H επόμενη φάση της Συνταγματικής Αναθεώρησης

H επόμενη φάση της Συνταγματικής Αναθεώρησης

Της Βαρβάρας Γεωργοπούλου*

Το σημαντικότερο θεσμικό έργο για τη Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου θα είναι βέβαια η Αναθεώρηση του Συντάγματος. Είναι η τέταρτη φορά μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975 που θα ολοκληρώνεται η αναθεωρητική διαδικασία και μάλιστα με πλήρη τήρηση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν τη δικτατορία.

Η πρώτη φάση, εξελίχθηκε στην προηγούμενη Βουλή και ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2019. Παρά το ότι αρχικά είχαν κατατεθεί, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, προτάσεις που αφορούσαν στην ανάγκη αναθεώρησης 152 διατάξεων, τελικά, κρίθηκαν αναθεωρητέες 49 διατάξεις που αφορούν κυρίως στην ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και την αξιοπιστία των πολιτικών. Συγκεκριμένα, η ανάγκη αναθεώρησης 16 συνταγματικών διατάξεων διαπιστώθηκε με τουλάχιστον 180 ψήφους ενώ για 33 διατάξεις με 151 τουλάχιστον ψήφους. Αυτό σημαίνει ότι για την πρώτη κατηγορία διατάξεων θα αρκέσουν στη νέα Βουλή για την αναθεώρησή τους 151 ψήφοι, ενώ για τη δεύτερη θα απαιτηθούν 180 τουλάχιστον ψήφοι.

Το μικρό, σχετικά, εύρος των προς αναθεώρηση διατάξεων ανέδειξε τη δυσκολία του αναθεωρητικού εγχειρήματος όταν α) υφίστανται μεγάλες ιδεολογικο-πολιτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων και β) διαπιστώνεται έλλειψη στοιχειώδους συνεννόησης ακόμη και σε θέματα λειτουργίας του πολιτεύματος. Κάποιοι είπαν ότι η αναθεώρηση αυτή ήταν μια χαμένη ευκαιρία. Στην πραγματικότητα, και με δεδομένη τη σύνθεση και το κλίμα της προηγούμενης Βουλής, δεν υπήρξε ποτέ τέτοια ευκαιρία ευρείας αναθεώρησης.

Τα μόνο σημαντικά ζητήματα στα οποία υπήρξε ευρεία συναίνεση ήταν τα εξής: αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, κατάργηση της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον υπουργών, περιορισμός της ασυλίας στα αδικήματα βουλευτών που σχετίζονται με την ιδιότητά τους αυτή, δικαίωμα της αντιπολίτευσης να επιβάλει τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών και διευκόλυνση της εκλογής των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών.

Η δεύτερη φάση όμως της αναθεωρητικής διαδικασίας θα διαφέρει από όλες τις προηγούμενες στο εξής: η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι διαφορετική από αυτή της προηγούμενης Βουλής. Αυτό δημιουργεί το ενδεχόμενο σε ορισμένες διατάξεις που η ανάγκη αναθεώρησής τους διαπιστώθηκε στην προηγούμενη Βουλή, να δοθεί τελικά περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που επεδίωκε η προηγούμενη πλειοψηφία.

Για το θέμα αυτό έγινε μεγάλη συζήτηση με αφορμή τη διάταξη για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε να εκλέγεται άμεσα ο Πρόεδρος από τον λαό εάν δεν μπορεί να εκλεγεί με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ η ΝΔ πρότεινε να εξαντλείται η διαδικασία εκλογής εντός της Βουλής με σταδιακή αποκλιμάκωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας. Τελικά, ήταν η πρόταση της ΝΔ που υπερψηφίσθηκε ακόμη και από πολλούς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (224 συνολικά ψήφους στη β΄ ψηφοφορία) ίσως γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε να φανεί ότι προεξοφλούσε ένα αρνητικό για εκείνον αποτέλεσμα εκλογών και ότι, γι αυτό, επιθυμούσε να συντομεύσει τη θητεία της επόμενης κυβέρνησης. Έτσι, το θέμα αυτό δεν αναμένεται να προκαλέσει ερμηνευτικές εντάσεις στη νέα Βουλή.

Το θέμα, όμως, των περιθωρίων της Αναθεωρητικής Βουλής να διαμορφώσει το τελικό κείμενο μιας διάταξης, ίσως τεθεί εκ νέου με αφορμή, πλέον το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος για τον εκλογικό νόμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει την αναθεώρηση της εν λόγω διάταξης για να καθιερωθεί συνταγματικά η απλή αναλογική και η Βουλή διαπίστωσε την ανάγκη αναθεώρησής της με 156 ψήφους (β΄ ψηφοφορία). Φυσικά, με δεδομένη τη σύνθεση της νέας Βουλής θα είναι αδύνατο να καθιερωθεί η απλή αναλογική. Αντίθετα, ίσως είναι δυνατόν με τις 180 ψήφους της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ να μειωθεί η προβλεπόμενη στην ίδια διάταξη πλειοψηφία των 2/3 που απαιτείται για να ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές ένας νέος εκλογικός νόμος. Φυσικά, αυτό πολιτικά προϋποθέτει ότι ΝΔ και ΚΙΝΑΛ θα συμφωνήσουν επί της ουσίας στο επιθυμητό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, κάτι καθόλου δεδομένο. Εάν πάντως συμφωνήσουν και στη συνέχεια αναθεωρήσουν τη συνταγματική διάταξη μειώνοντας την απαιτούμενη πλειοψηφία για την ψήφιση άμεσα εφαρμόσιμου εκλογικού νόμου, η πολιτική και ακαδημαϊκή διαμάχη που τυχόν θα ξεσπάσει θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον και θα δημιουργήσει συνταγματικό προηγούμενο για το μέλλον. ΝΔ και ΚΙΝΑΛ θα επικαλούνται το γράμμα του Συντάγματος ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα αιτιάται τα δύο αυτά κόμματα ότι αξιοποιούν τη δική του πρόταση για απλή αναλογική για να επιφέρουν μια άσχετη με την πρότασή του αλλαγή στην υπό αναθεώρηση συνταγματική διάταξη.

Τελικά, έστω και περιορισμένη, η αναθεωρητική διαδικασία που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο και θα ολοκληρωθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 για να προλάβει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι κρίμα, όμως, που θα αποτρέψει για τουλάχιστον πέντε χρόνια την αναθεώρηση άλλων πιο σημαντικών για την κοινωνία και την οικονομία διατάξεων λόγω της γνωστής συνταγματικής απαγόρευσης.

*Δρ Κοινοβουλευτικού Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών