Ο νικητής των ευρωεκλογών κερδίζει και τις εθνικές

Ο νικητής των ευρωεκλογών κερδίζει και τις εθνικές

Της Μαριάννας Σκυλακάκη

Με την αποσύνδεση των ευρωεκλογών από τις εθνικές εκλογές, αφού πλέον οι ημερομηνίες για ταυτόχρονη διεξαγωγή τους εξαντλήθηκαν, γεννιέται αυτομάτως ως καίριο πολιτικό ερώτημα πώς το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα επηρεάσει την εθνική κάλπη που θα ακολουθήσει το αργότερο μέχρι τις 19 Οκτωβρίου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα διαμηνύει σε κάθε ευκαιρία ότι αν καταφέρει να διατηρήσει το άνοιγμα της ψαλίδας με τη Ν.Δ. σε αξιοπρεπές επίπεδο στις ευρωεκλογές, οι επικείμενες εθνικές θα τον βρουν σε καλύτερη κατάσταση. Οι περισσότεροι αναλυτές αντίθετα προβλέπουν πως δεδομένου ότι οι ευρωεκλογές είναι μια «χαλαρή αναμέτρηση», με ένα διακύβευμα λιγότερο άμεσο, η ήδη χαμηλή (σε σχέση με της Ν.Δ.) συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει χαμηλή, το άνοιγμα της ψαλίδας θα είναι μεγάλο και η επόμενη μέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ημέρα εσωστρέφειας και ηττοπάθειας, οδηγώντας τον τελικά σε ακόμη χειρότερα αποτελέσματα στις εθνικές εκλογές. Και μην ξεχνάμε και τα μικρότερα κόμματα, για τα οποία οι ευρωεκλογές θεωρούνται χρυσή ευκαιρία για να παραμείνουν μες στα πράγματα -διατηρώντας (ευρω)κοινοβουλευτική εκπροσώπηση- εν όψει μιας εθνικής εκλογικής σύγκρουσης σε πολωμένο κλίμα που δεν τα ευνοεί.

Φυσικό είναι παραμονές εκλογών όλοι να έχουν την άποψη που τους βολεύει. Τι διδάσκει όμως η πρόσφατη πολιτική μας ιστορία;

Η αναδρομή που δίνει την απάντηση ξεκινά από τις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 και φτάνει μέχρι τις πρόσφατες εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 -το πεδίο της έρευνάς μας έτσι ξεπερνά την εικοσαετία. Δεν εξετάζουμε καθόλου τις αναμετρήσεις προ του 1993 και αυτό γιατί μέχρι την αλλαγή του εκλογικού νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη λίγο μετά την άνοδό της στην εξουσία (νόμος 1907/1990), δεν υπήρχε όριο εισόδου για ένα κόμμα στη Βουλή. Από τότε μέχρι και σήμερα, για να εκπροσωπηθεί ένα κόμμα στη Βουλή πρέπει να συγκεντρώσει σε όλη την επικράτεια τουλάχιστον το 3% των έγκυρων ψηφοδελτίων -ένα όριο που ισχύει τόσο για τις εθνικές αναμετρήσεις όσο και για τις ευρωεκλογές.

Ας ξεκινήσουμε με τους δύο μονομάχους. Σε τι βαθμό επιβεβαιώνεται αυτό που μας λέει η διαίσθησή μας, ότι δηλαδή όταν το διακύβευμα είναι πιο άμεσο, δηλαδή στις εθνικές εκλογές, οι δύο μονομάχοι αυξάνουν την εκλογική τους επιρροή; Στις αναμετρήσεις που λαμβάνουν χώρα στο διάστημα που εξετάζουμε, ο μέσος όρος επίδοσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (για τις αναμετρήσεις κατά τις οποίες όντως κατατάσσονται στις δύο πρώτες θέσεις) είναι καλύτερος στις εθνικές εκλογές απ'' ό,τι στις ευρωεκλογές.

Ο μέσος όρος επίδοσης της Ν.Δ. σε εθνικές εκλογές είναι 34,5%, ενώ σε ευρωεκλογές κατά τι χαμηλότερος στο 33,3%. Για το ΠΑΣΟΚ (όσο ήταν κραταιό κόμμα, με άλλα λόγια μέχρι τον Οκτώβριο του 2009), ο μέσος όρος της επίδοσής του σε εθνικές εκλογές ήταν 42,5%, ενώ σε ευρωεκλογές το αρκετά χαμηλότερο 35,3%. Για τον ΣΥΡΙΖΑ που απέκτησε στάτους μονομάχου την τελευταία επταετία, ο μέσος όρος επίδοσης σε εθνικές εκλογές είναι 28,9%, έναντι του 26,6% που απέσπασε στις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014.

