Οι Θεσμοί ζητούν ένα τελείως διαφορετικό ασφαλιστικό

Οι Θεσμοί ζητούν ένα τελείως διαφορετικό ασφαλιστικό

 Του Γιώργου Μπιλλίνη

Φεύγοντας από την Ελλάδα οι εκπρόσωποι των Θεσμών παρέδωσαν στον υπουργό εργασίας ένα ογκώδη φάκελο με τις θέσεις του κουαρτέτου για το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό θέμα. Στο σύνολο τους διαφέρουν από τις προτάσεις Κατρούγκαλου σχεδόν στο σύνολο τους.

Η βασική τους θέση είναι πως το ασφαλιστικό που θα θεσπιστεί οφείλει να είναι απολύτως βιώσιμο για το επόμενο διάστημα μέχρι την λήξη του χρηματοδοτικού προγράμματος στο οποίο έχει προσχωρήσει η χώρα μας. Για να συμβαίνει αυτό οι δαπάνες πρέπει να καθηλωθούν μόνιμα κάτω από το όριο των σημερινών, που ανέρχονται σε περίπου 30 δισεκατομμύρια. Το σύνολο δε της ετήσιας δαπάνης πρέπει να είναι απολύτως γνωστό εκ των προτέρων, ώστε τα μεγέθη να είναι μετρήσιμα και προσδιορισμένα.

Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες και χωρίς την διευθέτησή τους εντός συγκεκριμένων ορίων είναι αδύνατη οιαδήποτε προσπάθεια αναδιάρθρωσης του χρέους. Αφού η οικονομία είναι αδύνατον να παράγει τόσο τερατώδη πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε και το δημόσιο χρέος να εξυπηρετεί και τις συντάξεις να καλύπτει. Όσο μικρότερη, υποστηρίζουν οι Θεσμοί, είναι η προσαρμογή των συνταξιοδοτικών δαπανών, τόσο μεγαλύτερη θα πρέπει να είναι η επιβάρυνση των ευρωπαίων φορολογουμένων μέσω της αναδιάρθρωσης του χρέους. Και το δεύτερο δεν είναι ούτε ηθικά αποδεκτό, ούτε επιθυμητό.

Η φιλοσοφία που διαπερνά τις παρατηρήσεις του κουαρτέτου τοποθετείται στον αντίποδα εκείνης της κυβέρνησης. Η ελληνική πλευρά προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει αλώβητο το σημερινό ύψος των συντάξεων, μετακυλίοντας το αυξημένο κόστος τους στην παραγωγική ιδιωτική οικονομία. Αδιαφορώντας για μετρήσιμα μεγέθη ή την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος. Οι Θεσμοί αντιτίθενται στην προτεινόμενη πρόσθετη επιβάρυνση της εργασίας και των επιχειρήσεων, προκειμένου οι συντάξεις να παραμένουν ποσοστιαία οι υψηλότερες στην ΕΕ.

Οι βασικές ενστάσεις του κουαρτέτου, όπως καταγράφονται στον κατάλογο που παρέδωσαν στον υπουργό, είναι:

1. Εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα του μέτρου της επιβολής εισφοράς 20% επί του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος επιστημόνων και επαγγελματιών. Ζητούν αλλαγή του μέτρου επί τω ρεαλιστικότερω και προτείνουν παροχή κινήτρων στους ασφαλισμένους, ώστε να μην κινδυνεύσουν με υστέρηση τα έσοδα των Ταμείων ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ και ΟΓΑ. Εκτιμούν ότι, εφόσον εφαρμοστεί το σχέδιο Κατρούγκαλου, όχι μόνο δεν θα υπάρξει αύξηση εσόδων, αλλά αντιθέτως σημαντική υστέρηση.

2. Θέτουν θέμα υποκοστολόγησης της ετήσιας δαπάνης συνταξιοδότησης. Στο ελληνικό σχέδιο αποσιωπώνται τα περίπου 2,5 δισ. ευρώ που επιδίκασε το ΣτΕ σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες επιβάλλοντας την επαναφορά των συντάξεων τους στα επίπεδα του 2012 και τα οποία κάποια στιγμή είτε θα πρέπει να καταβληθούν, είτε να περικοπούν οριστικά με άλλη στέρεα νομικά ρύθμιση. Πουθενά επίσης δεν αναφέρεται το κόστος των αναδρομικών από το 2012 ως σήμερα. Καταλογίζουν ακόμη σκόπιμη υποβάθμιση της δαπάνης που θα απαιτηθεί για την κάλυψη των εν αναμονή συνταξιούχων, που φαίνεται να έχουν ξεπεράσει τις 300.000. Το αποτέλεσμα είναι ότι η προσαρμογή της συνολικής δαπάνης που απαιτείται δεν περιορίζεται μόνο στα αναζητούμενο 1,8 δισ. ευρώ που είχε συμφωνηθεί, αλλά οφείλει να περιλάβει και τις δύο παραπάνω κατηγορίες, που αθροιστικά αγγίζουν τα επτά δις ετήσιας επιβάρυνσης.

3. Επιμένουν ότι η αύξηση των εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα των  εργοδοτών και κατά μισή των εργαζομένων (μέτρο που η κυβέρνηση παρουσιάζει ως συμφωνημένο με τις εργοδοτικές οργανώσεις) είναι μέτρο αντιαναπτυξιακό, που μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, επιτείνει την ύφεση και ευνοεί την μαύρη εργασία. Επιπρόσθετα αμφισβητούν την αποδοτικότητα του και την εκτίμηση για εισροή επιπλέον 600.000.000 ευρώ στο ταμεία του ΙΚΑ. Σε αντιστάθμισμα ζητούν την περικοπή κύριων και επικουρικών συντάξεων σε επίπεδα και με τρόπο που θα συμφωνηθεί, ώστε  το αποτέλεσμα να είναι δημοσιονομικά αποδοτικό.

