Γιατί τα ινδικά ομόλογα «Μασάλα» μας αφορούν;

Του Κωνσταντίνου Βέργου*

Μετά τη σημαντική επιτυχία των κινεζικών ομολόγων ντιμ-σαμ (Dim sum bonds) κατά τα τελευταία πέντε έτη, ήρθε η σειρά των Ινδών να εκδώσουν τα δικά τους ομόλογα. Τα λεγόμενα ομόλογα Μασάλα (Masala bonds). Πρόκειται για ομόλογα εταιρειών που εκδίδονται σε διεθνείς, εκτός Ινδίας, αγορές και είναι στη Ρουπία, το ινδικό εθνικό νόμισμα.

Με αυτά τα ομόλογα, ινδικές, κυρίως, εταιρείες αντλούν κεφάλαια, δανειζόμενα στο εθνικό νόμισμα και πληρώνοντας σε αυτό. Ευνόητο είναι ότι όποιος παίρνει τα ομόλογα αυτά λαμβάνει ρίσκο που σχετίζεται τόσο με τις εταιρείες που τα εκδίδουν, όσο και με τον συναλλαγματικό κίνδυνο.

Αυτός, όμως, είναι και ο λόγος που αυτά τα ομόλογα είναι σημαντικά. Καταρχήν βοηθούν εταιρείες που οι συναλλαγές τους, και το κόστος τους, είναι κυρίως στο εγχώριο νόμισμα να δανειστούν με καλύτερους όρους. Οι ξένοι επενδυτές, με τη σειρά τους, απολαμβάνουν υψηλά επιτόκια. Η χώρα, τέλος, επωφελείται από τις επενδύσεις, καθώς τα κεφάλαια που εισρέουν βοηθούν στην ανάπτυξη των εταιρειών, χωρίς τη βοήθεια ξένου νομίσματος ή τη μεταφορά συναλλαγματικού κινδύνου στις εγχώριες εταιρείες.

Η χώρα επωφελείται, επίσης, καθώς το νόμισμα διεθνοποιείται, γίνεται πιο διευρυμένο μέσο ανταλλαγής, μέσω των ομολόγων αυτών. Όσο πιο σταθερή η ισοτιμία του νομίσματος Ρουπία προς άλλα ξένα νομίσματα, τόσο το καλύτερο, καθώς το premium (έξτρα επιτόκιο) που θα απαιτηθεί από τους επενδυτές θα είναι μικρό, αν η μεταβολή ισοτιμίας είναι μικρή. Υπάρχουν όμως όρια. Οι εταιρείες μπορούν να δανειστούν με αυτόν τον τρόπο, ως πρόσφατα, το ισότιμο μέχρι του ποσού των 750 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, ετησίως, ενώ επίσης υπάρχει ελάχιστη διάρκεια ομολόγων 5 έτη.

Τα πρώτα τέτοια ομόλογα εκδόθηκαν από την IFC, θυγατρική της Παγκόσμιας Τράπεζας, προ 2 ετών, με καλή επιτυχία, ενώ τώρα διευρύνεται η έκδοσή τους. Ινδικές εταιρείες στον χώρο της Βιομηχανίας Μετάλλων και Κατασκευών αναμένεται να χρησιμοποιήσουν ευρύτατα αυτό το μέσο. Αν και για φέτος, μόλις 6 δισ. δολάρια αναμένεται να αντληθούν, το μέλλον είναι λαμπρό, καθώς, αν κρίνουμε από τα αντίστοιχα κινέζικα ομόλογα «ντιμ-σαμ», για ξένους επενδυτές και εκείνα αλλά στο κινέζικο νόμισμα, των οποίων οι εκδόσεις τετραπλασιάστηκαν σε χρήση μέσα σε 12 μόλις μήνες από τότε που άρχισαν να πρωτοεκδίδονται μαζικά. Σημειώνουμε, πάντως, ότι η χρήση αυτών των ομολόγων μόνο συμπληρωματική μπορεί να είναι των ομολόγων σε «σκληρό» συνάλλαγμα, ενώ επίσης αφορούν συνήθως μεγάλες εταιρείες, άρα δεν αποτελούν συνταγή «δια πάσαν νόσο και ασθένεια».

Αυτά τα ομόλογα είναι σημαντικά, και για την ελληνική αγορά, καθώς δείχνουν ότι ακόμη και νομίσματα με σημαντική αστάθεια (όπως το ινδικό) ή μικρή εμπορευσιμότητα εκτός χώρας (όπως το κινέζικο) μπορούν να αποτελέσουν νόμισμα έκδοσης ομολόγων για εταιρείες. Να σημειώσουμε ότι η ινδική Ρουπία υποτιμάται κατά 15% ετησίως κατά τα τελευταία έτη έναντι του δολαρίου. Αποτελούν, επομένως, ένα υπόδειγμα επίλυσης πηγών κεφαλαίων σε περίπτωση που μια χώρα όπως η Ελλάς, κάτω από αδιέξοδα (που ας ελπίσουμε να μην υπάρξουν), εξωθηθεί σε έξοδο σε εθνικό νόμισμα, καθώς θα επιτρέψουν σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες την απευθείας χρηματοδότηση και σε εθνικό νόμισμα, και την απρόσκοπτη ανάπτυξη τους και να διευρύνουν σημαντικά τα επιχειρηματικά ομόλογα της Ελλάδος, αλλά και τη χρήση του εγχώριου νομίσματος, αν και εφόσον αυτό χρειαστεί.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία

Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.