρονοβόρες δικαστικές προσφυγές.

Τρίτον, την οργανωτική ενδυνάμωση της ανεξάρτητης λειτουργίας του ΑΣΕΠ και την ενοποίηση των σχετικών πληροφοριακών συστημάτων σε ένα ενιαίο σύστημα.

Τέταρτον, τον εκσυγχρονισμό και την κωδικοποίηση του πολύπλοκου νομοθετικού πλαισίου των προσλήψεων. Ο ν. 2190/1994, γνωστός και ως νόμος ΑΣΕΠ, ήταν ομολογουμένως μια τομή στη λειτουργία του κράτους. Εν έτει 2018, όμως, κρίνεται “ταλαιπωρημένος. Ακόμα και το ίδιο το ΑΣΕΠ αναφέρει στην Έκθεση του 2017 πως ο νόμος αυτός “είναι ο συχνότερα τροποποιούμενος νόμος αν εξαιρέσει κανείς τη φορολογική και την ασφαλιστική νομοθεσία. Στις 137 τροποποιήσεις που είχαμε μετρήσει μέχρι και το 2016, προστέθηκαν κατά το 2017 άλλες 2 τροποποιήσεις των 24 άρθρων του.”

Οι αυτονόητες αυτές αλλαγές, εντάσσονται πρωτίστως στο πλαίσιο ενός πιο αποτελεσματικού και διαφανούς κράτους. Δευτερευόντως, μπορούν να εξυπηρετήσουν την οποιαδήποτε πολιτική-ιδεολογική επιλογή αύξησης ή μείωσης του χωρίς απολύσεις. Κάπως σαν το νερό. Πριν αποφασίσεις αν θες λίγο ή πολύ, καυτό ή κρύο, χρειάζεται να έχεις πρώτα τη βρύση.

* Ο Λεωνίδας Χριστόπουλος είναι εμπειρογνώμονας σε θέματα Κράτους και Δημόσιας Διοίκησης.