Πόσο μπορεί να «στραβώσει» το κλίμα στα ελληνοτουρκικά;
Shutterstock
Shutterstock

Πόσο μπορεί να «στραβώσει» το κλίμα στα ελληνοτουρκικά;

Το τουρκικό καθεστώς έχει ανεβάσει ταχύτητες και θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο καθ’ οδόν προς τις εκλογές. Η αγωνία του Ερντογάν για το αποτέλεσμα της κάλπης (αν δεν αισθάνεται ασφαλής) θα τον αναγκάζει να παίζει το χαρτί των ελληνοτουρκικών ολοένα και περισσότερο, πέραν εκείνου της οικονομίας, όπου οι παροχές του παραπέμπουν ήδη σε παλαιές, καλές δεκαετίες.

Ο ίδιος θεωρεί ότι η εργαλειοποίηση των ελληνοτουρκικών τον φέρνει σε πλεονεκτική θέση έναντι της αντιπολίτευσης, διότι της παίρνει την ατζέντα και τη δυσκολεύει για να του ασκήσει κριτική για χαλαρή στάση έναντι της Αθήνας, γεγονός ωστόσο που λειτουργεί ως οιονεί αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Ο κίνδυνος είναι προφανής: όσο θα αυξάνεται η πίεση από την αντιπολίτευση, η οποία καταλογίζει στον Ερντογάν ενδοτικότητα και δειλία επειδή δεν υλοποιεί τις απειλές του κατά των Ελλήνων, τόσο θα αυξάνεται θεωρητικά και ο κίνδυνος για κάποια κίνηση εκ μέρους του Ερντογάν. 

Το κλίμα στα ελληνοτουρκικά είναι αρνητικό και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο κάδρο: Από τον εν εξελίξει διάλογο με τις ΗΠΑ (επίκειται το ταξίδι Τσαβούσογλου στην Ουάσινγκτον) και τα καθοριστικής σημασίας ενεργειακά θέματα, μέχρι την προσπάθεια της Αγκυρας να ηγεμονεύσει στην περιοχή, μέσω του τουρκολιβυκού Συμφώνου, στο οποίο, ακόμη και μεγάλοι περιφερειακοί παίκτες, όπως η Αίγυπτος, δεν αποδίδουν πλέον ιδιαίτερη σημασία.

Εφόσον οι ΗΠΑ έχουν βάλει φρένο στην Τουρκία ώστε να αποφύγει κινήσεις, όπως μια στρατιωτική κρίση με την Ελλάδα ή μια αποστολή σεισμικών σκαφών και πλωτού γεωτρύπανου σε περιοχές κοινών συμφερόντων, εκείνη επιχειρεί να αξιοποιήσει όλο αυτό το διάστημα, λόγω και του Ουκρανικού, με ενέργειες ενίσχυσης της διπλωματικής της θέσης.

Τι σημαίνει αυτό με βάση την τουρκική θεώρηση; Ότι στο απίθανο σενάριο να ξεκινούσαν αύριο διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, το αίτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, το οποίο η Τουρκία συνδέει πλέον με την κυριαρχία τους, θα αποτελούσε ασφαλώς μέρος της τουρκικής ατζέντας. Μέρος της δηλαδή θα ήταν και μια διεκδίκηση, η οποία μπήκε στο τραπέζι μόλις πέρυσι. Η Τουρκία για περισσότερο από μισό αιώνα αναγνώριζε ότι η ελληνική κυριαρχία επί συγκεκριμένων νησιών ήταν απόλυτη και δεν συνδέονταν με την αποστρατιωτικοποίηση, όπως υποστηρίζει τώρα.

Το ίδιο ισχύει και με τη «Γαλάζια Πατρίδα», το δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Και αυτό θα αποτελέσει τμήμα των τουρκικών θέσεων σε έναν ενδεχόμενο διάλογο, κάτι που δεν ίσχυε πριν μερικά χρόνια.

