Από το Γκρένφελ στα Τέμπη: Εθνικές τραγωδίες, κοινωνική ανάλυση και πολιτική καπηλεία

Από το Γκρένφελ στα Τέμπη: Εθνικές τραγωδίες, κοινωνική ανάλυση και πολιτική καπηλεία

print_article
Το ντιμπέιτ γύρω από το Γκρένφελ ήταν πολιτικό και παρέμεινε ως τέτοιο. Συζητήθηκε με διαφάνεια, ηρεμία και πολιτικό πολιτισμό και δεν μεταλλάχτηκε σε λαϊκισμό, θεωρίες συνωμοσίας και καπηλεία.

Επτά χρόνια μετά τη φρικτή πυρκαγιά στον Πύργο Γκρένφελ στο δυτικό Λονδίνο, που κόστισε τη ζωή σε 72 ανθρώπους τα ξημερώματα της 14ης Ιουνίου 2017, η επέτειος παραμένει ένα ορόσημο μνήμης αλλά και ένας καθρέφτης κοινωνικών αντιφάσεων.

Εκείνη τη νύχτα, ένα κτίριο κοινωνικής στέγασης στο βόρειο Κένσινγκτον παραδόθηκε στις φλόγες εξαιτίας υλικών φθηνής επένδυσης που αποδείχθηκαν θανάσιμα. Οι ευθύνες δεν άργησαν να αποδοθούν στην περιφρόνηση πολυεθνικών εταιρειών και την αδιαφορία της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι σε πολίτες που όφειλε να προστατεύει.

Το χρονικό της τραγωδίας 

Όσοι έχετε πάει στο Λονδίνο, πιθανότατα ο δρόμος να σας έφερε στο Κένσινγκτον, το οποίο αποτελεί σήμερα μια από τις πιο πολυσύχναστες και πλούσιες περιοχές της αγγλικής πρωτεύουσας. 

Φυσικά, όπως πολλές άλλες αστικές γειτονιές, οι γειτονιές του Κένσινγκτον δεν ήταν πάντα έτσι. Τις τελευταίες δεκαετίες, η περιοχή έχει αναδιαρθρωθεί δραματικά. Στο βόρειο Κένσινγκτον συγκεκριμένα, τα φτωχά καταλύματα, μέσα από διαδικασίες «εξευγενισμού» (gentrification), σταδιακά ισοπεδώθηκαν και τη θέση τους πήραν κτίρια όπως ο Πύργος Γκρένφελ, ο οποίος οικοδομήθηκε το 1972.

Τέσσερις δεκαετίες μετά, το μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής κτίριο, ορθωνόταν παραμελημένο ανάμεσα σε ένα πλέον εύπορο αστικό τοπίο. Το 2015, η βρετανική κυβέρνηση επιχείρησε να το αναβαθμίσει επενδύοντάς το με αλουμίνιο με πυρήνα από πολυαιθυλένιο - ένα φθηνό αλλά εξαιρετικά εύφλεκτο υλικό - κάτι το οποίο ήταν εις γνώσιν της κατασκευαστικής εταιρείας.

Το καλοκαίρι του 2017, η οπτική - αλλά όχι δομική - αναβάθμιση του κτιρίου το μετέτρεψε σε πύρινη φυλακή, όταν η φωτιά από μια ελαττωματική συσκευή ψυγείου απλώθηκε αστραπιαία σε όλα τα διαμερίσματα. 

Κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις

Η τραγωδία του Γκρένφελ συγκλόνισε το Ηνωμένο Βασίλειο. Ακαδημαϊκοί, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι και επιζώντες την ανέδειξαν ως σύμπτωμα ενός συστήματος «φυλετικού καπιταλισμού», όπου το χρώμα του δέρματος και η κοινωνική τάξη δεν καθορίζουν μόνο τις ευκαιρίες, αλλά και την ίδια την αξία της ζωής. Γιατί ποιοι έμεναν στον Γκρένφελ; Κατά κύριο λόγο μετανάστες, φτωχοί, «αόρατοι» για το βρετανικό κράτος και συχνά αποκλεισμένοι από την ίδια την έννοια του «πολίτη».

Δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς γιατί στη Βρετανία η ανάλυση κοινωνικών φαινομένων γίνεται συχνά υπό το πρίσμα της φυλετικής διάκρισης. Είναι κι αυτό μέρος του απόηχου του αποικιοκρατικού παρελθόντος της, το οποίο, όσο κι αν προσπαθεί να ξεπλύνει με φιλότιμες προσπάθειες όπως «σεμινάρια για την αποβολή των ασυνείδητων προκαταλήψεων στη διαδικασία πρόσληψης στο χώρο εργασίας» και τη λεγόμενη «απο-αποικιοποίηση των πανεπιστημιακών προγραμμάτων», η ελιτιστική νοοτροπία παραμένει βαθιά ριζωμένη στη δομή του μέσου Άγγλου, μαζί με την τυπική ευγένεια που τον διακατέχει.

Αλλά εδώ γεννιέται το εξής ερώτημα: γιατί, παρ’ όλα αυτά, η πολιτική κριτική γύρω από το Γκρένφελ δεν ξέπεσε στον λαϊκισμό; Γιατί το ζήτημα του «φυλετικού καπιταλισμού» δεν αποτέλεσε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και ψηφοθηρικών ορέξεων; Το έδαφος ήταν σίγουρα πρόσφορο.

Το παραπάνω ερώτημα ίσως είναι ρητορικό για κάποιους. Για άλλους, ίσως όχι. Η απάντησή του όμως αναδεικνύει πώς το ιστορικό υπόβαθρο διαμορφώνει τον χαρακτήρα, όχι μόνο των κοινωνικών αντιδράσεων, αλλά και των πολιτικών αντανακλαστικών μιας χώρας. Παρότι η Αγγλία - με το πρόσφατο αποικιοκρατικό παρελθόν της - συνεχίζει να είναι μια βαθιά ταξική κοινωνία (βλ. δαχτυλίδι-σφραγίδα στο μικρό δαχτυλάκι του 18χρονου φοιτητή Οξφόρδης), και παρότι η φωτιά στο Γκρένφελ είχε όλες τις προδιαγραφές ενός «ταξικού εγκλήματος» (προκλητική αδιαφορία για τη ζωή των φτωχών σε έναν πύργο περιτριγυρισμένο από τα αρχοντικά, βικτωριανά σπίτια του Νότινγκ Χιλ) τέτοιου είδους συζητήσεις έμειναν περισσότερο στο πεδίο της κοινωνιολογικής ανάλυσης και όχι της μικροκομματικής αντιπαράθεσης.

Το σκάνδαλο που ξέσπασε μετά την πυρκαγιά στο Γκρένφελ ήταν μεγάλο και η κριτική που ακολούθησε την τραγωδία ήταν βαριά. Το ντιμπέιτ όμως, ήταν πολιτικό και παρέμεινε ως τέτοιο. Συζητήθηκε με διαφάνεια, ηρεμία και πολιτικό πολιτισμό και δε μεταλλάχτηκε σε λαϊκισμό, θεωρίες συνωμοσίας και καπηλεία. Οι Βρετανοί πολιτικοί τότε, εστίασαν κυρίως πάνω στο αιτιολογικό και τεχνικό κομμάτι της πυρκαγιάς (εταιρίες, κατασκευή, κανονισμοί), χωρίς να προβαίνουν σε έντονες μικροκομματικές αντιπαραθέσεις και αποφεύγοντας τα ταξικά πρόσημα.

Σύμφωνα με σημερινό άρθρο του The Guardian, η έρευνα για την πυρκαγιά, η οποία ολοκληρώθηκε πέρυσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «συστηματική ανεντιμότητα» οδήγησε στην επένδυση του πύργου με εύφλεκτα υλικά, ενώ κατασκευαστικές εταιρείες όπως οι Arconic, Celotex και Kingspan «χειραγώγησαν τη διαδικασία των δοκιμών, παραποίησαν δεδομένα και παραπλάνησαν την αγορά».

Και κάπου εκεί έληξε. Δεν αμφισβητήθηκαν οι θεσμοί, το κράτος και πάνω απ’όλα, δεν αμφισβητήθηκε η δέουσα διαδικασία. 

