32 χρόνια μετά: Οι πληγές του κομμουνισμού στη Γερμανία δεν έχουν κλείσει ακόμα

Πριν από 32 ακριβώς χρόνια, έπεφτε το Τείχος του Βερολίνου, επισφραγίζοντας την κατάρρευση του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ όπου και «εφαρμοζόταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός». Το Τείχος του Βερολίνου είχε πέσει ηθικά, ήδη από την πρώτη στιγμή που είχε αρχίσει να κτίζεται το καλοκαίρι του 1961, αφού χώριζε τον ίδιο λαό, σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Σε δύο διαμετρικά αντίθετα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα.

Στις 9 Νοεμβρίου 1989, η αδρανοποίηση και μερική κατεδάφιση του λεγόμενου Berliner Mauer, ύψους 3,6 μέτρων, μήκους 45 χιλιομέτρων, 302 παρατηρητηρίων και συστημάτων συναγερμού, 14.000 φυλάκων περιπολίας, 600 εκπαιδευμένων σκύλων και 100 χιλιομέτρων καλωδιωμένων συρματοπλεγμάτων, σήμανε την αρχή της γερμανικής επανένωσης και την ένταξη των πολιτών της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στον ελεύθερο κόσμο.

Οι έλεγχοι στο Check Point Charlie, η διάχυτη σιωπή της ναρκοθετημένης νεκρής ζώνης, αλλά το ίδιο το τσιμεντένιο τείχος, που από την πρώτη στιγμή αποτελούσαν τα πιο συμβολικά, αλλά και απτά σημάδια της διχοτόμησης της Γερμανίας, αντικαταστάθηκαν σε μια ημέρα από χαρούμενα πρόσωπα, από αισιοδοξία και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Η διαδικασία της επανένωσης των δύο τμημάτων της Γερμανίας, είχε ξεκινήσει. Δεν θα σταθούμε στο πολιτικό κομμάτι της επανένωσης, παρά μόνον στο οικονομικό. Η κατάρρευση του μπλοκ των χωρών δορυφόρων της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, ήταν γεγονός και έφερνε στην επιφάνεια όλες τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, που είχαν διαμορφωθεί όλα αυτά τα χρόνια. Η οικονομία της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας και πλέον του ανατολικού τμήματος της ενιαίας Γερμανίας, που αποτελούσε για σχεδόν μισό αιώνα το οικονομικό θαύμα του Σοβιετικού μπλοκ επιρροής, ανερχόταν μόλις στο 8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της ενιαίας πλέον Γερμανίας.

Το δήθεν διαμάντι της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ), αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι άνθρακα. Το οικονομικό σοσιαλιστικό μοντέλο δεν ήταν τίποτα παραπάνω, από ένα κεντρικά κατευθυνόμενο και ελεγχόμενο σύστημα που μοίραζε μιζέρια και φτώχεια στους πολίτες. Η υστέρηση του επιπέδου ζωής των πολιτών της ΛΔΓ, η έλλειψη κρατικών υποδομών και η ανομοιογένεια της νέας ενιαίας χώρας γέννησε ένα πολυσύνθετο πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό, έπρεπε να λυθεί άμεσα, με το πέρασμα των κατοίκων της γεωγραφικής περιοχής της ανατολικής Γερμανίας στην οικονομική ελευθερία και στην ανοικτή κοινωνία.

