Κινδυνεύει η οικονομία από την εκτίναξη του χρέους;

Κινδυνεύει η οικονομία από την εκτίναξη του χρέους;

Ο προϋπολογισμός του 2021 που κατέθεσε ο υπουργός των Οικονομικών στη Βουλή περιλαμβάνει πρωτόγνωρα δεδομένα για τα μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας. Η εκτίμηση για την ύφεση στον προϋπολογισμό αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά σε σχέση με την πρώτη εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών. Η ύφεση τώρα προβλέπεται στο 10,5% το 2020 ενώ η ανάκαμψη για το 2021 στο 4,8%.

Η χώρα για δεύτερη φορά σε μια δεκαετία θα βρεθεί με ύφεση πάνω από το 10%. Η προηγούμενη ήταν το 2011 όταν έφθασε στο 10,1%. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η ύφεση τότε απέκτησε μεγάλο βάθος γιατί η χώρα -μετά την απώλεια πρόσβασης στις αγορές- ακολούθησε από το 2010 περιοριστική δημοσιονομική πολιτική σε συνθήκες προϋπάρχουσας ύφεσης και πιστωτικής συρρίκνωσης. Αντίθετα, τώρα έχουμε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και χαλαρή νομισματική πολιτική. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό το δημοσιονομικό έλλειμμα θα φτάσει στο 9,9% του ΑΕΠ το 2020 από πλεόνασμα 1,5% το 2019.

Οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό έλλειμμα και στο ΑΕΠ οδηγούν το χρέος -σύμφωνα με τον προϋπολογισμό- στο 209% του ΑΕΠ το 2020 και στο 200% το 2021. Πρόκειται για μια πρωτοφανή εξέλιξη στην πολυτάραχη δημοσιονομική ιστορία της χώρας.

Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι η Ελλάδα με αυτό το χρέος δανείζεται με το χαμηλότερο ιστορικά κόστος. Η διαφορά αποδόσεων του ελληνικού δεκαετούς από το αντίστοιχο γερμανικό είναι στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων έντεκα ετών. Να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα το 2010 στην τελευταία προσπάθεια έκδοσης ομολόγων δανείστηκε με επιτόκιο πάνω από 6%. Η σταθερά ανοδική πορεία στη διαφορά αποδόσεων μεταξύ του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού κατέστησε αναγκαία την Άνοιξη του 2010 την προσφυγή στο θεσμικό δανεισμό: μέσω των διμερών δανείων από τους Ευρωπαίους εταίρους και του δανεισμού από το ΔΝΤ.

Που οφείλεται αυτή η μεγάλη διαφορά στη στάση των αγορών το 2020 έναντι του 2010; Κυρίως στην αλλαγή στάσης των Ευρωπαϊκών θεσμών και ιδιαίτερα της ΕΚΤ. Η παρούσα κρίση είναι συμμετρική με ασύμμετρες συνέπειες για τις χώρες της ΕΕ. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η διάρθρωση των οικονομιών είναι διαφορετική και ο δημοσιονομικός χώρος που έχουν στη διάθεσή τους για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης πανδημίας διαφέρει. Η ΕΕ για να διευκολυνθούν οι χώρες στις δημοσιονομικές τους παρεμβάσεις αποφάσισε την αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για το 2020 και 2021.

Η ΕΚΤ είχε προηγηθεί με την απόφασή της να ξεκινήσει νέο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων με αφορμή την κρίση πανδημίας. Έτσι, διασφάλισε στις χώρες της ευρωζώνης τη δυνατότητα χρηματοδότησης των ελλειμμάτων τους με δανεισμό χαμηλού κόστους. Κατ' εξαίρεση η ΕΚΤ αποφάσισε ότι θα αγοράζει και τα ομόλογα της Ελλάδας τα οποία δεν έχουν ακόμη την επενδυτική βαθμίδα. Η Ελλάδα, μετά την απόφαση αυτή, μπορεί να δανείζεται με κόστος χαμηλότερο από αυτό με το οποίο δανειζόταν πριν από την κρίση.

Για την Ευρώπη το 2010 το πρόβλημα ήταν αποκλειστικά ελληνικό

Αντίθετα, το 2010, οι Ευρωπαίοι εταίροι θεωρούσαν το πρόβλημα αποκλειστικά ελληνικό. Δεν ήθελαν να στηρίξουν χρηματοδοτικά την Ελλάδα όπως περιγράφει ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπ. Ομπάμα στο βιβλίο του η Γη της Επαγγελίας. Ο δε Διοικητής της ΕΚΤ κ. Τρισέ μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου με επιστολή του απειλούσε τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου ότι αν προχωρήσει στην υλοποίηση του «κουρέματος» του χρέους θα απέκοπτε την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών από τη ρευστότητα του ευρωσυστήματος.