Να λοιπόν η αναπόφευκτη σύγκριση: γιατί στην Ελλάδα, στην περίπτωση των Τεμπών, συνέβη ακριβώς το αντίθετο;

Στις 28 Φεβρουαρίου 2023, στη σύγκρουση δύο τρένων στην περιοχή των Τεμπών, 57 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ήταν μια εθνική τραγωδία, που σόκαρε και εξόργισε τους πάντες. Και δικαίως. Όμως, σε χρόνο μηδέν, πριν ακόμη αποδοθούν ευθύνες, πριν καν ολοκληρωθούν οι πρώτες έρευνες, το ζήτημα πήρε μικροκομματική διάσταση. Η αντιπολίτευση – και ειδικά η Αριστερά – έσπευσε να το εντάξει στο πλαίσιο ενός «ταξικού εγκλήματος». Γιατί; Επειδή – λέει – το τρένο είναι το μέσο των φτωχών.

Τα τρένα προφανώς και τα χρησιμοποιούν άτομα χαμηλότερου εισοδήματος, μιας και είναι γενικά πιο οικονομικά από άλλα μέσα μεταφοράς. Τα χρησιμοποιούν όμως εξίσου συχνά, φοιτητές και νέοι, οι οποίοι αποτελούσαν και την πλειοψηφία των θυμάτων και οι οποίοι προέρχονταν από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών στρωμάτων.

Ήταν, λοιπόν, πράγματι ταξικό το δυστύχημα των Τεμπών; Ή μήπως ήταν μια τραγωδία που αφορούσε κάθε οικογένεια, κάθε γονιό, κάθε κοινωνική τάξη; Γιατί το γεγονός ότι πέθαναν άνθρωποι από οικογένειες διαφορετικού κοινωνικού υποβάθρου και επαγγελματικού προφίλ – από εργάτες μέχρι γιατρούς – δείχνει ότι αυτή η τραγωδία δεν έκανε διακρίσεις. Κι όμως, για την κομματική Αριστερά, κάθε κρίση φαίνεται να αποτελεί μία ευκαιρία. Μία ευκαιρία για καπηλεία. Για διεύρυνση του εκλογικού ακροατηρίου. Όχι με ευθύνη, αλλά με πόλωση. Όχι μέσα από προτάσεις, αλλά μέσω οργής, την οποία θρέφει ενθαρρύνοντας θεωρίες συνωμοσίας σαν αυτές που μιλάνε για «βαγόνια-φαντάσματα»…

Αυτό όλο δεν είναι τυχαίο. Είναι βαθιά ριζωμένο στην πολιτική κουλτούρα της ελληνικής Αριστεράς, που ποτέ δεν εγκατέλειψε πραγματικά την εμπόλεμη λογική της. Από τον Εμφύλιο κι έπειτα – παρά την ήττα – η Αριστερά στέκεται καρτερικά «με το όπλο παρά πόδας». Μόνο που σήμερα, αυτό το όπλο δεν είναι πια στρατιωτικό, αλλά πολιτικό και επικοινωνιακό: μια ετοιμότητα να αξιοποιήσει – επιλεκτικά πάντα – τραγωδίες και θανάτους, μετατρέποντάς τους σε εργαλείο εκλογικής ενίσχυσης και διαβρώνοντας συστηματικά την εμπιστοσύνη απέναντι στους θεσμούς και το κράτος.

Κι έτσι, η ουσιαστική συζήτηση για λύσεις επισκιάζεται και θυσιάζεται στον βωμό του εντυπωσιασμού και της μικροπολιτικής.

Είναι εύκολο να φωνάζεις «δικαιοσύνη», δύσκολο να την καλλιεργείς και να την προστατεύεις. Είναι εύκολο να σηκώνεις πανό, δύσκολο να αναλάβεις πολιτικό κόστος για να αλλάξεις ένα βαθιά παθογενές σύστημα.

Αντί να ασχοληθούν με την ουσία - τις υποδομές, τη διαχρονική αμέλεια όλων των κυβερνήσεων, τη διαφθορά, την αναξιοκρατία, την ανάγκη για εκσυγχρονισμό των μέσων μαζικής μεταφοράς - αναλώνονται σε ηθικισμούς, δείχνοντας με το δάχτυλό τους μονίμως τον απέναντι.

Ίσως ήρθε η ώρα να στρέψουν το δάχτυλο αυτό στον καθρέφτη και να αναλογιστούν, αν τελικά η συνείδησή τους είναι τοξική και όχι ταξική…