Το πρώτο κόμμα έχει κατά κανόνα το πλεονέκτημα

Πώς συγκρίνονται τα αποτελέσματα που φέρνουν τα μεγάλα κόμματα σε εθνικές εκλογές έναντι ευρωεκλογών, όταν οι δύο αναμετρήσεις λαμβάνουν χώρα με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους; Από το δείγμα αναμετρήσεών μας ξεχωρίζουμε και συγκρίνουμε 5 ζευγάρια αναμετρήσεων. Στις 3 από τις 5 περιπτώσεις οι ευρωεκλογές προηγήθηκαν και ακολούθησαν εντός των επόμενων μηνών οι εθνικές εκλογές (Μάιος 2014 / Ιανούαριος 2015, Ιούνιος 2009 / Οκτώβριος 2009, Ιούνιος 1999 / Απρίλιος 2000), ενώ στις υπόλοιπες δύο (Μάρτιος 2004 / Ιούνιος 2004, Οκτώβριος 1993 / Ιούνιος 1994), οι εθνικές εκλογές προηγούνται των ευρωεκλογών.

Το προπορευόμενο κόμμα στις ευρωεκλογές ενισχύει την επίδοσή του στις εθνικές εκλογές που ακολουθούν και στις δύο πιο πρόσφατες περιπτώσεις -τον Ιανουάριο 2015 σε σχέση με τον Μάιο 2014 κατά 10 σχεδόν μονάδες, αλλά και τον Οκτώβριο 2009 σε σχέση με τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς κατά 7 περίπου μονάδες. Το δεύτερο κόμμα ενισχύεται επίσης στις εθνικές που ακολουθούν, αλλά λιγότερο απ'' ό,τι το προπορευόμενο κόμμα.

Όσο για το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των δύο μονομάχων όταν έχουμε ευρωεκλογές πρώτα και ακολουθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα εθνικές, το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων μεγαλώνει υπέρ του πρώτου κόμματος.

Η μοναδική εξαίρεση και οι «καβάτζες» του ΠΑΣΟΚ

Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση των εθνικών εκλογών του Απριλίου του 2000, σε σχέση με τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 1999, όταν το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να αντιστρέψει το αποτέλεσμα και να κερδίσει άλλη μια τετραετία στην κυβέρνηση, παρά την ήττα του στις ευρωεκλογές. Και σε αυτή την περίπτωση αμφότεροι οι μονομάχοι ενισχύθηκαν κατά τις εθνικές εκλογές, όμως το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να βελτιώσει την επίδοσή του κατά πολύ παραπάνω -περίπου 11 μονάδες σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους.

Το κρίσιμο στοιχείο που διαφοροποιεί το αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή αποτελεί το γεγονός ότι την προηγούμενη περίοδο (εθνικές εκλογές του 1996 και ευρωεκλογές του 1999), το ΠΑΣΟΚ είχε υποστεί μια σοβαρή διάσπαση του πιο λαϊκίστικου τμήματός του, με το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα να αποσπά ένα 6,9% το 1999. Η διάσπαση έκλεισε τον κύκλο της το 2000, όταν το ΔΗΚΚΙ δεν μπήκε καν στη Βουλή, χάνοντας 4 ολόκληρες μονάδες σε σχέση με τις ευρωεκλογές που προηγήθηκαν.

Η πολύ σοβαρή αυτή «καβάτζα» που διέθετε το ΠΑΣΟΚ της εποχής σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές διαρροές που είχε πάντα στις ευρωεκλογές στα κόμματα της Αριστεράς, που έχασαν το 2000 πάνω από 5 μονάδες σε σχέση με το 1999, κάνουν τη συγκεκριμένη αναμέτρηση τελείως μη χαρακτηριστική, αφού στις παρούσες συνθήκες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση αντίστοιχα αποθέματα ψήφων σε άλλους κομματικούς σχηματισμούς.

Τα μικρότερα κόμματα χάνουν στις εθνικές

Σε ό,τι αφορά την επίδοση των μικρότερων κομμάτων στις ευρωεκλογές σε σχέση με τις εθνικές, μια πρώτη παρατήρηση που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο αριθμός των κομμάτων που καταφέρνουν να περάσουν του όριο του 3% και να επιτύχουν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση δεν φαίνεται να διαφέρει μεταξύ εθνικών εκλογών και ευρωεκλογών. Ο μέσος όρος των κομμάτων που αποκτούν εκπροσώπηση είναι 5,6 κόμματα για τις εθνικές εκλογές και 5,6 κόμματα για τις ευρωεκλογές -ακριβώς ο ίδιος δηλαδή στο χρονικό φάσμα που εξετάζουμε.

Εξετάζοντας τώρα τις 5 κοντινές χρονικά αναμετρήσεις που αναφέρθηκαν και παραπάνω, σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις η αθροιστική επιρροή των μικρότερων κομμάτων αυξάνεται στις εθνικές εκλογές, σε σχέση με τις ευρωεκλογές, είτε αυτές προηγούνται είτε ακολουθούν. Την ίδια στιγμή, εξετάζοντας μία προς μία τις επιδόσεις των μικρότερων κομμάτων στις αναμετρήσεις αυτές προκύπτει ότι, ένα προς ένα, σχεδόν όλα τα μικρότερα κόμματα έχουν καλύτερη επίδοση στις ευρωεκλογές απ'' ό,τι στις εθνικές που προηγούνται ή ακολουθούν.