Έτσι, η ομόσπονδη κυβέρνηση της Γερμανίας, μετά από τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Βόννη στο Βερολίνο, διοχέτευσε άμεσα δεκάδες δισεκατομμυρίων ευρώ προς το ανατολικό τμήμα της χώρας. Μέσα στην πρώτη δεκαετία δημιουργήθηκαν 2,5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, σε νέες παραγωγικές μονάδες που μπορούσαν να σταθούν επάξια στην αγορά. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας από το 1989 μέχρι σήμερα, έχουν επενδυθεί πάνω από 2 τρισεκατομμύρια ευρώ στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Σε αυτό το ποσό συμπεριλαμβάνονται και επενδύσεις στο χώρο της παιδείας, της διαρκούς επιμόρφωσης και γενικότερα σε ό, τι κρίθηκε απαραίτητο να γίνει, ώστε η Ανατολική Γερμανία να περάσει στον πραγματικό κόσμο, αφήνοντας πίσω της τα κομμουνιστικά μοντέλα λειτουργίας της οικονομίας και τα στερεότυπα που για περισσότερα από 40 χρόνια είχαν εμποτίσει τη σκέψη και τη συνείδηση των πολιτών.

Σήμερα, το ΑΕΠ της ενοποιημένης Γερμανίας ανέρχεται στα 3,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, μετά από περισσότερα από 30 χρόνια από την επανένωση των δυο Γερμανιών, εξακολουθεί να παρουσιάζει υστέρηση, σε σχέση με το δυτικό.

Οι κάτοικοι των περιοχών της ανατολικής πλευράς, έχουν χαμηλότερα εισοδήματα και ταυτόχρονα οι περιοχές αυτές παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Οι μισθοί είναι τουλάχιστον 20% χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους, σε άλλα ομόσπονδα κρατίδια και πόλεις. Μόλις οι 37 από τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Γερμανίας, έχουν την έδρα τους στον γεωγραφικό χώρο της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ελάχιστες θέσεις εργασίας έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία και κινούνται στον χώρο των υπηρεσιών και της γνώσης.

Οι Ανατολικογερμανοί, παρ' όλο που αποτελούν το 17% του συνολικού πληθυσμού της Γερμανίας, κατέχουν μόλις το 1,7% των υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά στις ίδιες περιοχές είναι αρκετά πιο επιβαρυμένα, σε σχέση με τη γενικότερη εικόνα της Γερμανίας. Οι νέοι φεύγουν για να εργασθούν ή σε άλλες περιοχές της Γερμανίας, ή και σε άλλες χώρες. Οι νέοι άνδρες αριθμητικά είναι κατά 25% περισσότεροι από τις νέες γυναίκες. Και αυτό, διότι οι νέες γυναίκες στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από το ζοφερό περιβάλλον τους, σπουδάζουν και μετοικούν σε άλλα κρατίδια της ομόσπονδης Γερμανίας που προσφέρουν καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως μέσα από αυτές τις συνθήκες το ακροδεξιό κόμμα AfD, έχει ισχυρότατη παρουσία στα ανατολικά τμήματα της χώρας, όπου το ρατσιστικό κλίμα είναι πιο έντονο. Παρ’ όλο που η σημερινή οικονομική κατάσταση είναι αισθητά βελτιωμένη από την αντίστοιχη του 1989, η οικονομία στις ανατολικές περιοχές παραμένει πίσω σε σχέση με την υπόλοιπη Γερμανία.

Επίσης, δεν φαίνεται να είναι τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα στις περιοχές της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας τα ποσοστά των εμβολιασμένων απέναντι στο Covid-19, είναι τα χαμηλότερα της χώρας. Και αντίστοιχα οι περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, βρίσκονται στο βαθύ κόκκινο από τον υψηλό αριθμό νοσούντων.

Όλα αυτά τα δεδομένα που καταγράφονται, οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στη διαφορετική κουλτούρα και στην αδυναμία προσαρμογής των Aνατολικογερμανών στα νέα δεδομένα. Αυτό ισχύει ακόμα και για τις νέες γενιές, που έχουν γαλουχηθεί με ιστορίες από το «ένδοξο» κομμουνιστικό παρελθόν και το κρατικό μοντέλο ανάπτυξης. Τα σημάδια που έχει αφήσει το κομμουνιστικό καθεστώς πάνω στην οικονομική αντίληψη και κοσμοθεωρία αυτών των πολιτών, είναι βαθιά και ξεπερνιούνται αργά και με δυσκολία.