Φιλελευθερισμός, κρατισμός και οικοδομή

Φιλελευθερισμός, κρατισμός και οικοδομή

Του Γεώργιου Β. Βελτσίστα

Ο φιλελευθερισμός απεχθάνεται κάθε μορφή συντεχνιασμού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κεκαλυμμένος ωφελιμισμός των πολλών εναντίον του ατόμου. Γι' αυτό ότι διαβάσετε σε αυτό το άρθρο θα πρέπει να το φιλτράρετε μέσω του γενικού context ότι ο γράφων απεχθάνεται οτιδήποτε γίνεται ενάντια στο άτομο και δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση, εξαιτίας του επαγγέλματός του, να βοηθήσει τη συντεχνία των μηχανικών αλλά τον μηχανικό ατομικά, τον εργοδότη που επιθυμεί το αρτιότερο αποτέλεσμα και τέλος το σύνολο που απαιτεί αισθητική, λειτουργικότητα, ρυμοτομία και ασφάλεια. Άλλωστε οι προθέσεις ενός φιλελεύθερου πρέπει να είναι πάντα το πως μέσα από τον ατομικισμό και το ατομικό όφελος θα βελτιωθεί το σύνολο και στις μέρες μας έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι οι φιλελεύθερες ατομικιστικές κοινωνίες είναι οι πιο προοδευτικές και αναπτυγμένες (ακόμα και στις κοινωνικές παροχές). Η οικοδομή άλλωστε, περισσότερο απ' όλα τα τεχνικά έργα, είναι τις περισσότερες φορές το αποτέλεσμα ατομικών, οικογενειακών ή εταιρικών οραμάτων.

Ο κρατισμός, ο παρεμβατισμός, ο κεντρικός σχεδιασμός, η γραφειοκρατία, η οχλοκρατία, η ψηφοθηρία, η διαφθορά και όλες αυτές οι διαφορετικές εκφάνσεις και αποτελέσματα του σοσιαλισμού δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη την οικοδομή, τον τομέα εκείνο της οικονομίας που είναι ο πιο εμφανής από όλους τους άλλους τομείς της γύρω μας.

Θα αναφέρω εδώ μερικά τα σοβαρότερα προβλήματα που έχω αντιμετωπίσει ως τώρα, έχοντας εμπλακεί στην κατασκευή κτιρίων επαγγελματικής χρήσης και κατοικίας.

Ας ξεκινήσουμε από μια βασική μονάδα της κατασκευής που είναι ο μηχανικός. Η απελευθέρωση του κόστους οικοδομικής αδείας, η οποία φυσικά είναι θεμιτή και επιθυμητή για όσους κατανοούμε και πιστεύουμε στον φιλελευθερισμό, ανέδειξε το πρόβλημα του πλαφόν καθορισμού αμοιβών που ίσχυε 30 χρόνια και κατάστρεψε σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία των μηχανικών.

Όταν ένας πελάτης γνώριζε πως η αμοιβή μηχανικού είναι κλειδωμένη και στάνταρντ -φυσικά για να προστατευτούν τα δημόσια έσοδα κατά πρώτον και δευτερευόντως τα έσοδα του μηχανικού- δεν είχε κανένα λόγο να κάνει έρευνα αγοράς και έτσι επί 3 δεκαετίες εξισωνόταν ο νέος και άπειρος μηχανικός με τον παλιότερο και έμπειρο, ο εξειδικευμένος γνώστης μηχανικός με αυτόν που δεν κατείχε το αντικείμενο και απλά ήξερε να βγάζει άδειες χωρίς συχνά σοβαρή μελέτη εφαρμογής και με τελική ζημία που μετακυλιόταν στον πελάτη και την κατασκευή. Ήταν λογικό να χωριστούν οι μηχανικοί ανάμεσα σε αυτούς που βγάζουν άδειες και σε αυτούς που αναλάμβαναν εργολαβικά τις κατασκευές γιατί η γραφειοκρατία στην Ελλάδα στηρίζει πολλούς δευτερεύοντες τομείς επαγγελμάτων εις βάρος ΠΑΝΤΑ της συνολικής ποιότητας του αποτελέσματος. Σε κάθε επάγγελμα υπάρχει, ο επιστήμονας, ο «εφαρμοστής» και ο καταφερτζής των δημοσίων υπηρεσιών.

Ειδικά για το επάγγελμα του μηχανικού λοιπόν εάν δεν υπήρχε η ανάγκη για το 3ο τότε τα δύο πρώτα, όπως γίνεται σε όλα τα σοβαρά κράτη, θα συνεργαζόταν με την μελέτη το 1ο και την κατασκευή το 2ο.

