Ανατομία "κλασματικής" εξαπάτησης

Ανατομία "κλασματικής" εξαπάτησης

Του Ευθύμη Μαραμή

Ήταν μια σκηνή γνωστή στην οικονομική ζωή: ολονύχτιες ουρές αναμονής για να ανοίξουν οι τράπεζες (πρώτα στο Οχάιο και στη συνέχεια, στο Μέριλαντ). Πομπώδες, αλλά ψευδείς διαβεβαιώσεις εκ μέρους των τραπεζιτών πως όλα είναι καλά και πως ο κόσμος πρέπει να πάει στο σπίτι του. Πεισματική επιμονή όμως από τους καταθέτες να αποσύρουν τα χρήματά τους και, επακόλουθα, κλείσιμο των τραπεζών από την κυβέρνηση, ενώ την ίδια στιγμή αυτές διατηρούσαν το δικαίωμα να παραμείνουν εν λειτουργία στον τομέα της συλλογής χρεών που οφείλονταν από τους δανειολήπτες. Με άλλα λόγια, αντί η κυβέρνηση να προστατεύσει την ατομική ιδιοκτησία και περιουσία, καθώς και την τήρηση των συμβάσεων που είχαν συνάψει οι πολίτες με τις τράπεζες, εσκεμμένα παραβίασε την ιδιοκτησία των καταθετών, απαγορεύοντας τους την ανάκτηση των ίδιων τους των χρημάτων.

Αυτό που περιγράφηκε ανωτέρω, ήταν η αναβίωση των γεγονότων των αρχών της δεκαετίας του 1930: Της τελευταίας εποχής των μαζικών bank runs. Το ελάττωμα αποδόθηκε στο ότι οι καταθέσεις στις χρεοκοπημένες τράπεζες ήταν ασφαλισμένες από ιδιωτικούς και πολιτειακούς οργανισμούς, ενώ στις τράπεζες που αντιμετώπισαν σχετικά εύκολα την θύελλα, οι καταθέσεις ήταν ασφαλισμένες από τους δύο οργανισμούς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (FDIC για τις εμπορικές τράπεζες, FSLIC για τις τράπεζες αμοιβαίων αποταμιεύσεων και δανείων).

Αλλά γιατί; Ποιο μαγικό ελιξήριο κατείχε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση το οποίο δεν κατείχαν οι ιδιωτικοί και πολιτειακοί ασφαλιστικοί οργανισμοί; Οι ιδιωτικοί ασφαλιστικοί φορείς επισήμαναν τότε πως ήταν τεχνικά σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους κυβερνητικούς οργανισμούς (FSLIC και FDIC), αφού είχαν μεγαλύτερα αποθέματα ανά ασφαλισμένο δολάριο κατάθεσης. Πώς ήταν δυνατόν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, που ήσαν πολύ ανώτερες από τις κυβερνητικές σε όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες, να ήσαν τόσο ελαττωματικές σε αυτό τον τομέα; Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο χρήμα, ώστε να απαιτείται ομοσπονδιακός έλεγχος για αυτό;

Η απάντηση στο αίνιγμα βρίσκεται στις αγωνιώδεις δηλώσεις των τραπεζών του Οχάιο και του Μέριλαντ, όταν πολλές εξ αυτών χρεοκόπησαν λόγω εξαιρετικά επισφαλών δανείων. "Τι κρίμα", παραπονέθηκαν, “η αποτυχία των ακάλυπτων (unsound) τραπεζών θα συμπαρασύρει και τις υγιείς τράπεζες".