4. Η ελληνική πλευρά έχει ορθώσει ως απόλυτη άμυνα της την διατήρηση των κύριων συντάξεων στα παρόντα επίπεδα. Ως μέγιστη υποχώρηση αποδέχεται την μικρή περικοπή των υψηλών συντάξεων με εφαρμογή ανώτατου ορίου στα 2300 ή τα 2500 ευρώ. Οι Θεσμοί αντιτάσσουν ότι το δημοσιονομικό όφελος που θα προκύψει εξ αυτού είναι ελάχιστο, περί τα 30.000.000. Και συστήνουν σημαντικές μειώσεις συντάξεων.

5. Οι Θεσμοί δεν αποδέχονται την πρόνοια της «προσωπικής διαφοράς», πιστεύοντας ότι είναι μέτρο χαριστικό για συγκεκριμένες ομάδες (ΔΥ) που θα λειτουργήσει ανασταλτικά στην μείωση της συνολικής δαπάνης. Προτείνουν την απάλειψη του μέτρου από τις συζητήσεις.

6. Ζητούν την επαναφορά της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος για τις επικουρικές συντάξεις. Η «επαγγελματική» ασφάλιση οφείλει να είναι απολύτως αυτοχρηματοδοτούμενη υποστηρίζουν. Η κυβέρνηση εμφανίζεται διαλλακτική επί του θέματος. Οι επικουρικές είναι το σημείο στο οποίο έχει αποφασίσει να οπισθοχωρήσει. Πλην όμως θέτει ως όριο το ποσόν των 170 ευρώ, κάτω του οποίου δεν δέχεται να προχωρήσει σε μειώσεις.

7. Αγεφύρωτο είναι το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών ως προς το ποσοστό αναπλήρωσης των νέων συντάξεων. Αυτός είναι ο ένας από τους τρείς σημαντικούς παράγοντες, που τελικά θα καθορίσουν την βιωσιμότητα του συστήματος μεσομακροπρόθεσμα. Η κυβέρνηση έχει οριοθετήσει στο 65% το ποσοστό αναπλήρωσης για τις κύριες συντάξεις και προσθέτει άλλο ένα 18% για τις επικουρικές, φέρνοντας το τελικό ποσοστό πάνω από το 80%. Η μείωση του έως το 75% είναι συζητήσιμη κατά την διαπραγμάτευση. Οι Θεσμοί έχουν ξεκαθαρίσει ότι το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50-55%.

8. Μεγάλη πίεση ασκούν οι Θεσμοί και στο ζήτημα της τήρησης ενιαίων ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης (γενικό όριο στα 67, τα βαρέα στα 62). Ζητούν να σταματήσουν οι χαριστικές συνταξιοδοτήσεις με εξαγορές πλασματικών ετών και οι μεταβατικές διατάξεις που κατηγοριοποιούν τους ασφαλισμένους ανάλογα με τον χρόνο εισόδου τους στον εργασιακό βίο.

9. Τέλος σημαντικές διαφορές έχουν ανακύψει για την εφαρμογή του μέτρου της εθνικής σύνταξης. Η εκτίμηση των Θεσμών είναι ότι το μέτρο κοστίζει υπερβολικά για το δημόσιο ταμείο (14 δισ.), εφόσον η σύνταξη οριστεί στα 384 ευρώ με δικαιούχους το πλήθος  των νυν συνταξιούχων και την προσθήκη όσων έχουν θεμελιώσει δικαίωμα. Προτείνουν ως ανώτατο όριο δαπάνης ένα ποσό που δεν θα ξεπερνά τα 9-10 δισ. Για την επίτευξη του στόχου ζητούν α) θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων για την χορήγηση της εθνικής σύνταξης, εφόσον το ύψος της παραμείνει στα 384 ευρώ. β) μείωση της ίσως και κάτω από τα 300 ευρώ εάν δεν θεσπιστούν εισοδηματικά κριτήρια. γ) κατώτατο όριο προϋπηρεσίας (εργασιακού βίου) τα 20 έτη αντί των 15 που έχει θέσει η κυβέρνηση για την χορήγηση της.

Η διαπίστωση της διαφορετικής φιλοσοφίας και των αποκλινουσών θέσεων των δύο πλευρών είναι προφανής και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προσέγγιση είναι δύσκολη έως ανέφικτη.

Τρείς εκδοχές είναι οι επικρατέστερες για το τι μέλλει γενέσθαι:

Α) Να μην υπάρξει κοινός τόπος και συμφωνία επί του ασφαλιστικού. Σε αυτή την περίπτωση η αξιολόγηση δεν θα ολοκληρωθεί και οι συνέπειες φαντάζουν προφανείς.

Β) Να κάνει πίσω η ελληνική κυβέρνηση και να αποδεχθεί το μεγαλύτερο μέρος των προτάσεων των Θεσμών. Η αξιολόγηση θα προχωρήσει και ο άμεσος κίνδυνος για την οικονομία θα αμβλυνθεί.

Γ) Να οπισθοχωρήσουν οι Θεσμοί στις βασικές διατάξεις είτε για πολιτικούς λόγους, είτε στο όνομα ευρύτερων δυσμενών εξελίξεων, η εστίαση στην αποτροπή των οποίων θα προταχθεί έναντι της βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Στην εξέλιξη αυτή το πρόβλημα απλά θα κουκουλωθεί για λίγο και θα επανέλθει πιεστικότερο σύντομα.