Υπάρχουν όμως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χρέους που κάνουν μεγάλη τη διαφορά μεταξύ του 2009-2010 και του 2020. Τότε μεγάλο μέρος του χρέους διακρατούνταν στο εξωτερικό όπως και τώρα αλλά από ιδιώτες, ενώ σήμερα πάνω από τα 2/3 του χρέους είναι στα χέρια θεσμικών δανειστών. Είναι δηλαδή μη διαπραγματεύσιμο.

Μια άλλη σημαντική διαφορά αφορά στη μέση διάρκεια χρέους. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό η μέση υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης ήταν 6,3 έτη το 2011, ενώ στις 30/9/2020 έχει υπερτριπλασιαστεί και διαμορφώνεται στα 19,9 έτη.

«Κλειδί», η αλλαγή στα κριτήρια

Τελευταία, αλλά ίσως πολύ σημαντική διαφορά είναι ότι μετά την κρίση του 2010 η εστίαση των αναλυτών δεν είναι στο μέγεθος του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά στη δυνατότητα μιας χώρας να το εξυπηρετήσει. Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει μια χαλαρή νομισματική πολιτική έτσι ώστε ο ρυθμός ετήσιας μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ να είναι μεγαλύτερος από το ονομαστικό επιτόκιο με δεδομένες τις αποφάσεις των Ευρωπαίων που έχουν οδηγήσει σε επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους η Ελλάδα θα έχει χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης και χαμηλές ετήσιες αποπληρωμές χρέους.

Με βάση εύλογες υποθέσεις η ΕΕ στην πρόσφατη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους έδειξε ότι στο βασικό σενάριο οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους θα κινηθούν λίγο πάνω ή γύρω από το 15% του ΑΕΠ για μια περίπου εικοσαετία. Για να πέσουν στο 13% του ΑΕΠ το 2060. Η ανάλυση αυτή είναι αρκετά ευαίσθητη στην υπόθεση για την παρουσία χαμηλού μέσου επιτοκίου δανεισμού για την Ελλάδα στα επόμενα χρόνια, στη μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους όπως και στην υπόθεση για ικανοποιητική αύξηση του ΑΕΠ. Στο δυσμενές σενάριο οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΕ φθάνουν στο 20% του ΑΕΠ γεγονός που αν επιβεβαιωθεί θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στην οικονομία για άλλη μια φορά.

Οι δυσκολίες μπροστά μας

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες της ΕΕ με υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ιταλία και η Ισπανία θα βρεθούν σε δύσκολη θέση όταν οι ευνοϊκές αποφάσεις της ΕΕ και της ΕΚΤ ανακληθούν. Η ΕΚΤ δύσκολα θα ανατρέψει στα αμέσως επόμενα χρόνια τα προγράμματα αγοράς των ομολόγων. Μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε τριγμούς στην Ευρωζώνη κυρίως εξαιτίας του μεγέθους της Ιταλικής και της Ισπανικής οικονομίας.

Για να αποφύγει η Ελλάδα το ενδεχόμενο να βρεθεί αντιμέτωπη με μια απότομη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους πρέπει η κυβέρνηση να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες στην ΕΕ σε ότι αφορά το ζήτημα της αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων. Ιδιαίτερα αν καταστεί εμφανές ότι δεν θα παραταθεί η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το 2022. Η επιστροφή σε βιώσιμη ανάπτυξη πέρα από την ορθή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης προϋποθέτει και μια δημοσιονομική πολιτική που δεν θα θέτει υψηλούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Γιατί αν γυρίσουμε στους προ της κρίσης πανδημίας δημοσιονομικούς στόχους τότε θα καθηλωθεί η οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ή και σε στασιμότητα και θα χαθεί ο έλεγχος του χρέους.

Τέλος, για να ενισχύσει η κυβέρνηση τη διαφάνεια σε ότι αφορά τον μελλοντικό σχεδιασμό της για τη δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει ο Υπουργός των Οικονομικών να καταθέτει στη Βουλή ανελλιπώς -ως οφείλει εκ του νόμου 3871/2010- το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Κάτι που παρέλειψε ο ΥΠΟΙΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και ο ΥΠΟΙΚΟ της ΝΔ το 2020. Η συνεπής εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της τελευταίας δεκαετίας και η προώθηση νέων όπως η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς των δαπανών στέλνει ένα θετικό μήνυμα προς τις αγορές για τις προοπτικές της χώρας και την ομαλή και απρόσκοπτη έξοδο από την τωρινή κρίση.

* Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην Υπουργός Οικονομικών.