Η αναγκαία απελευθέρωση λόγω της κρίσης αρχικά επέφερε ένα παράπλευρο πρόβλημα και δεν έχει αφομοιωθεί σωστά από τους εργοδότες και τους μηχανικούς αλλά όπως κάθε απελευθέρωση θα χρειαστεί χρόνια για να εξυγιάνει την αγορά.

Τώρα λοιπόν γενικά προτιμούνται οι πιο φθηνοί μηχανικοί και όχι οι πιο ποιοτικοί και η απαξίωση που αναφέραμε πριν είναι η βασική υπεύθυνη γι' αυτό. Οι περισσότεροι μηχανικοί που κατάφεραν να μείνουν στην Ελλάδα ασχολούνται στα χρόνια της κρίσης με γραφειοκρατικά ζητήματα δηλαδή με φθηνή έκδοση αδειών ή νομιμοποιήσεων. Ζώντας σε μια βαθιά σοσιαλιστική κοινωνία όπως η ελληνική, πολλοί μηχανικοί παραμένουν έως και την 3η δεκαετία της ζωής τους ακόμα στην οικογενειακή θαλπωρή προσπερνώντας έτσι την ανάγκη για τα βασικά έξοδα διαβίωσης ενός μηχανικού. Η Ελλάδα ήταν δεύτερη μετά την Ιταλία σε αυτό το φαινόμενο βάσει έρευνας με τις πιο φιλελεύθερες οικονομικά χώρες του βορρά να είναι στον αντίποδα.

Αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια σοβαρή κοινωνία ευθύνης και στον τομέα μας δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό στην κατασκευή. Η αδειοδότηση εμπεριέχει πρωτίστως και μελέτες και οι περισσότεροι εργοδότες αδιαφορούν για την ποιότητα των μελετών ή την χρήση αρχιτέκτονα μηχανικού που είναι 100% απαραίτητα σε ένα κτίριο και είναι αδύνατο ένας νέος μηχανικός να εκπονεί όλες εκείνες τις σωστές μελέτες με τις πενιχρές έως αστείες αμοιβές που ζητάνε συνήθως. Η σωστή μελέτη ενός κτιρίου, ακόμα και κατοικίας αποτελεί συλλογική εργασία. Η λύση είναι η επιμονή στην απελευθέρωση φυσικά και η υπομονή για να διαδοθούν μαζικότερα οι έννοιες της ποιότητας και της έρευνας αγοράς για καλύτερες κατασκευές και άρα καλύτερες μελέτες.

Για ποιοτική και συνδεδεμένη με την αγορά τριτοβάθμια εκπαίδευση ούτε λόγος φυσικά αφού το ελληνικό πολυτεχνείο αποτελεί απλά ένα προθάλαμο βασικής γνώσης και η εκπαίδευση των μηχανικών είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της αγοράς, οπότε είναι εύκολο να αντιληφθεί κάποιος ότι οι περισσότεροι νέοι μηχανικοί μας έχουν μείνει ιδιαίτερα πίσω τεχνικά λόγω της ανύπαρκτης αγοράς στην κρίση.

Η πρότερη στρέβλωση καθορισμού τιμών από το κράτος μας δίνει το έναυσμα για να αναφέρουμε ένα παρόμοιο πρόβλημα που επηρέασε την κατασκευή τις τελευταίες δεκαετίες. Η μη ελεύθερη δόμηση με περιορισμούς που θα μπαίνουν μόνο από μια σοβαρή και εκπαιδευμένη τοπική κοινωνία (φιλελεύθερη θέση) εξώθησε μεταπολεμικά τον κεντρικό σχεδιασμό να μεγεθύνει το πρόβλημα προκρίνοντας την αντιπαροχή ως λύση. Αυτή μπορεί μεν να δημιούργησε αρχικά πλούτο και κατοικία για τις ανάγκες του λαού αλλά επέφερε τελικά προβλήματα όπως αντιαισθητικές κατασκευές, κακή ρυμοτόμηση και μαζική αστικοποίηση.

Η ανάγκη για μαζικές κατασκευές αλλά κυρίως η απώλεια πόρων που αναπόφευκτα είχαν οι εργολάβοι και οι πολιτικοί μηχανικοί για να δώσουν τα ποσοστά στον οικοπεδούχο, περιόρισε τις αισθητικές παρεμβάσεις που είναι συνυφασμένες με το ρόλο του αρχιτέκτονα μηχανικού για λόγους οικονομίας και αυτό ως συνέπεια έφερε όλα αυτά τα εκτρωματικά αποτελέσματα που βλέπουμε γύρω μας. Έχουμε τις πιο άσχημες πόλεις της Ευρώπης και αυτό λέει πολλά. Η νοοτροπία αυτή έχει πλέον εμποτιστεί στον Έλληνα. Τα τελευταία χρόνια μόνο βλέπουμε προσπάθειες για αισθητική αναβάθμιση με την όλο και συχνότερη ανάθεση σε αρχιτέκτονες μηχανικούς του σχεδιασμού του έργου.

Το αστείο είναι ότι πολλοί θεωρούν την αντιπαροχή ως φιλελεύθερο μέτρο ενώ δεν υπάρχει ουσιαστικά φιλελεύθερο μέτρο σε καθορισμένη ανελεύθερη αγορά με κατανομή του δικαιώματος δόμησης με στρεβλά κριτήρια.

Στα θετικά και πραγματικά απρόσμενα η ηλεκτρονική αδειοδότηση οικοδομών από τις πολεοδομίες χάρη στο ΤΕΕ που ανέπτυξε την ηλεκτρονική πλατφόρμα και την κυβέρνηση που επιτέλους προχώρησε (να λέμε και τα θετικά) τις αλλαγές που απαιτούσε αυτή η λύση. Εκατοντάδες χιλιάδες εργατοώρες κάθε χρόνο εξοικονομούνται έτσι υπέρ της ποιότητας του κτιρίου και εις βάρος συμφερόντων -δημοσίων και ιδιωτικών- που όλοι γνωρίζουμε και παρασιτούσαν και αυτά για δεκαετίες εις βάρος της κατασκευής.

Για την κτηματογράφηση και δασική αποτύπωση τα πράγματα είναι πιο εύκολα να γίνουν αντιληπτά και σε έναν μη γνώστη.
Αναρίθμητες οι επενδύσεις που σταμάτησαν ή καθυστέρησαν εξαιτίας προβλημάτων που δημιουργεί η καθυστέρηση ύπαρξης ηλεκτρονικών χαρτών με GIS και την πληροφορία άμεσα διαθέσιμη.

Θα ήθελα να μοιραστώ μία από τις αναρίθμητες ιστορίες που έχω ακούσει όλα αυτά τα χρόνια. Όταν ο καπετάν Κωνσταντακόπουλος ξεκίνησε το 1992 στην Μεσσηνία να βάλει μπρος το τελευταίο του όνειρο, μου έλεγε πελάτης και βασικός αρχικά οικονομολόγος της επένδυσης, έφερε 2 φορτηγά με σχέδια και τα πάρκαρε έξω από την πολεοδομία Καλαμάτας. Αντί λοιπόν να του ορίσει το κράτος 2 έξτρα υπαλλήλους να τρέξουν τους ελέγχους ή και μια ιδιωτική εταιρία ελέγχου ακόμα, αδιαφόρησαν και καθυστέρησαν την επένδυση 15 ολόκληρα χρόνια. Όλοι πλέον βλέπουμε τις αλλαγές που επέφερε στη Μεσσηνία η ιδιωτική αυτή πρωτοβουλιά και το όνειρο ενός ατόμου.

Η μίζα έγινε γρηγορόσημο και στο τέλος απέκτησαν ηθική υπόσταση. Ο υπάλληλος που τα έπαιρνε για να γίνεται η δουλειά των εργοδοτών και των μηχανικών κατέληξε να θεωρείται ο σωστός, αυτός που αφήνει την αγορά να κινηθεί απρόσκοπτα.

Ένα άλλο καρκίνωμα στην κατασκευή είναι οι αναρίθμητες επενδύσεις που φρενάρουν στις αρχαιολογικές υπηρεσίες, άλλοτε βάσιμα -μη ξεχνάμε ότι το brand name της χώρας ευτυχώς ή δυστυχώς πατάει πάνω στο παρελθόν της- και άλλοτε χωρίς λογική. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ξενοδοχείο πολλών χιλιάδων κλινών να σταματάει από αγαλματίδιο ύψους 8 εκ. , που μάλιστα ήταν και φερτό με ιζήματα στο οικόπεδο. Από την άλλη πλευρά, θυμάμαι υποψήφιο πελάτη αλλοδαπό, να ζητάει να αναδείξει τα αρχαία των θεμελίων του ξενοδοχείου που θα ανέγειρε, με ανθεκτικά τζάμια δαπέδων και η αρχαιολογία να επιμένει να μπαζωθούν αφού καταγράφηκαν για να προχωρήσει το κτίριο. Ποιον ειλικρινά θα έβλαπτε το να βλέπουν τουρίστες αρχαία κάτω από το δάπεδο του lobby; Μια πρακτική που ήδη εφαρμόστηκε στο κτίριο ορόσημο της ΕΤΕ στη Συγγρού επιτυχώς.