Αλλά υπό ποια έννοια θεωρείται μια τράπεζα ως “καλυμμένη” (sound bank) όταν ένας αρνητικός ψίθυρος και μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης εκ μέρους του κοινού, αρκούν ώστε να επέλθει η καταστροφή; Σε ποια άλλη βιομηχανία, μια απλή φήμη, ή υπαινιγμός αμφιβολίας, οδηγούν σε κατάρρευση μια πανίσχυρη και φαινομενικά στερεά επιχείρηση; Τι είναι αυτό το οποίο καθιστά την εμπιστοσύνη του κοινού ως τον πιο αποφασιστικό και συντριπτικά καθοριστικό λόγο βιωσιμότητας του τραπεζικού συστήματος;

Η απάντηση βρίσκεται στην ίδια την φύση του τραπεζικού μας συστήματος. Στο γεγονός πως και οι εμπορικές και οι τράπεζες αμοιβαίων αποταμιεύσεων και δανείων, εξασκούν όλο και πιο έντονα το σύστημα κλασματικών αποθεμάτων: δηλαδή, έχουν πολύ λιγότερα μετρητά σε φυσική μορφή από τις πραγματικές αξιώσεις για αυτά τα μετρητά. Για τις εμπορικές τράπεζες, το αποθεματικό κλάσμα είναι τώρα περίπου 10 τοις εκατό. Για τις τράπεζες αμοιβαίων αποταμιεύσεων και δανείων, είναι πολύ λιγότερο.

Αυτό σημαίνει πως ο καταθέτης ο οποίος νομίζει ότι έχει 10.000 δολάρια στην τράπεζα εξαπατάται. Σε αναλογία, υπάρχουν μόνο, ας πούμε,1.000 δολάρια ή και λιγότερα στο ταμείο. Κι όμως, ο καταθέτης λογαριασμού όψεως και ο καταθέτης λογαριασμού αποταμίευσης, θεωρούν πως μπορούν να αποσύρουν τα χρήματα τους ανά πάσα στιγμή, με άμεση εξαργύρωση του βιβλιαρίου σε μετρητά. Προφανώς, ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο θεωρείται απάτη αν ασκηθεί από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, βασίζεται σε ένα τρικ πίστης: δηλαδή, μπορεί να λειτουργήσει μόνο εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των καταθετών δεν πανικοβληθεί μαζικά από αυτήν την απάτη και προσπαθήσει να αποσύρει τα χρήματά του. Η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη όμως αποτελεί εμπιστοσύνη σε μια απάτη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, έτσι και ξεκινήσει η αναπόφευκτη αμφισβήτηση αυτού του συστήματος, το bank run είναι “ακαταμάχητο” και δεν μπορεί να σταματήσει.

Έτσι γίνεται αντιληπτό γιατί οι ιδιωτικές εταιρείες λειτουργούν τόσο άσχημα στον επιχειρηματικό τομέα ασφάλισης των καταθέσεων. Η πραγματική ιδιωτική εταιρεία, (χωρίς κυβερνητικά προνόμια) μπορεί να λειτουργεί μόνο σε νόμιμες και χρήσιμες επιχειρήσεις, όπου οι ανθρώπινες ανάγκες και τα συμβόλαια εκπληρώνονται. Είναι αδύνατο να “ασφαλίσουν” μια επιχείρηση, ακόμα λιγότερο μια βιομηχανία, η οποία είναι εγγενώς αφερέγγυα. Οι τράπεζες κλασματικών αποθεμάτων, είναι εγγενώς χρεοκοπημένες και ως εκ τούτου αδύνατον να ασφαλιστούν.

Ποιο, λοιπόν, είναι το μαγικό φίλτρο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης; Γιατί όλοι εμπιστεύονται την FDIC και την FSLIC παρόλο που οι αναλογίες των αποθεματικών τους είναι χαμηλότερες από αυτές των ιδιωτικών και πολιτειακών ασφαλιστικών φορέων και παρόλο του ότι έχουν μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα του συνολικού αριθμού των ασφαλισμένων καταθέσεων σε μετρητά, ώστε να ανακόψουν οποιαδήποτε bank run; Η απάντηση είναι πραγματικά πολύ απλή: ο καθένας αντιλαμβάνεται (και αντιλαμβάνεται ορθότατα), πως μόνο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση – και όχι οι πολιτείες η οι ιδιωτικές επιχειρήσεις - μπορεί να εκδώσει νόμιμο χρήμα. Όλοι γνωρίζουν ότι, σε περίπτωση που προκύψει κάποιο bank run, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ θα παραγγείλει απλά στην Fed να εκτυπώσει αρκετά μετρητά για να διασώσει με bailouts όποιους επιθυμεί. Η Fed έχει την απεριόριστη μονοπωλιακή δύναμη να εκδίδει χρήμα και ακριβώς αυτή η μονοπωλιακή εξουσία στηρίζει το υπάρχον τραπεζικό σύστημα εξαπάτησης των κλασματικών αποθεμάτων.

