Ο «παιδισμός» του ελληνισμού ή η εμπιστοσύνη στον εαυτό του είναι το πρόβλημα;

Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα που θα μπορούσε να βγάλει για την τύχη της Ελλάδας στον 21ο αιώνα ένας ουρανοκατέβατος στη χώρα αναγνώστης που διαβάζει την ίδια ημέρα, στο ίδιο φύλο της ίδιας μεγάλης ελληνικής εφημερίδας  ("Καθημερινή" της Κυριακής 7 Μαρτίου 2021):

α) Έναν πρώην πρωθυπουργό και νυν επιφανή εκπρόσωπο της αντιπολίτευσης στην γείτονα (τον Αχμέτ Νταβούτογλου) να επιβεβαιώνει ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει στρατηγικό βάθος και δεν πρόκειται να αλλάξει, όποιες κι αν είναι οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, συνεχίζοντας άρα να αντιπροσωπεύει για την ιστορική της αντίπαλο η επιδίωξη της Τουρκίας να καταστεί κυρίαρχη στην περιοχή ηγεμονική δύναμη του Ισλάμ και νόμιμη κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

β) Έναν πρώην σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του έλληνα Πρωθυπουργού (τον Αλέξανδρο Διακόπουλο) να αισιοδοξεί ισχυριζόμενος ότι οι συμμαχίες/συνεργασίες που κάνει η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ θα της επιτρέψουν να συνδεθεί με τα ενεργειακά, μεταφορικά και αμυντικά δίκτυα της περιοχής και να εκπληρώσει τον εθνικό της στόχο που είναι για τον τρέχοντα αιώνα η γεωστρατηγική και γεωοικονομική αναβάθμισή της. 

γ) Έναν κορυφαίο στοχαστή (τον Χρήστο Γιανναρά) να τον καλεί να μετατυπώσει, ιδιοποιηθεί και χωρίς άδεια μεταφραστή να κάνει δική του την κραυγή απελπισίας που βγάζει για την παιδική αφέλεια των Ελλήνων να πιστεύουν ότι είναι λογικά, ιστορικά και πραγματιστικά εφικτό να επιβιώσει το κράτος τους ελπίζοντας στην βοήθεια που θα του προσφέρουν οι σύμμαχοί του όταν οι τελευταίοι μεν διαρκώς τους προδίδουν και τους επιβουλεύονται παντοιοτρόπως από την εποχή του Βυζαντίου, οι ίδιοι δε μαλλιοτραβιούνται σε  σκυλοκαυγάδες για τα ποσοστά εύνοιας που κάθε κυβέρνηση χαρίζει στις κτηνοδέστερες εκφάνσεις των σεξουαλικών διαστροφών.

δ) Έναν θαλερό παλαίμαχο της ελληνικής βιομηχανίας που έχει ζήσει έναν και πλέον αιώνα ελληνικής ιστορίας και γράψει την δική του οικογενειακή (τον Απόστολο Πίτσο της ομώνυμης εταιρείας) να λέει ότι έχει χάσει πια την πίστη του ότι αυτός ο τόπος μπορεί να ξαναβρεί τον εαυτό του;

Προφανώς αν κάποιος δεν έχει τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της χώρας, σίγουρα θα του είναι πολύ δύσκολο να βγάλει συμπέρασμα για την τύχη που την περιμένει στον 21ο αιώνα όταν  ένας από τους καθόλου τυχαίους ανθρώπους της ορίζει ως στόχο της την αναβάθμιση του  γεωστρατηγικού και γεωοικονομικού ρόλου της, ο άλλος τον αμφισβητεί θεωρώντας παιδική αφέλεια των ελλήνων να πιστεύουν ότι θα τους αφήσουν οι "σύμμαχοί" να τον πετύχουν, την στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι δεν τολμούν ούτε να ασκήσουν το δικαίωμα της οριοθέτησης των χωρικών υδάτων  στα 12 μίλια, και ο τρίτος, που πρόλαβε να την δει να πετυχαίνει την εκβιομηχάνισή της, αμφιβάλει πια αν θα μπορέσει καν ο τόπος να ξαναβρεί κάποτε τον εαυτό της.

Το ερώτημα είναι αν ακόμα και όσοι έχουν(με) και τη γνώση και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της χώρας και της ιστορίας της είναι(είμαστε) μπορούν(ουμε) να συμφωνήσουν(με) για την θέση και το ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή όταν με την συνέντευξη του Νταβούτογλου επιβεβαιώνεται ότι η αντίληψη της Τουρκίας για την δική της θέση και το ρόλο στην περιοχή θα παραμείνει επί μακρόν σαφώς ανταγωνιστική, αν όχι συγκρουσιακή. 

Ούτε ο ίδιος ο Νταβούτογλου δείχνει αισιόδοξος για την επίλυση των βασικών προβλημάτων μεταξύ των δυο χωρών. Αναφέρει μάλιστα πως "η υφαλοκρηπίδα και το FIR θα συνεχίσουν να υπάρχουν, δεν μπορούμε να περιμένουμε λύση. Απλώς να βρεθούν κοινά σημεία συμφερόντων και μαζί μια φόρμουλα" Για να προσθέσει: "σήμερα δυστυχώς χάθηκε η αμοιβαία εμπιστοσύνη".

Το ζήτημα, όμως, δεν είναι η εμπιστοσύνη των Τούρκων στους Έλληνες. Το πραγματικά εθνικό ζήτημα είναι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στον εαυτό τους.

Τα τρία μικρά αλλά όχι τυχαία παραδείγματα διαφορετικών προσεγγίσεων για την πορεία της Ελλάδας, που βγαίνουν μέσα από τις στήλες της "Καθημερινής" της περασμένης Κυριακής, δείχνουν πόσο δύσκολο και πολύπλοκο  παραμένει το ζήτημα αυτό.

Ιδιαίτερα σε μια χώρα που διακόσια χρόνια μετά την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού της αγώνα αναζητεί ακόμα την ταυτότητά της χωρίς οι πολίτες της να ομονοούν για τα χαρακτηριστικά της. Δεν έχει καταφέρει να  απαλλαγεί ποτέ από τα σύνδρομα πολλαπλών και πολύμορφων εθνικών διχασμών.

Εξακολουθεί  σε μεγάλο βαθμό ακόμα να ετεροπροσδιορίζεται από τις διεθνείς εξελίξεις αντί είτε να τις προλάβει είτε να τις διαχειρίζεται με γνώμονα μια σταθερή στρατηγική για την διαχείρισή τους. Και  παρά τις διαχρονικές εξωτερικές απειλές που αντιμετωπίζει μετατρέπει ακόμα και τώρα μονίμως και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής σε εσωτερικά διακυβεύματα κομματικών ανταγωνισμών ή θεωρητικών αντιπαραθέσεων.  

Επειδή, όμως, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στον εαυτό τους εξαρτάται από την άρνησή τους να συνεχίσουν να διαβάζουν την Ιστορία ως μύθο, ίσως να πρέπει να περιμένουμε την συμπλήρωση και των διακοσίων ετών και από τον θάνατο του Σολωμού για να εισακουσθεί η συμβουλή του να θεωρούμε εθνικό ό,τι είναι αληθινό. Μέχρι τότε η εθνική αυτοπεποίθηση θα είναι το μεγάλο ζητούμενο και η βασικότερη προϋπόθεση επιτυχίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.