Ο συνδικαλισμός στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης

Ο συνδικαλισμός στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης

Του Ιωάννη Ληξουριώτη*

Όταν ψηφίστηκε η προηγούμενη τροπολογία Αχτσιόγλου περί απεργίας για το περιβόητο 50%+1, είχα γράψει «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν». Το 50%+1 δεν έδινε λύση, γιατί αφορούσε την απαρτία της γενικής συνέλευσης του σωματείου και όχι την απαιτούμενη πλειοψηφία των παρόντων για τη λήψη της απόφασης περί απεργίας. Δηλαδή, οι απεργίες εξακολουθούν να αποφασίζονται από μικρές μειοψηφίες ως προς τον αριθμό των μελών του σωματείου και από ακόμα πιο ασήμαντες μειοψηφίες του συνολικού προσωπικού της επιχείρησης. Μια τρύπα στο νερό.

Διαβάζω τώρα στις εφημερίδες για τρεις σχεδιαζόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις του νέου υπουργού Εργασίας στον λεγόμενο συνδικαλιστικό νόμο. Η πρώτη παρέμβαση αφορά την εισαγωγή της δυνατότητας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για την ανάδειξη συνδικαλιστικών εκπροσώπων και τη λήψη της απόφασης περί απεργίας, με σκοπό «την ανεμπόδιστη, καθολική συμμετοχή των εργαζομένων στις αρχαιρεσίες και την άσκηση του σχετικού δικαιώματός τους». Η δεύτερη αναφέρεται στη δημιουργία ενός ηλεκτρονικού μητρώου για κάθε συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων και εργοδοτών, όπου θα αναγράφεται ο ακριβής αριθμός των μελών αυτών και άρα θα εξασφαλίζεται η διαφάνεια στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η τρίτη παρέμβαση εξαγγέλλει ότι θα εισαχθεί η δημιουργία μιας ειδικής ηλεκτρονικής σελίδας, όπου οι οργανώσεις θα μπορούν να δημοσιοποιούν τις ανακοινώσεις τους, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο της αφισοκόλλησης. Είναι φανερό ότι και οι τρεις παρεμβάσεις εμπνέονται από την ευπρόσδεκτη γενικότερη αντίληψη της κυβέρνησης για την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών παντού, ακόμα και στο ευαίσθητο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων. Καλοδεχούμενες λοιπόν, αλλά μια πρώτη κριτική τους, έστω και πρώιμα, είναι απαραίτητη.

Πολύ μεγαλεπήβολη και γοητευτική νομοθετική πρόθεση, δεδομένου ότι και οι τρεις παρεμβάσεις στοχεύουν στην αποκατάσταση της ουσιαστικής δημοκρατίας και της διαφάνειας στον μέχρι σήμερα «σκοτεινό και απρόσιτο» χώρο του συνδικαλισμού, όπου ουδείς ελέγχει πώς γίνονται οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη διοικήσεων ή οι ψηφοφορίες για τη λήψη αποφάσεων και ιδίως των κρίσιμων αποφάσεων για κήρυξη απεργίας, ουδείς γνωρίζει πόσα είναι τα μέλη κάθε σωματείου, ουδείς μπορεί να ελέγξει τα οικονομικά των συνδικάτων (την προέλευση της χρηματοδότησης και τον τρόπο δαπάνης τους), ουδείς μηχανισμός υπάρχει για να αμφισβητήσει κάποιος την αντιπροσωπευτικότητα οποιουδήποτε συνδικάτου (εκτός εάν συμβεί ενδοσυνδικαλιστική σύρραξη, όπως με το πρόσφατο πρόβλημα με τη ΓΣΕΕ, όπου οι μεν ξεμπροστιάζουν τους δε, αδυνατώντας να σχηματίσουν διοίκηση). Είναι εντυπωσιακό ότι η ΓΣΕΕ δεν έχει τα τελευταία χρόνια τολμήσει να δημοσιεύσει τον αριθμό των συνδικαλισμένων εργαζομένων στη χώρα μας, ούτε δημοσιεύει κάπου το ποσοστό συνδικαλιστικής συμμετοχής. Έτσι, όταν ανατρέχουμε σε διεθνείς μελέτες και πίνακες που παρουσιάζουν τα ποσοστά του συνδικαλίζεσθαι στις διάφορες χώρες του κόσμου ή της Ευρώπης, για την Ελλάδα είτε υπάρχει αστερίσκος (* άγνωστος), είτε γίνεται αναφορά σε κάποια αμφισβητούμενα ποσοστά του 2014.