Η FDIC και η FSLIC “λειτουργούν”, αλλά μόνο επειδή έχουν απεριόριστη μονοπωλιακή νομισματική εξουσία. “Λειτουργούν” προβαίνοντας σε bailouts για να διασώσουν οποιαδήποτε επιχείρηση ή οποιοδήποτε πρόσωπο επιθυμούν στη γη. Ακριβώς τα bank runs, με την σφοδρότητα τους πριν το 1933, διατηρούσαν το τραπεζικό σύστημα υπό σχετικό έλεγχο και απέτρεπαν την οποιαδήποτε ακραία ενέργεια νομισματικού πληθωρισμού.

Αλλά στις μέρες μας, τα μαζικά bank runs - τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζών όπου οι “καταθέσεις” είναι “ασφαλισμένες” από κυβερνητικούς οργανισμούς – έχουν τελειώσει. Και έχουμε πληρώσει και θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε το φρικτό τίμημα των bailouts.

Για να τεθεί τέλος στον νομισματικό πληθωρισμό απαιτείται συνεπώς πέρα απο την κατάργηση της Fed και η κατάργηση της FDIC και της FSLIC. Επιτέλους, οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όπως κάθε άλλη επιχείρηση σε οποιαδήποτε άλλη βιομηχανία. Με λίγα λόγια, αν δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις συμβατικές του υποχρεώσεις, να απαιτείται να εκκαθαριστούν. Θα ήταν διδακτικό και χρήσιμο, να διαπιστώσουμε πόσες τράπεζες θα επιβίωναν αν αποσυρόταν τα μαζικά κυβερνητικά στηρίγματα. Τα χρήματα των φορολογούμενων δηλαδή. [1]

Η αθλιότητα του κρατικοδίαιτου χρηματοπιστωτικού συστήματος

Σημειώνουμε εδώ πως η FSLIC, χρεοκόπησε τελικά μερικά χρόνια μετά από αυτό το άρθρο του Murray Rothbard που μόλις διαβάσαμε και,”φυσικά”, η αποτυχία της χρεώθηκε στους φορολογούμενους. Στη δεκαετία του 1980, κατά τη διάρκεια της κρίσης δανείων και αποταμιεύσεων, (savings and loans crisis) η FSLIC κατέστη αφερέγγυος. Είχε ήδη ανακεφαλαιωθεί με χρήματα των φορολογουμένων αρκετές φορές (15 δισεκατομμύρια το 1986 και 10.75 δισεκατομμύρια το 1987) Ωστόσο, το 1989, ήταν πλέον "πολύ" αφερέγγυα για να διασωθεί εκ νέου.

Με τον νόμο: "Financial Institutions Reform, Recovery, and Enforcement" (FIRREA) του 1989, η FSLIC καταργήθηκε και πέρασε στην δικαιοδοσία της FDIC. Το τελικό άθροισμα για όλες τις άμεσες και έμμεσες απώλειες της FSLIC ήταν κατ ''εκτίμηση 152,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Από το συνολικό αυτό ποσό, το κόστος για τους φορολογούμενους ανήλθε σε περίπου 123,8 δισεκατομμύρια (81% του συνολικού κόστους.) Πολλοί αναλυτές πιστεύουν ότι τα κυβερνητικά bailouts των στεγαστικών δανείων, κατά τη διάρκεια της κρίσης των 80s δημιούργησαν συναλλακτικό ηθικό κίνδυνο και λειτούργησαν ως κίνητρο για τους δανειστές να προβούν σε παρόμοια δάνεια υψηλού κινδύνου τα οποία τελικά οδήγησαν στην τεράστια οικονομική κρίση του 2007. [2] O Rothbard δυστυχώς δικαιώθηκε, όμως ούτε η FED ούτε η FDIC καταργήθηκαν. Τουναντίον ενισχύθηκαν και συνεχίζουν ακάθεκτες να ληστεύουν τα χρήματα των φορολογούμενων, οδηγώντας σε νέες ισχυρότερες κρίσεις.

