Νέες εστίες ανησυχίας πάνω από τη Wall
Shutterstock
Shutterstock

Νέες εστίες ανησυχίας πάνω από τη Wall

Ήπια πτωτικά έκλεισε την Παρασκευή η Wall, αδυνατώντας να εκδηλώσει μια αξιόλογη αντίδραση από τις ισχυρές απώλειες όλης της εβδομάδας, οι οποίες επιταχύνθηκαν από το μήνυμα της Fed ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. 

O κυρίαρχος φόβος είναι ότι αυτά τα υψηλά επιτοκιακά επίπεδα θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση σε περιουσιακά στοιχεία κινδύνου όπως οι μετοχές, με τον S&P 500 και τον Nasdaq να υποχωρούν 2,9% και 3,6% την εβδομάδα που μας πέρασε, σημειώνοντας τη χειρότερη εβδομαδιαία επίδοσή τους από τον Μάρτιο. 

Η μητέρα των αγορών S&P500 μάλιστα αποχαιρέτησε την Πέμπτη τον μέσο κινητό των 90 ημερών, στις 4410 μονάδες, συνθήκη που αν δεν επανακτηθεί άμεσα πιθανότατα να δρομολογήσει την κίνηση προς τις 4266 μονάδες.

Eίναι όμως μόνο τα επιτόκια η ανησυχία της επενδυτικής κοινότητας;

Η περασμένη Πέμπτη ήταν ακριβώς η μέρα που πρόσθεσε νέους πονοκεφάλους στους επενδυτές, καθώς η διαμάχη για τις περικοπές δαπανών μεταξύ σκληροπυρηνικών και κεντρώων Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ αύξησε κάθετα τον κίνδυνο οι δραστηριότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να ανασταλούν για τέταρτη φορά μέσα σε μια δεκαετία.

Η εξέλιξη αυτή ήρθε μετά την αποτυχία της διαδικαστικής ψηφοφορίας για ένα νομοσχέδιο για τη χρηματοδότηση του τομέα της Άμυνας το πρωί της Πέμπτης. 

Για πολλούς αναλυτές το τελευταίο σχέδιο του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Kevin McCarthy για την αποφυγή ενός κλεισίματος του ομοσπονδιακού κράτους έπεσε σε πολιτικό «κενό» την Πέμπτη, καθώς δύο Ρεπουμπλικάνοι, η Marjorie Taylor Greene και ο Eli Crane, άλλαξαν γνώμη και ψήφισαν κατά της υποβολής ενός νομοσχεδίου για τις αμυντικές δαπάνες, δηλώνοντας αντίθετοι στη συμπερίληψη 300 εκατομμυρίων δολαρίων για βοήθεια προς την Ουκρανία. 

Ενώ λοιπόν οι αγορές υποχωρούσαν την Πέμπτη λόγω των ενδείξεων ότι η Fed σκοπεύει να αυξήσει τα επιτόκια αργότερα φέτος αλλά και εξαιτίας της συνεχιζόμενης απεργίας της International Union, United Automobile, Aerospace and Agricultural Implement Workers of America - πρόκειται για ένα αμερικανικό εργατικό σωματείο που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο νότιο Οντάριο του Καναδά- ένας νέος παράγοντας κινδύνου βρισκόταν εν εξελίξει.

Τι σημαίνει «κλείσιμο» της κυβέρνησης

Ο τερματισμός λειτουργίας της κυβέρνησης συμβαίνει όταν το Κογκρέσο αποτύχει να εγκρίνει κάποιο είδος νομοθεσίας χρηματοδότησης που υπογράφεται σε νόμο από τον Πρόεδρο.Αν οι νομοθέτες καλούνται να εγκρίνουν πολλά νομοσχέδια δαπανών για τη χρηματοδότηση υπηρεσιών σε όλη την κυβέρνηση-στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να ψηφιστούν 12 νομοσχέδια πιστώσεων- και η διαδικασία είναι χρονοβόρα, τότε συχνά καταφεύγουν στην έγκριση ενός νομοσχεδίου προσωρινής χρηματοδότησης, γνωστό ως «διαρκές ψήφισμα» - CR- προκειμένου να κρατήσουν τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες ανοιχτές.

