Έναυσμα για μια Τετραετία Αντίστασης

Έναυσμα για μια Τετραετία Αντίστασης

Του Βάιου Τριανταφύλλου*

Η σημερινή ορκωμοσία του προέδρου των ΗΠΑ σηματοδοτεί, πιθανώς για πρώτη φορά στην ιστορία τόσο ξεκάθαρα, την ταύτιση μιας έντονα φασίζουσας ρητορικής με τα συμφέροντα της αμερικανικής άρχουσας τάξης – γνωστής και ως το «ένα τοις εκατό» όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται – στο πρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας της χώρας.

Η ταύτιση αυτή, δυστυχώς, δεν περιορίζεται στον απολυταρχικό, δισεκατομμυριούχο πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά επεκτείνεται και στα προτεινόμενα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, τα οποία πιθανώς θα εγκριθούν από τη Γερουσία: μεταξύ άλλων, οι Rex Tillerson (εξωτερικών), απερχόμενος πρόεδρος της ExxonMobil, Scott Pruitt (Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας), αρνητής της κλιματικής αλλαγής, και Steven Mnuchin (οικονομικών), πρώην στέλεχος της Goldman Sachs. Οι επιλογές αυτές έρχονται σε πλήρη ταύτιση με τις θέσεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, το οποίο, όπως προκύπτει από την «Ρεπουμπλικανική Πλατφόρμα του 2012», σε μια στροφή 180 μοιρών ξαφνικά, και με ύποπτο τρόπο, απέρριψε την κλιματική αλλαγή ως μια αυταπάτη κατασκευασμένη από «οικολόγους εξτρεμιστές».

Καιρό τώρα το «Μέγα Παλαιό Κόμμα» (GOP) υποστηρίζει την ελαχιστοποίηση της κυβερνητικής  επεμβατικότητας στην αγορά και τον ιδιωτικό τομέα. Όμως, το γεγονός ότι το GOP προωθεί αυτή την πολιτική δίχως όρια, αποδεικνύει πως μοναδικός σκοπός του είναι να διατηρήσει και να διαιωνίσει ένα περιβάλλον ανεκτικότητας απέναντι στην αύξηση των κερδών πολυεθνικών πετρελαϊκών, όπως λόγου χάρη η ExxonMobil, εταιριών παραγωγής ενέργειας και μεγάλων τραπεζών, που έχουν επενδύσει στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.

Η πολιτική της προσήλωσης στην εντατική εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων δείχνει πως το μόνο είδος εξτρεμισμού στα ζητήματα ενέργειας και περιβάλλοντος είναι ο επιχειρηματικός εξτρεμισμός, υπέρ του κέρδους με κάθε κόστος και της νομοθέτησης προς όφελος πετρελαϊκών εταιρειών, εταιριών παραγωγής ενέργειας και τραπεζών. Τις πολιτικές αυτές στηρίζουν τόσο το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στην «Ρεπουμπλικανική Πλατφόρμα του 2016» όσο και ο Donald Trump.

Την ίδια στιγμή, η αύξηση των επιπέδων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, η συνεχής αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας από το 1980, αλλά και η μείωση της μάζας του πάγου τόσο στη Γροιλανδία όσο και στην Ανταρκτική, σύμφωνα με τα στοιχεία της NASA, καθιστούν ολοφάνερη την κλιματική αλλαγή και την περιβαλλοντική κρίση. Την ίδια στιγμή οι πεπερασμένοι πόροι ορυκτών καυσίμων εξαντλούνται με γοργούς ρυθμούς. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραμέτρων καθιστά την συνεχή επένδυση σε ορυκτά καύσιμα κοντόφθαλμη και αναδεικνύει την ανάγκη για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).

Το GOP «υποστηρίζει την ανάπτυξη όλων των μορφών ενέργειας, οι οποίες είναι εμπορεύσιμες σε μια ελεύθερη οικονομία δίχως επιδοτήσεις», κάτι το οποίο αποκλείει εκ των πραγμάτων την συστηματική ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ο Trump σκοπεύει να εξορύξει «σχιστόλιθο, πετρέλαιο και φυσικό αέριο αξίας 50 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και εκατοντάδες χρόνια αποθεμάτων γαιάνθρακα», σύμφωνα με το «Πρώτο Σχέδιο Ενέργειας για την Αμερική», το οποίο είναι αναρτημένο στον επίσημο ιστότοπο της καμπάνιας του. Έτσι, σκοπεύει να αποκλίνει από το «Σχέδιο Παροχής Καθαρής Ενέργειας» του Obama, το οποίο είχε στόχο την «μείωση κατά 30 τοις εκατό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που προέρχονται από τον τομέα παραγωγής ενέργειας έως το 2030», ούτως ώστε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της ελεύθερης οικονομίας.