Μπορεί δηλαδή η Τουρκία να απέχει προς ώρας από κινήσεις επί του πεδίου, τις οποίες δεν τις «επιτρέπουν» οι ΗΠΑ να κάνει - χαρακτηριστική η περίπτωση του γεωτρύπανου «Αμπντούλ Χαμίτ Χαν» που δεν έχει ακόμη κινηθεί εντός της Κυπριακής ΑΟΖ- ωστόσο κάνει ό,τι μπορεί για να εμπλουτίσει τις διεκδικήσεις της, προκειμένου μετά να αποτελέσουν βάση διαλόγου.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το περίφημο «casus belli». Στο υποθετικό, εκτός πραγματικότητας σενάριο που η Τουρκία δεχόταν να ικανοποιήσει το ελληνικό αίτημα για άρση του «casus belli», προφανώς μετά θα απαιτούσε μια αντίστοιχη κίνηση από την Αθήνα. Για παράδειγμα, να συζητήσει την αποστρατιωτικοποιήση των νησιών, την οποία η Άγκυρα συνδέει με την κυριαρχία τους. Ποια ελληνική κυβέρνηση θα αποδεχόταν κάτι τέτοιο; 

Ποια είναι λοιπόν η παγίδα προς την οποία «σπρώχνει» την Ελλάδα η Τουρκία; Είτε να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση με όρους δυσβάσταχτους, τους οποίους καμία ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχθεί. Είτε να αρνηθεί ένα διάλογο επί της τουρκικής ατζέντας, κινδυνεύοντας να κατηγορηθεί από οροσμένους εταίρους της ως αδιάλλακτη και εμμονική. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να χρεωθεί η Αθήνα την απροθυμία να διαπραγματευθεί με την Τουρκία, παρ' ότι οι όροι τους οποίους θα έχει επιβάλει η τελευταία θα καθιστούν αδύνατη την οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.

Σε αυτό το δυστοπικό τοπίο, η Ελλάδα είναι αυτή, η οποία με δικές της ενέργειες, θα πρέπει να αλλάξει τους όρους της διαπραγμάτευσης, προς την οποία επιχειρεί να την ωθήσει η γειτονική χώρα. Και επίσης, η υπνωτισμένη Δύση απέναντι στον Ερντογάν (όπως σημείωσα σε πρόσφατο άρθρο μου στην Καθημερινή) πρέπει να ξυπνήσει και να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να επιτρέπει άλλο στην Τουρκία αυτή τη στάση. Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της Δύσης, αφενός δεν κόπτεται ιδιαίτερα αφού η Τουρκία δεν προκαλεί κρίση με την Ελλάδα, αφετέρου δεν θέλει να τη χάσει από σύμμαχο, λόγω της Ουκρανίας, είναι βαθιά προβληματικό για εμάς. 

Από εκεί και πέρα, μπορεί η Άγκυρα να συμμορφώνεται προς το παρόν με τις επιταγές των Αμερικανών, με τους οποίους δεν θέλει αυτή τη στιγμή να τα «σπάσει», ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος επί του πεδίου έχει πάψει να υφίσταται. Το κλίμα στα ελληνοτουρκικά μπορεί να «στραβώσει» ανά πάσα στιγμή εξαιτίας ενός ατυχήματος, ενός απρόβλεπτου συμβάντος, ενός θερμοκέφαλου, άπειρου Τούρκου στρατιωτικού ο οποίος ακούει καθημερινά εδώ και τρεις μήνες ότι η Ελλάδα είναι μια αναθεωρητική δύναμη που εξοπλίζει τα νησιά της για να επιτεθεί στην Τουρκία.

Όταν η προπαγάνδα της Άγκυρας κατηγορεί καθημερινά την Ελλάδα ότι από το 1830 έχει πενταπλασιάσει την εδαφική της επικράτεια, δεν σέβεται τις Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων, πνίγει μετανάστες, ότι προσπαθεί να απομονώσει την Τουρκία, το ηθελημένα ή μη ατύχημα δεν απέχει και πολύ.

* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας, αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1, παρουσιάζει την εκπομπή «Η Ελλάδα στον κόσμο (της)», η οποία προβάλλεται από την πλατφόρμα ΑΝΤ1+