Θεωρώ ότι και τα τρία αναγγελθέντα μέτρα κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, δεδομένου ότι σκοπεύουν στην περιθωριοποίηση του σημερινού συνδικαλιστικού ιερατείου, επιδιώκουν την αναζωογόνηση του συνδικαλισμού στη χώρα μας και τον καθιστούν ανοιχτό και σύγχρονο θεσμό. Έτσι μπορεί να ελπίσει κανείς ότι ο συνδικαλισμός μπορεί να συνδράμει στην αντιμετώπιση σοβαρών ζητημάτων στο πεδίο της αντιμετώπισης της ανεργίας και άλλων σύγχρονων προβλημάτων στο πεδίο της εργασίας και των ασφαλών και υγιεινών όρων εργασίας.

Πέραν αυτών, όμως, θέλω να επιστήσω την προσοχή της κυβέρνησης στα εξής ζητήματα:

α) Το πρόβλημα των συνδικαλιστικών σχέσεων στη χώρα μας είναι ευρύτερο. Ας μην έχουμε αυταπάτες ότι θα λυθεί μόνο με μεμονωμένες ρυθμίσεις. Χρειάζονται γενικότερες τομές και απαιτείται ριζική αναθεώρηση του αποκαλούμενου συνδικαλιστικού νόμου.

Οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού είναι ένα παζλ. Η μία ρύθμιση συνδέεται με την άλλη και όλες μαζί διαμορφώνουν ένα ενιαίο κανονιστικό «όλον», το οποίο παραπέμπει σε παρωχημένες αντιλήψεις και δεν έχει να κάνει με την εποχή που ζούμε και ιδίως με την ανάγκη απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας. Συνεπώς, όσο η όλη δομή και αντίληψη του συνδικαλιστικού νόμου παραμένει η ίδια, οι μεμονωμένες παρεμβάσεις πολύ λίγα προσφέρουν. Μοιραία, κινδυνεύουν να «πνιγούν» στην ακαμψία του όλου συστήματος. Για παράδειγμα, η εισαγωγή της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στα συνδικάτα είναι μια σύγχρονη επιλογή, που καλείται όμως να λειτουργήσει μέσα σε ένα σκουριασμένο περιβάλλον, που αντιλαμβάνεται τις απεργίες ως μικρά ρεσάλτα για την κατάληψη της εξουσίας.

Συνεπώς, εάν δεν γίνει μια γενικότερη αναθεώρηση των ρυθμίσεων περί απεργίας, η προτεινόμενη παρέμβαση ελάχιστα θα κατορθώσει. Καλή η e-ψηφοφορία, αλλά το ζήτημα της λήψης της απόφασης για απεργία είναι κατ' ουσίαν προβληματικό. Για παράδειγμα, όπως ανέφερα, το 50+1 της κας Αχτσιόγλου ήταν ένα καλοφτιαγμένο τρικ, που δεν διόρθωσε ουσιωδώς το πρόβλημα της λήψης απόφασης από μειοψηφίες. Επίσης, καλή η e-ψηφοφορία, αλλά τι γίνεται με το υπερεπείγον πρόβλημα των απεργιών στους φορείς του δημόσιου τομέα και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας;

β) Μια δεύτερη σοβαρή, κατά τη γνώμη μου, επισήμανση: Είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει μεγάλη αντίδραση από τα συνδικάτα (συμπεριλαμβανόμενων, φοβάμαι, και των «δικών» της συνδικαλιστών), ενώ, προφανώς, δεν πρόκειται να βρει την παραμικρή συνδρομή από οποιοδήποτε άλλο κόμμα της αντιπολίτευσης. Τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να προετοιμαστεί κατάλληλα τόσο κατά την επεξεργασία των ρυθμίσεων όσο και για την αιτιολόγησή τους εντός και εκτός Βουλής. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα εμφανιστεί και πάλι η θλιβερή εικόνα της πρόσφατης ανεπαρκούς υποστήριξης των τροπολογιών Βρούτση στο τελευταίο νομοθέτημα που ψηφίστηκε στη Βουλή, όπου, την υστεραία της ψήφισης, ο κάθε υπουργός και κάθε βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος, παρασυρόμενος από άσχετους δημοσιογράφους και ανίδεους συνομιλητές, έβγαινε στα κανάλια και έδινε τη δική του εκδοχή, έχοντας ελάχιστη ιδέα περί του θέματος.

Εμπρός λοιπόν για εργασιακές σχέσεις αντίστοιχες με τις απαιτήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, αλλά με την απαιτούμενη ψυχραιμία και σοβαρότητα.

*Ο κ. Ιωάννης Ληξουριώτης είναι Ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου.

**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 13 Αυγούστου.