Το δεύτερο στοιχείο αυτής της καταστροφικής πολιτικής είναι η άρνηση της φορολόγησης στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, με την πρόφαση πως αυτό θα συμβάλλει στη μείωση του κόστους της ενέργειας. Η αποφυγή εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όμως, θα αφεθεί στην κρίση των μεγάλων ιδιωτών παραγωγών ενέργειας, παρ' ότι η εφαρμογή της έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντά τους: Σύμφωνα με το αμερικανικό Γραφείο Προϋπολογισμού, η επιβολή αυτού του φόρου θα μείωνε τις εκπομπές κατά 8 τοις εκατό μέσα στην επόμενη δεκαετία, αλλά θα κόστιζε σχεδόν 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια στους ιδιώτες παραγωγούς. Είναι ξεκάθαρο πως οι μόνοι που θα επωφεληθούν από αυτή την πολιτική, είναι οι παραγωγοί ενέργειας, οι οποίοι φυσικά και δεν είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν το παραμικρό μερίδιο κέρδους, ώστε να μπούμε σε μια τροχιά μακροχρόνιας περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.

Ενώ τα κίνητρα αυτής της πολιτικής είναι πολύ συγκεκριμένα, ο Trump χρησιμοποιεί τον συνήθη φαρισαϊσμό του για να πείσει το λαό, πως η πολιτική του θα ωφελήσει την αμερικανική χαμηλόμισθη εργατική τάξη. Τόσο ο Trump όσο και το GOP επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της πολιτικής με την πρόφαση πως θα αποτρέψουν την μείωση των θέσεων εργασίας, που είναι συνυφασμένη, λ.χ. με το κλείσιμο των ορυχείων. Αυτό είναι, φυσικά, αληθές, αλλά εσκεμμένα αποκρύπτουν πως στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας υπολογίζεται ότι μπορούν να δημιουργηθούν γύρω στο 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας μέχρι το 2030, σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Ανανεώσιμης Ενέργειας.  Επομένως, με σωστή μεθόδευση, θα μπορούσαν να αποκατασταθούν εργαζόμενοι οι οποίοι επηρεάστηκαν από την αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής. Είναι οφθαλμοφανές, λοιπόν, πως αυτή η ενεργειακή πολιτική όχι μόνο δεν ωφελεί τις φτωχές εργατικές οικογένειες βραχυπρόθεσμα, αλλά τις βλάπτει μακροπρόθεσμα καθώς τα προτεινόμενα μέτρα είναι καταστροφικά για το περιβάλλον και τις κοινωνίες τους.

Είναι εξ΄ αρχής φανερό, πως ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έρχεται στην εξουσία για να διοικήσει υπέρ των συμφερόντων της αμερικανικής άρχουσας τάξης, δηλαδή και των δικών του. Ακόμη πιο τρομακτικό, όμως, είναι πως ο Trump έχει την δυνατότητα να διορίσει έναν εκ των εννέα δικαστών του ανώτατου δικαστηρίου, δίνοντας έτσι πλειοψηφία Ρεπουμπλικάνων στο σώμα του δικαστηρίου, ενώ το Κογκρέσο ελέγχεται  ήδη από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Έτσι λοιπόν, τα λεγόμενα «checks and balances», δηλαδή ο αλληλοέλεγχος των τριών εξουσιών μέσω του διαχωρισμού τους, θα είναι ιδιαίτερα αποδυναμωμένα κατά την προεδρία του.

Με αυτά τα δεδομένα, η προεδρία Trump είναι ιδιαίτερα επίφοβη και τα επόμενα τέσσερα χρόνια εξαιρετικά δυσοίωνα. Η φασίζουσα ρητορική, η οποία έχει όλες τις προδιαγραφές για να εξελιχθεί σε φασιστική διακυβέρνηση, είναι σε πλήρη, και για πρώτη φορά ολοφάνερη, ευθυγράμμιση με τα συμφέροντα των πολυεθνικών, των τραπεζών, και κατ' επέκταση του ίδιου του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Καλούμαστε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε έναν μηχανισμό, ο οποίος αριστοτεχνικά ήρθε στην εξουσία με σκοπό να προστατεύσει αυτά τα συμφέροντα από μια διαρκώς αυξανόμενη λαϊκή δυσφορία, προσποιούμενος πως είναι σε θέση να την απαλύνει και να προσφέρει λύσεις στο λαό «κάνοντας την Αμερική σπουδαία, ξανά».

Η σημερινή ημέρα σηματοδοτεί, για όσους από εμάς ζούμε στην Αμερική, αλλά και όλο τον κόσμο, την αρχή μιας τετραετίας συνεχούς αντίστασης σε αυτές τι πολιτικές. Πρέπει, όσοι από εμάς οραματιζόμαστε έναν κόσμο πιο δίκαιο, στον οποίο η υπεύθυνη χρήση των φυσικών πόρων και η διαχείρισή τους από τον λαό αποτελούν τους βασικούς πυλώνες άσκησης πολιτικής, και ο καθένας με τον τρόπο του, να σχηματίσουμε ένα οδόφραγμα απέναντι σε όλες τις πολιτικές της νέας κυβέρνησης, απέναντι στην ακατάσχετη κερδοφορία, η οποία κοστίζει στο λαό οικονομικά και περιβαλλοντικά και απέναντι σε μια πιθανή επιστράτευση του φασισμού ως μέσου προστασίας της. 

* Ο κ. Βάιος Τριανταφύλλου είναι απόφοιτος της σχολής μηχανολόγων μηχανικών του Χάρβαρντ και συνεχίζει τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια σε θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος.