Ο φόβος της κριτικής

Ο φόβος της κριτικής

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό μέσα στους κόλπους του φιλοευρωπαϊκού τόξου της Ελλάδας μία σοβαρή και τεκμηριωμένη κριτική σε μία σειρά επιλογών της Ευρώπης και των θεσμών της, και δεν υπήρχε φυσικά περίπτωση να μην αναζωπυρωθεί αυτή η συζήτηση με αφορμή το νέο Μνημόνιο της κυβέρνησης, ένα καταφανέστατα μη εφαρμόσιμο Μνημόνιο: οι στόχοι, αίφνης, των διαρκών και κυλιομένων υπερπλεονασμάτων δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθούν στο ύψος και στο βάθος χρόνου που ζητείται, ενώ και ο ίδιος χρονικός ορίζοντας φαντάζει (και είναι) απολύτως εξωπραγματικός, καθώς μιλά στα σοβαρά για μία περίοδο σαράντα (!) ετών, για δυο γενιές μετά — και όλα αυτά ενώ κανείς δεν ξέρει, στην πραγματικότητα, τι μας μέλλει μέσα στις επόμενες σαράντα, και πολλές λέμε, εβδομάδες. Σε κάθε περίπτωση, ζητούνται από την Ελλάδα πράγματα που η Ελλάδα, αλλά και καμία άλλη χώρα στον κόσμο, δεν μπορεί να προσφέρει. Και χαίρονται γι' αυτό.

Μολονότι όμως κυρίως χαίρεται ο γελαστός κοντός με τη γραβάτα, δείχνουν να πανηγυρίζουν για τη συμφωνία —και φαινομενικά εννοώντας το— και οι ίδιοι οι θεσμοί που συνυπέγραψαν μαζί του το έωλο Μνημόνιο. Το βίντεο που μοίρασε στα social media η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι από μόνο του αρκετό — και αρκετό για να σε παγώσει. Όλα αυτά βέβαια είναι κόκκινο πανί στα μάτια των νεο-αντιευρωπαϊστών του φιλοευρωπαϊκού τόξου της Ελλάδας.

Δεν είναι το πρώτο Μνημόνιο με λάθη, θα αντέτεινε κανείς εδώ. Λιγότερο ή περισσότερο, όλα τους νοιάζονται —για να πούμε και εμείς το πιο προφανές— για τα νούμερα, τους αριθμούς, τις εισπράξεις του κράτους, άρα ευνοούν τις περικοπές, τους φόρους και τους φόρους επί των φόρων, που είναι ο πιο εύκολος και άμεσος τρόπος για να έχει το δημόσιο ταμείο ορατά και μετρήσιμα αποτελέσματα — ό,τι έκανε και ο Νασρεντίν Χότζας με τον γάιδαρο δηλαδή, μέχρι που ο γάιδαρος μας άφησε χρόνους. Και επίσης όλα τους, άλλο λιγότερο και άλλο περισσότερο, ποσώς ενδιαφέρονται για την επιβολή (συμπαθάτε με για τη λέξη) των μεταρρυθμίσεων, τη μείωση του αδηφάγου δημόσιου τομέα ή τον εξορθολογισμό των υπέρογκων συντάξεων νεότατων ανθρώπων.

Η Ευρώπη, για να το πούμε σύντομα, από ένα σημείο και μετά αδιαφόρησε πλήρως για το πώς θα έβγαιναν οι αριθμοί που ζητούσε. Και πλέον, με τον φασουλή πρωθυπουργό μας, έναν άνθρωπο ενδοτικό, επιρρεπή στην κολακεία, αμόρφωτο και ελαφρύ, ζήτησε μεταξύ αστείου και σοβαρού την πλήρη και απόλυτη παράδοση της Ελλάδας στο παράλογο. Ποιος άλλος από τον Τσίπρα θα δεχόταν, θα υπέγραφε και από πάνω θα χαιρόταν με κάτι τέτοιο; Ουδείς. Και ποιος άλλος από τον επίσης ελαφρύ (το εννοώ μεταφορικά), με παραληρητικό λόγο και περί άλλα ενδιαφερόμενο συνεταίρο του θα το συνυπέγραφε σαλιώνοντας από τα γέλια το πιγούνι του; Ουδείς.

