Πώς θα περιοριστεί η αποχή;

Κλείνοντας χθες το ραντεβού μας για την δ' δόση του εμβολίου, σκεφτόμασταν ότι η ολόκληρη η εμβολιαστική εκστρατεία δίνει μια απάντηση στην ερώτηση «Πώς μπορεί να αλλάξει η Ελλάδα». Είναι ένα ερώτημα που επανέρχεται με διάφορες αφορμές. Καταρχάς, είναι η παλαιότερη προεκλογική υπόσχεση των τελευταίων 40 ετών, με αφετηρία την περίφημη «Αλλαγή» το 1981.

Η δεκαετία του '80 μεταμόρφωσε τη χώρα. Ήταν η εποχή που διαλύθηκε η αόρατη μα αισθητή κρούστα συντήρησης που την κρατούσε καθηλωμένη από τη Μεταπολεμική περίοδο και όσα θλιβερά και κοντόφθαλμα ακολούθησαν του Εμφυλίου Πολέμου. Και μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία χρειάστηκε πολλά χρόνια για να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη την 18η Οκτωβρίου του 1981, κάτι που πιθανόν να μην συνέβαινε και ποτέ εάν στην ηγεσία της δεν είχε αναδειχθεί ένας κεντρώος πολιτικός, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Τη Νέα Δημοκρατία της δεκαετίας του '80 μας θυμίζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ που αδυνατεί να καταλάβει σε ποια ερώτηση απήντησαν οι Έλληνες στις 7 Ιουλίου του 2019. Δεν το έχει καταλάβει ούτε σήμερα, και απόδειξη γι' αυτό μας τον ισχυρισμό είναι ότι συνεχίζει να τροφοδοτεί και να δίνει αιτία ύπαρξης στο αντιΣΥΡΙΖΑ αίσθημα του εκλογικού σώματος. Κι όταν λέμε αντιΣΥΡΙΖΑ δεν εννοούμε βέβαια κάποιο αντιαριστερό μένος αλλά την αποστροφή προς ένα είδος διακυβέρνησης που χαρακτηρίστηκε από ιδεοληψίες και βαθιά άγνοια για το πώς λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος. 

Το ερώτημα των εκλογών του Ιουλίου του 2019 παραμένει ακόμα σχετικό και ζωντανό και σε αυτό έχουν συμβάλλει οι αλλεπάλληλες κρίσεις που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε: Με τι είδους κυβέρνηση θέλουμε να πορευτούμε στο μελλοντικό, αβέβαιο κόσμο ώστε και να είμαστε ασφαλείς και η Ελλάδα να αλλάξει; 

Με το πλεονέκτημα της απουσίας σοβαρής και κυρίως αξιόπιστης εναλλακτικής η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά εξακολουθούν να είναι η προφανής απάντηση σε αυτή την ερώτηση. 

Ίσως να μην είναι η κατάλληλη ώρα για απολογισμό αλλά ήταν η διαδικασία του ηλεκτρονικού ραντεβού για το εμβόλιο που μας έβαλε στη διαδικασία αυτή. Σταθερή κυβέρνηση με αρκετούς τεχνοκράτες υπουργούς και υφυπουργούς, χαμηλοί τόνοι, σκληρή δουλειά. Τα τρία χρόνια που πέρασαν τα πράγματα πήγαν καλά όταν έκαναν τη δουλειά τους οι τεχνοκράτες με τους αιρετούς να μιλούν λίγο και με το Μαξίμου να διατηρεί χαμηλούς τόνους. 

Το «Ελλάδα 2.0» (παρόλο που εμείς θα θέλαμε να είναι προϊόν ευρύτερης συναίνεσης), η αποτελεσματική εμβολιαστική εκστρατεία που χτίστηκε από το μηδέν, το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα Επικουρικής Ασφάλισης είναι κάποια από τα εμβληματικά παραδείγματα που δείχνουν ότι αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας: κυβερνητική σταθερότητα, τεχνοκρατική γνώση, χαμηλοί τόνοι, σκληρή δουλειά. Το διάστημα που απομένει μέχρι τις εκλογές, είτε αυτό είναι δύο μήνες είτε δώδεκα, η κυβέρνηση μπορεί απλώς να εφαρμόσει την επιτυχημένη εκδοχή της κυβερνητικής της θητείας και όχι την αποτυχημένη. 

Οι Έλληνες ξέρουμε ήδη με τι είδους κυβέρνηση θέλουμε να πορευτούμε στο δύσκολο και αβέβαιο μέλλον. Η μόνη πρόκληση για τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά είναι να πείσει αυτούς που θα κάνουν τη διαφορά να προσέλθουν στις κάλπες όποτε κι αν στηθούν αυτές. Θα το καταφέρει εάν από σήμερα και μέχρι την τελευταία στιγμή πολιτευθεί με την επιτυχημένη εκδοχή της κυβερνητικής της θητείας.