Η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει ευρωπαϊκά

Η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει ευρωπαϊκά

Του Παύλου Ελευθεριάδη*

Οι εξελίξεις στη Βρετανία και η προετοιμασία για μια απότομη και άτακτη έξοδο της χώρας από την ΕΕ την 31η Οκτωβρίου, δεν είναι μόνο μια δοκιμασία για την οικονομική ζωή της Ευρώπης. Είναι κυρίως μια δοκιμασία για την πολιτική της συνοχή.

Δεν έχουν όλες οι χώρες τις ίδιες σχέσεις με την Βρετανία. Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι η Γαλλία, Ιρλανδία και Ολλανδία θα επηρεαστούν περισσότερο στις εμπορικές σχέσεις τους μαζί της, αφού είναι οι γείτονές της και τα λιμάνια τους θα πρέπει να ξεκινήσουν χρονοβόρους τελωνειακούς ελέγχους. Η Πολωνία ανησυχεί για τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους που στέλνουν εμβάσματα στις οικογένειές τους. Η Ιρλανδία θα επηρεαστεί και πολιτικά, λόγω της αστάθειας που θα προκληθεί στην Βόρειο Ιρλανδία. Η Γερμανία ανησυχεί από τον βασικά αθέμιτο ανταγωνισμό που ίσως προκαλέσει μια Βρετανική βιομηχανία χωρίς περιβαλλοντική προστασία, ή εργατικό δίκαιο – όπως αυτή που οραματίζονται οι οπαδοί του Τραμπ στο Συντηρητικό Κόμμα. H Ελλάδα ανησυχεί για τους φοιτητές της, τους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους αλλά και για τις πλούσιες οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ μας και φυσικά τον τουρισμό.

Η Βρετανική διπλωματία προσπάθησε εξ' αρχής να εκμεταλλευτεί τις διαφορές αυτές μεταξύ των κρατών μελών. Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι επιδίωξε αρχικά να διαπραγματευθεί με κάθε μια χώρα χωριστά για την μετά την έξοδο εποχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο να διασπαστούν τα κράτη μέλη οργανώνοντας τις δικές τους βραχυπρόθεσμες συμφωνίες, ώστε όλοι μαζί να χάσουν το στοίχημα της μακροπρόθεσμης σχέσης με την Βρετανία. Οι 27 αποφάσισαν έτσι εξ'αρχης τον Μάιο του 2017 ότι δεν θα διαπραγματευτούν τίποτε σε διμερή βάση, αλλά θα εκπροσωπηθούν μόνο με ενιαίο τρόπο από τον διαπραγματευτή της ΕΕ Μισέλ Μπαρνιέ. Η μόνη συμφωνία με την Βρετανία θα ήταν έτσι συνολική.

Διατηρώντας την ενότητά της και άρα την ισχύ της, η ΕΕ κατάφερε ώστε η Συμφωνία Αποχώρησης που υπόγραψε η Τερέζα Μαίη τον περασμένο χρόνο να πετυχαίνει όλους τους στόχους της ΕΕ. Προστατεύει κατ' αρχήν την Ιρλανδία, δίνοντας εγγύηση ανοικτών συνόρων σε κάθε ενδεχόμενο (το λεγόμενο «backstop»), εγγυάται τα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ που ήδη ζουν στην Βρετανία, και εξασφαλίζει τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, αφού η Βρετανία συμφώνησε να καταβάλει τα 39 δισεκατομμύρια που της αναλογούν σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που είχε ήδη συμφωνήσει. Τίποτε από αυτά δεν θα είχε επιτευχθεί με διμερείς συμφωνίες.

Με την άτακτη έξοδο να είναι πλέον πολύ πιθανή, η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον άρχισε εκ νέου να ψάχνει διμερείς συμφωνίες. Σκοπός της είναι να απαλύνει τις βραχυπρόθεσμες συνέπειες της άτακτης εξόδου με κάθε χώρα ξεχωριστά. Η συστηματική αυτή προσπάθεια προκάλεσε την ασυνήθιστη αντίδραση της Γαλλίδας Υπουργού Ευρωπαiκών Υποθέσεων, Amelie de Montchalin, η οποία την Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου έκανε δημόσια κριτική στην Βρετανική κυβέρνηση για τις προσπάθειες διμερών συμφωνιών και τις καταδίκασε «ως αντίθετες στο πνεύμα των διαπραγματεύσεών μας», χωρίς να αναφέρει ποιες άλλες χώρες έχουν ξεκινήσει τέτοιες συζητήσεις με την Βρετανία για διμερείς συμφωνίες. Δήλωσε μόνο ότι μέχρι τώρα οι προσπάθειες αυτές έχουν αποτύχει.

Ας μην ξεχνάμε ότι η ανάγκη ενότητας της ΕΕ παραμένει ακόμα και αν γίνει άτακτο Brexit. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την Βρετανία ως τρίτη χώρα για μια μόνιμη εμπορική σχέση, πέραν των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου που θα ισχύσουν από την 1η Νοεμβρίου. Οι 27 έχουν δηλώσει ότι δεν θα ξεκινήσουν τέτοιες εμπορικές συνομιλίες, αν δεν συμφωνήσει –ξανά- η Βρετανία για τα τρία θεμελιώδη ζητήματα: την Ιρλανδία, τους πολίτες της ΕΕ και το χρέος της Βρετανίας στον προϋπολογισμό. Η ενότητα της ΕΕ θα είναι και τότε εντελώς κρίσιμη.

Ελπίζω ότι η ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών δεν θα παρασυρθεί από το δέλεαρ βραχυπρόθεσμων λύσεων, π.χ. για τους φοιτητές και τον τουρισμό με βάση διμερείς συμφωνίες. Η έξοδος της Βρετανίας είναι μια πολύ επώδυνη στιγμή για την Ευρώπη, αλλά είναι και μια δοκιμασία του χαρακτήρα της κάθε χώρας ξεχωριστά. Πρέπει να κοιτάζουμε πάντα το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ελλάδας, το οποίο είναι και το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ευρώπης. Αν μείνουμε ενωμένοι με τους εταίρους μας σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή θα πετύχουμε πολλά περισσότερα., ενώ θα έχουν κάθε λόγο και εκείνοι να είναι ενωμένοι μαζί μας για τα θέματα π.χ. της Κύπρου και του Ανατολικού Αιγαίου, ή του μεταναστευτικού. Αν εμείς βλάψουμε την συνοχή της ΕΕ σε αυτή τη φάση, ίσως είμαστε οι μεγάλοι χαμένοι στην επόμενη.

Η νέα κυβέρνηση, με την μεθοδική και σοβαρή δουλειά που έχει κάνει -εδώ και χρόνια- ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει κερδίσει την αναβάθμιση της Ελλάδας στους ευρωπαiκούς θεσμούς. Αυτό δείχνει η αναγνώριση της Ελλάδας στο πρόσωπο του Μαργαρίτη Σχοινά, που –χωρίς να το περιμένουμε– κέρδισε μια από τις αντιπροεδρίες της Επιτροπής. Η αναβαθμισμένη θέση μας θα δοκιμαστεί όμως τις ημέρες που έρχονται με το Brexit. Έχει έλθει η σειρά μας να δείξουμε αλληλεγγύη στην Ιρλανδία, την Γαλλία και τις άλλες χώρες, απέχοντας από κάθε διμερή συμφωνία με την Βρετανία, εκτός εάν κάτι τέτοιο επιτρέπεται ρητά από μια συνολική συμφωνία που θα κλείσει ο Μισελ Μπαρνιέ. Κάθε άλλη επιλογή θα βλάψει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας μας.

* O Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.