Έχω άλλη άποψη για τις βαθμολογίες των Πανελληνίων

Έχω άλλη άποψη για τις βαθμολογίες των Πανελληνίων

Του Ανδρέα Ζαμπούκα

Είναι γεγονός ότι δεν ακούγεται καλό να εισάγεται κάποιος με βαθμολογία αποτυχίας σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο της χώρας. Ούτε και να υπάρχουν τμήματα που να δέχονται φοιτητές με απαράδεκτες επιδόσεις. Όπως εκείνα που εισήχθησαν στο μηχανογραφικό φέτος και 133 και εξ αυτών, τα 81 έχουν βάση κάτω των 10.000 μορίων και μόνο 52 πάνω από 10.000 μόρια. Kι ακόμα χειρότερα, να ισοπεδώνεται από κεντρική πολιτική επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης η ακαδημαϊκή προοπτική των Ελλήνων. Επειδή η ελληνογενής αριστερή ιδεοληψία θέλει τα πανεπιστήμια μορφωτικά ιδρύματα γενικών γνώσεων και ιδεών.

Όμως, όλη αυτή η συζήτηση περί αριστείας, περί απαξίωσης και περί επαναφοράς της βάσης του 10, δεν είναι αρκετή για να προσθέσει κάτι ουσιαστικό στην βελτίωση της κατάστασης. Με λίγα λόγια δεν μας βοηθάει και πολύ, ούτε στο να δημιουργήσουμε πανεπιστήμια με κύρος ούτε και να αλλάξουμε το μίζερο περιβάλλον στην σχολική εκπαίδευση.

Και εξηγούμαι γιατί: πρώτον, επειδή οι μεγαλύτερες βαθμολογίες δεν είναι σίγουρο ότι εξασφαλίζουν την αναβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου. Δεδομένου πως η ποιότητα ενός ιδρύματος δεν καθορίζεται τόσο από τις επιδόσεις των εισαχθέντων αλλά από τα αποτελέσματα των προγραμμάτων του. Στην έρευνα, στην καινοτομία, ασφαλώς στην αριστεία και βεβαίως στην αξιοπιστία του ως προς τους βασικούς του στόχους. Ένα παράδειγμα: η Φιλοσοφική της Αθήνας δίνει πτυχία εκπαιδευτικών ή "ερευνητών" της γλώσσας; Όταν κάποτε ξεκαθαριστούν οι στόχοι των τμημάτων της σχολής, τότε θα κρίνουμε και το επίπεδο της αξιοπιστίας της. Γιατί το επίπεδο των εκπαιδευτικών φιλολόγων που έμπαιναν με υψηλές βαθμολογίες μέχρι την δεκαετία του ''90 δεν ήταν και το καλύτερο στα σχολεία...

Δεύτερον, η αυτονομία των ιδρυμάτων, η ανταγωνιστικότητα και η αριστεία τους δεν εξαρτώνται από τις βαθμολογίες των εισαγόμενων φοιτητών αλλά από την απεξάρτησή τους από το Υπουργείο Παιδείας. Γιατί μέχρι τώρα, εκείνο επιβάλλει τον αριθμό των φοιτητών σε κάθε τμήμα και εκείνο χρηματοδοτεί τη λειτουργία του. Ο συγκεντρωτισμός επομένως, της εθνικής πολιτικής για τα πανεπιστήμια δεν μας εγγυάται σε καμία περίπτωση, ότι η πιο αυστηρή διαχείριση του συστήματος εισαγωγής από το κράτος θα εξασφάλιζε καλύτερη ποιότητα για τις σχολές. Μόνο αν τα ιδρύματα έθεταν τους δικούς τους όρους, διέθεταν την οικονομική τους αυτονομία και διενεργούσαν τα ίδια τις εξετάσεις θα είχε νόημα να μιλάμε για υψηλότερες βαθμολογίες. Ένα παράδειγμα: στο τμήμα Ναυτιλιακών του Πανεπιστημίου Πειραιά, εκτός από την γνώση των Μαθηματικών θα έπαιζαν οπωσδήποτε ρόλο και άλλα στοιχεία του υποψηφίου. Αν θέλαμε να αναδείξουμε το ΠΑΠΕΙ σε ένα από τα πιο αξιόλογα παγκοσμίως. Μιλώντας πάντα για σπουδές ναυτιλιακών σε μία χώρα που ο εμπορικός της στόλος είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο...

Τρίτον, η ίδια η αγορά είναι εκ των πραγμάτων, ελεύθερη να απορροφήσει ή να απορρίψει τον οποιονδήποτε. Είτε εισάγεται με 5 στο πανεπιστήμιο είτε με 20. Αρκεί το ίδιο το πανεπιστήμιο να του δώσει ή να μην του δώσει πτυχίο, αξιολογώντας τις επιδόσεις του κατά την διάρκεια των σπουδών του. Παράδειγμα: Eισάγεται κάποιος με 18 χιλ μόρια στο Πολυτεχνείο αλλά στη συνέχεια αδιαφορεί παντελώς, για τις σπουδές του. Γιατί το τμήμα του πρέπει να του δώσει πτυχίο; Και γιατί ντε και καλά να θεωρούμε ότι αυτός θα μπει στην αγορά εργασίας με δεδομένη την μετριότητά του στο επιστημονικό αντικείμενο;

Συμπέρασμα: Στον αριστερό λαικισμό της προηγούμενης κυβέρνησης ή στην μη αξιοκρατική διαδικασία - αδιάβλητη βέβαια- των Πανελληνίων δεν απαντάμε με "αγανάκτηση" για τις χαμηλές βαθμολογίες. Απαντάμε με αποφασιστικότητα για την αυτονόμηση και την αναβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου. Κι ας επιλέγει το ίδιο όποιον φοιτητή επιθυμεί. Αρκεί να είναι ανταγωνιστικό, παραγωγικό και ταγμένο στην εξωστρέφεια. Όπως ακριβώς είναι και η υγιής αγορά στις πραγματικές της διαστάσεις.