Για την “ορθοδοξία” της σύγχρονης οικονομικής σκέψης, το bank run θεωρείται αιτία κακών. Είναι όμως αποτέλεσμα και μάλιστα απόλυτα θεμιτό και υγιές. Η απαίτηση του κόσμου να αποσύρει τα μετρητά του από ένα σύστημα εξαπάτησης όπως αυτό των τραπεζικών κλασματικών αποθεμάτων, θεωρείται ως αρνητική ενέργεια. Η ξεκάθαρη απάτη του τραπεζικού συστήματος, είναι απόλυτα συναπτή με τις κυβερνητικές πολιτικές και έτσι καταλήγουμε σε αυτήν την παραδοξότητα. Η “ανάγκη” στην πίστη σε κάτι το οποίο αποτελεί απάτη, δεν μπορεί να αποτελεί για πολύ ακόμα δύναμη βιώσιμης ανάπτυξης και τίμιας συναλλακτικής ηθικής. Οι σκέψεις για κατάργηση των μετρητών, έχουν ως κύριο και σκοτεινό τους κίνητρο την πλήρη άφεση αμαρτιών των τυχοδιωκτικών κυβερνητικών και τραπεζικών πολιτικών. Χωρίς τον φόβο ενός bank run, ο χρηματοπιστωτικός τομέας και οι κυβερνήσεις καθίστανται ολοκληρωτικά ανεξέλεγκτοι ταύροι εν υαλοπωλείο ώστε να προβαίνουν σε πάσης φύσεως πιστωτικούς εγκληματικούς οπορτουνισμούς.

Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην μαζική και επισφαλή δανειοδότηση, πρακτική που εντάθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 80 στις ΗΠΑ και σταδιακά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτό προκαλεί στρέβλωση των τιμών, λάθος επενδύσεις από την πλευρά τις προσφοράς, διατάραξη της σχέσης καταναλωτικών προτιμήσεων – αποταμίευσης – παραγωγικής δομής και, τελικά, χαμένος είναι ο καταναλωτής, οι επιχειρήσεις και ολόκληρη η οικονομία και η κοινωνία.

Ο παραδοσιακός ρόλος των τραπεζικών ιδρυμάτων, να εξετάζουν ενδελεχώς και να αξιολογούν το αξιόχρεο, πέρασε οριστικά στην λήθη της ιστορίας με τον πακτωλό χρέους που αποτελεί τον “αναπτυξιακό” πυρήνα της σύγχρονης οικονομίας. Τα αποτελέσματα βιώθηκαν έντονα, με τις τεράστιες φούσκες που δημιουργήθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρ όλα αυτά, ο κεντρικός σχεδιασμός εξακολουθεί να στρεβλώνει τα επιτόκια επιμένοντας να θέλει να τονώσει την “συνολική ζήτηση”, σε κοινωνίες που έχουν "σκάσει" από τα χρέη.

Η ΕΚΤ και η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας έχουν περάσει σε αρνητικά επιτόκια. Πρόκειται για αστειότητα δε, να θεωρείται ως "αύξηση" επιτοκίου το 0,25 - από το μηδέν όπου ήταν σκαλωμένα επί οκτώ συναπτά έτη τα επιτόκια στις ΗΠΑ - από την federal reserve. Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει δεν είναι αύξηση της ζήτησης για αγαθά, αλλά αύξηση της νομισματικής ζήτησης κυρίως στις επενδυτικές αγορές, όπου παρατηρείται ένας κύκλος επαναγοράς και πώλησης μετοχών, χωρίς καμία πραγματική παραγωγική ανασυγκρότηση. Η πραγματική ζήτηση, η πραγματική κοινωνία, φαίνονται να είναι στα όρια τους. Στην Ευρώπη δε, όλος ο πακτωλός χρέους της ΕΚΤ καταλήγει σε φαλιρισμένες κυβερνήσεις, όπου το “κοινωνικό" τους κράτος έχει χρεοκοπήσει και αδυνατούν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους έναντι των ασφαλισμένων.