Σε πολεοδομίες, υπηρεσίες βιομηχανίας και ανάπτυξης, αρχαιολογικές υπηρεσίες, μηχανολογικές υπηρεσίες, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, δημόσια κτήματα, κατώτερες και ανώτερες ελεγκτικές υπηρεσίες, παντού επενδυτές και άνθρωποι που «θέλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους» αφημένοι στο έλεος μανδαρίνων να γερνάνε ή και πεθαίνουν άπρακτοι στη χειρότερη ή να χάνουν κεφάλαια εξαιτίας ευθυνόφοβων, φοβικών ιδρυματικά απέναντι στους συναδέλφους τους, τεμπέληδων, διεφθαρμένων ή ακόμα και άρρωστων σαδιστών, που απλά εχθρεύονται οτιδήποτε έχει να κάνει με ιδιωτική πρωτοβουλία.
Και το χειρότερο είναι ότι στις 80 από τις 100 περιπτώσεις οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι είναι φορείς των νοοτροπιών αυτών και έμμεσοι δημιουργοί των προβλημάτων που γυρνάνε πάνω τους.

Όσον αφορά τώρα τις κτιριακές κατασκευές από ενεργειακής απόψεως, η καθυστέρηση είναι ιδιαίτερα μεγάλη στην πρόοδο για υφιστάμενες κυρίως κατασκευές. Το λατρεμένο μας κράτος προσπάθησε να βοηθήσει είναι η αλήθεια αλλά μάλλον κακό έκανε παρά καλό. Η λύση της θερμοπρόσοψης θα μπορούσε να λύσει εύκολα τα ενεργειακά αλλά και τα αισθητικά προβλήματα των κατοικιών και πολυκατοικιών των πόλεων με πολύ μικρό σχετικά κόστος και να αναθερμάνει την αγορά στα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Η σύνδεσή της με τραπεζικό δάνειο και επιδοτήσεις χρονοβόρες γραφειοκρατικά αντί για φορολογικά ή άλλα οικονομικά κίνητρα την έκανε απόμακρη σε συνδυασμό και με τις αδύναμες τράπεζες. Οι επεμβάσεις του κράτους δεν έλαβαν υπόψη το βασικό πρόβλημα στις πολυκατοικίες που είναι οι πολλοί ιδιοκτήτες. Φανταστείτε να πρέπει να συνεννοηθούν όλοι αυτοί κάθε φορά για δάνεια και επιδοτήσεις ενώ οι διαδικασίες θα έπρεπε να γίνονται από τις εργολήπτριες εταιρίες σε fast track και να πωλούνται έτοιμες λύσεις στους ιδιοκτήτες.

Ας επανέλθουμε όμως και πάλι στο θέμα της επιτρεπόμενης δόμησης.

Έχουμε ακούσει συχνά ότι η Ελλάδα είναι το καλύτερο φιλέτο του κόσμου. Αυτό ως ένα σημείο θα μπορούσε να ισχύει αν αφήναμε το κεφάλαιο να το εκμεταλλευτεί. Από ένα σοβαρό κράτος η αγορά θα περίμενε έναν έξυπνο και λειτουργικό ρυμοτομικό σχεδιασμό και όλα τα υπόλοιπα θα τα αναλάμβανε το κεφάλαιο όπως έγινε σε χώρες που δεν είχαν ούτε τα ελάχιστα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας. Το δικαίωμα μεγάλου ύψους στις κατασκευές θα άνοιγε χώρους, θα έλυνε προβλήματα κίνησης, παρκαρίσματος, θα αύξανε την ποιότητα ζωής των γειτονιών των πόλεων με ενοποιήσεις τετραγώνων και θα αξιοποιούσε ακόμα και αρχαιολογικούς χώρους που τώρα είναι θαμμένοι. Φυσικά κανείς δεν θέλει να κρύβει την Ακρόπολη αλλά αυτό το εμπόδιο λύνεται εύκολα ώστε μια μέρα όλοι να μπορούν να έχουν οπτική πρόσβαση σε αυτή με κλιμακωτή κατά ύψος επιτρεπόμενη δόμηση αυξανόμενη με την απόσταση από το μνημείο.