Όμως αυτοί οι δυο —και η Συντροφία των πρώην αλάδωτων εντέρων που τους στηρίζει και τους χειροκροτεί— είναι η λάμα του μαχαιριού. Τη λαβή, λένε οι νεο-αντιευρωπαϊστές του φιλοευρωπαϊκού τόξου της Ελλάδας, την κρατά η ίδια η Ευρώπη. Που πέταξε από την πλάτη της το Ελληνικό Θέμα, κέρδισε όσα —πολλά ή λίγα— είχε να κερδίσει, ξέχασε όσα πρέσβευε στην αρχή (περί τομών στον δημόσιο τομέα, περί ανοίγματος της αγοράς, φιλελευθεροποίησης της οικονομίας κ.τ.σ.) και, σχεδόν εκδικητικά μετά την πολύχρονη ταλαιπωρία που εξαιτίας μας υπέστη, πανηγυρίζει για τη λύση ενός προβλήματος που όμως δεν είναι λύση.

Οπότε; Τι μας μένει;

Προσωπικά θα έλεγα ότι δεν μας μένουν και πολλά, και σίγουρα όχι για όλους μας μαζί — παρά μόνο για τους όποιους άξιους και θαρραλέους, τους μετανάστες (που σαφώς θα πολλαπλασιαστούν) και τους λίγους τυχερούς. Αλλά, από την άλλη, δεν συμμερίζομαι τον (ορθό!) οργίλο προβληματισμό των καλών φίλων που τα λένε όλα αυτά, πολύ απλά γιατί δεν μπορώ να δω απολύτως καμία άλλη λύση, κανέναν άλλο σύμμαχο, καμία άλλη διέξοδο από την ευρωπαϊκή μας συμπόρευση. Και δεν μπορώ να δω, γιατί ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Θα ήταν σπουδαίο να γινόταν η Ελλάδα, με έναν μαγικό τρόπο, ένα πανίσχυρο και πλούσιο κράτος — ένα ευρωπαϊκό Ισραήλ, ας πούμε, που θα κανόνιζε τις τύχες και τις συμμαχίες του έχοντας το επάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους του (εννοώ πάντα: τη Δύση — οποιαδήποτε άλλη συμμαχία είναι θηλιά στον λαιμό μας, και θα ήταν ακόμη και τότε).

Αλλά η Ελλάδα δεν είναι ικανή να το κάνει αυτό το μαγικό — δεν είναι ικανή να κάνει αυτό το θαύμα. Δεν θα γεμίσει πεντάστερα και γήπεδα γκολφ, δεν θα αποκτήσει βιομηχανίες πολυεθνικών εταιριών, δεν θα ιδρύσει σοβαρά ιδιωτικά πανεπιστήμια κλασικών σπουδών, δεν θα ανοίξει ζώνες καινοτομίας, δεν θα παράγει ηλεκτρική ενέργεια από τον άνεμο, από το νερό, από πυρηνική σχάση για να την πουλά στους άλλους, δεν θα πανηγυρίσει ποτέ θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών — δεν θα κάνει τίποτε από όσα μπορούσε και έπρεπε να κάνει. Όχι μέσα στις επόμενες μια-δυο γενιές τουλάχιστον. Θα επιβιώνει, απλώς. Θα τα κουτσοκαταφέρνει. Και κάποια στιγμή, με τη δεύτερη τετραετία του Μητσοτάκη, θα δούμε και αυτό που λέμε «βιώσιμη ανάπτυξη», μείωση της ανεργίας και λιγότερους φόρους για όλους μας, μπας και αναπνεύσουμε. Και ενδεχομένως και επανεξέταση των συμπεφωνηθέντων αυτού του νέου, κωμικοτραγικού Μνημονίου που ΔΕΝ βγαίνει.

Εξ ου και, για όλα αυτά, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκοπεί ούτε κατ' ελάχιστον από το άρμα της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που, αν θέλει να επιζήσει, θα βρει τον δρόμο της. Και η Ευρώπη και θέλει και μπορεί να επιζήσει — και να γιγαντωθεί εκ νέου.

Η κριτική στην ΕΕ είναι σωστή. Αλλά εμένα με κάνει και τρέμω από τον φόβο μου.