Το πρόβλημα οφείλεται κυρίως στην διατάραξη της απαραίτητης νομισματικής σταθερότητας. Της ανεξέλεγκτης παραγωγής χρέους, με μοναδικό κριτήριο νομισματικής πολιτικής το μέγεθος του πληθωρισμού στον δείκτη τιμών καταναλωτή και την “απασχόληση”. Οι απλοποιημένες αυτές προσεγγίσεις στα θέματα νομισματικής πολιτικής, αποσύνδεσαν πλήρως τις χρονικές καταναλωτικές προτιμήσεις από την παραγωγική διαδικασία και αποτελεσματικότητα.

Οι κεντρικές τράπεζες, νομίζουν πως "έλυσαν" το πρόβλημα του πληθωρισμού των τιμών, όμως φαίνεται πως δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Οι τεχνολογικές εξελίξεις (μεταξύ άλλων καπιταλιστικών επιτευγμάτων) είναι αυτές που έλυσαν το πρόβλημα του πληθωρισμού του ΔΤΚ. Οι κεντρικές τράπεζες και ο χρηματοπιστωτικός τομέας, στέρησαν από τους ανθρώπους την δυνατότητα να γευτούν τα οφέλη του καπιταλισμού, απαγορεύοντας τους να απορροφήσουν την παραγωγή με το υπάρχον στοκ χρήματος όπως θα όριζε μια ελεύθερη συναλλαγή εκκαθάρισης πλεονασμάτων αγαθών, έναντι συναλλακτικού μέσου και αντίστροφα. Αυτό θα έφερνε μεγάλη ισορροπία ανάμεσα στις παραγωγικές και μη παραγωγικές χώρες.

Είναι απίθανη η περίπτωση, μια ελεύθερη αγορά χρήματος να επιτρέψει την ανατίμηση της αγοραστικής δύναμης αντιπαραγωγικών συντελεστών, ενώ ταυτόχρονα την υποτίμηση της ίδιας δύναμης παραγωγικών συντελεστών. Τουναντίον, μια ελεύθερη αγορά, μπορούσε και μπορεί να καθορίσει το πλεόνασμα συναλλακτικού μέσου έναντι αγαθών και αντίστροφα, το πλεόνασμα αγαθών έναντι συναλλακτικού μέσου. Έτσι καθορίζονται οι τιμές των αγαθών και του χρήματος με το φυσικό επιτόκιο. Η περίφημη ανακατανομή του πλούτου, για την οποία τόσο κόπτονται οι κεντρικοί σχεδιαστές, φαίνεται τελικά πως διεκόπη βίαια από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις, καθώς αυτές δεν επέτρεψαν την ελεύθερη διακύμανση της τιμής του συναλλακτικού μέσου.

Πρέπει να νομιμοποιηθεί ο καπιταλισμός, για να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη. Και καπιταλισμός με μονοπώλιο νομίσματος από αστοιχείωτους και διεφθαρμένους κυβερνήτες και κεντρικούς τραπεζίτες, δεν μπορεί να υπάρξει.

*Ο κ Ευθύμης Μαραμής είναι επιχειρηματίας/επενδυτής, ανεξάρτητος αναλυτής της Αυστριακής σχολής οικονομικών και κοινωνικής οργάνωσης

[1] Άρθρο, επιλεγμένο από το βιβλίο “The Rothbard Reader
[2] Περισσότερα για τους ομοσπονδιακούς οργανισμούς επιδοτήσεων, ασφάλισης καταθέσεων και υποθηκών, καθώς και για τις κρίσεις των 80s, από την federal reserve του st Lewis.