Αυτά θα πρέπει να αρχίσουν να διευθετούνται νομικά καθώς σύντομα οι πολυκατοικίες θα φτάσουν σε μεγάλο βαθμό παλαιότητας και θα χρήζουν κατεδάφισης. Σε περιοχές όπως η Γλυφάδα όμως και μάλιστα στο πολύπαθο project του Ελληνικού, η καθιέρωση ορίου στο ύψος είναι αστεία. Το παράδειγμα της Λάρνακας με τα υψηλά παράκτια κτίρια που χτίζονται μας δείχνει το δρόμο. Είναι πραγματικά κουτό να περιορίζουμε χωρίς λόγο τα όρια μιας επένδυσης, κυρίως όταν αυτή πουλιέται από το κράτος και είναι εύκολο να την περάσεις ως ιδέα και στους κρατιστές που το μόνο που τους νοιάζει είναι η ευρωστία των κρατικών ταμείων.

Το Σύνταγμά μας έχει πολλές αγκυλώσεις είναι η αλήθεια. Μια βασική αγκύλωση είναι το ότι αν ανοίξεις τους όρους πχ στο Ελληνικό θα αρχίσουν να πιέζουν και άλλοι για συντελεστή δόμησης αλλά κάποτε πρέπει να συμφωνήσουν όλοι στα αυτονόητα και να δοθεί αυτό το δικαίωμα σε όποιον μπορεί να επενδύσει και να παράξει πλούτο.

Δεν μπορεί εν προκειμένω να μένει τόσα χρόνια ανενεργή η μεταφορά συντελεστή δόμησης. Γιατί τόσος πλούτος να παραμένει μεταφορικά και κυριολεκτικά ως αέρας και ένα ανενεργό δικαίωμα στα κιτάπια συμβολαιογραφείων;

Θα ήθελα να τελειώσει αυτό το άρθρο με έναν θρίαμβο του φιλελευθερισμού στις κατασκευές, τη σαρωτική διάδοση της πλατφόρμας Airbnb στην Ελλάδα που ήρθε να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες για τουριστική κατοικία στην Αθήνα και σε όλη την επικράτεια.

Λογικό ήταν αυτή η έκρηξη να φέρει αυξήσεις ενοικίων καθώς ο περιορισμός δόμησης από το κράτος που αναφέραμε πριν δεν άφησε στο παρελθόν και δεν αφήνει και τώρα την αγορά να καλύψει ικανοποιητικά γρήγορα το κενό αφού το χαμηλό δικαίωμα σε συντελεστή κάλυψε όλα τα οικόπεδα της Αθήνας και η κρίση σε αγορά και τράπεζες δεν επιτρέπει την εύκολη και γρήγορη ανέγερση νέων κατοικιών προς ενοικίαση. Οι φόροι του κράτους και ο ΕΝΦΙΑ κάνουν άλλωστε ασύμφορη την επένδυση σε κατοικίες.

Τι κάνει η αριστερή κυβέρνηση για να λύσει το πρόβλημα; Αυτό που ξέρει να κάνει μόνο. Φορολογεί το Airbnb με προοπτική να το φορολογήσει και άλλο για να ολοκληρωθεί η παράνοια των κρατιστών.

Πρόκειται για ομαδική ψύχωση πλέον η λάθος αντίδραση σε κάθε τι καινοτόμο και παραγωγικό και δυστυχώς ούτε η ευρωπαϊκή ένωση έχει δείξει καλύτερα δείγματα στην αφομοίωση τέτοιων νέων μορφών οικονομίας. Μπορούμε να πούμε και με βεβαιότητα ότι τις περισσότερες τις κυνηγάει και ανηλεώς.

Ίσως θα πρέπει να συμβιβαστούμε με το ότι ο κρατισμός θα συνεχίσει για χρόνια να βάζει εμπόδια στη σωστή λειτουργία της αγοράς. Πολύ περισσότερο στην οικοδομή όπου τα υπάρχοντα κτίρια δεν μπορούν να αντικατασταθούν εύκολα και θα αποτελούν πρόβλημα για δεκαετίες στην καλύτερη περίπτωση.

Το ζητούμενο είναι η -έστω και αργή και σταδιακή- αλλαγή της νοοτροπίας, του Έλληνα και των πολιτικών μας στη συνέχεια, ή πολιτικοί με όραμα που θα αψηφήσουν τα εμπόδια και θα ηγηθούν νομοθετώντας ή καλύτερα απονομοθετώντας (deregulation) μπροστά από την εποχή τους για να γίνουν οι πόλεις, τα χωριά και οι οικισμοί μας πιο βιώσιμα και ανθρώπινα, τα κτίριά μας πιο λειτουργικά και όμορφα και η αγορά πιο αποδοτική για το καλό επενδυτών και κοινωνίας.

* Ο Γεώργιος Β. Βελτσίστας είναι Πολιτικός Μηχανικός