Επίσης, εξασφαλίζονται χρήματα σε έναν βραχυπρόθεσμο λογαριασμό για τυχόν εθνικές προτεραιότητες, όπως μπορεί να είναι η έκτακτη βοήθεια για τα θύματα φυσικών καταστροφών κ.ο.κ.

Όταν όμως δεν έχουμε την εξέλιξη ενός νομοσχεδίου προσωρινής χρηματοδότησης, τότε οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες πρέπει να σταματήσουν όλες τις μη βασικές εργασίες τους με επακόλουθο να παύει και η μισθοδοσία τους για όσο διαρκεί το κλείσιμο. 

Ας δούμε τι συμβαίνει τώρα.

Η κρατική χρηματοδότηση λήγει την 1η Οκτωβρίου, ημερομηνία που προσδιορίζει την έναρξη του ομοσπονδιακού οικονομικού έτους. Ένα κλείσιμο θα ξεκινήσει ουσιαστικά στις 12:01 π.μ. εάν το Κογκρέσο δεν έχει εγκρίνει ένα σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο ο Πρόεδρος θα υπογράψει ως νόμο.

Αυτό που είναι ο μεγαλύτερος φόβος στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι ένα κλείσιμο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα περιορίσει το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του τέταρτου τριμήνου των ΗΠΑ και γενικότερα θα υπονομεύσει την παγκόσμια εμπιστοσύνη στην ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να διατηρήσουν λειτουργική την κυβέρνηση τους. 

Οι σκληροπυρηνικοί Ρεπουμπλικάνοι προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους για βαθιές περικοπές, δείχνουν αποφασισμένοι να προχωρήσουν στην αντιπαράθεση για τις ομοσπονδιακές δαπάνες, ακόμα και αν αυτό δρομολογήσει το κλείσιμο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και τη διατάραξη της λειτουργίας πολλών υπηρεσιών. 

Όπως έχει σημειώσει το Reuters, τα μέλη της σκληροπυρηνικής ομάδας Freedom Caucus της Βουλής των Αντιπροσώπων πιέζουν εδώ και μήνες για περικοπή δαπανών στο επίπεδο του οικονομικού έτους 2022, δηλαδή στα 1,47 τρις δολάρια και ήδη από τον Αύγουστο ξεκαθάρισαν την αντίθεσή τους σε οποιοδήποτε προσωρινό μέτρο που οδηγεί σε διατήρηση της κυβέρνησης στη ζωή χωρίς να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους. (σ.σ: Στις απαιτήσεις τους για την επίτευξη ενός CR είναι η επαναφορά των συνοριακών πολιτικών του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η εξάλειψη προγραμμάτων για θέματα διαφορετικότητας και διαφυλικών ατόμων, η απαγόρευση νέας χρηματοδότησης για την Ουκρανία κ.α).

Είναι προφανές ότι οι σκληροπυρηνικοί θεωρούν το οικονομικό έτος 2024, που αρχίζει την 1η Οκτωβρίου, ως μια δοκιμασία της αποφασιστικότητας των Ρεπουμπλικάνων να μειώσουν το ομοσπονδιακό χρέος και να προχωρήσουν στη μεταρρύθμιση των κοινωνικών προγραμμάτων, όπως το Medicare και η κοινωνική ασφάλιση. (σ.σ: Θυμίζουμε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι επιδιώκουν υψηλότερες δαπάνες για την άμυνα, τα επιδόματα των βετεράνων και την ασφάλεια των συνόρων, κάτι που συνεπάγεται σημαντικές περικοπές σε τομείς όπως η γεωργία, οι υποδομές, η επιστήμη, το εμπόριο, το νερό και η ενέργεια και η υγειονομική περίθαλψη). 

Ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, θα σήμαινε ένα ακόμη δαπανηρό κλείσιμο της κυβέρνησης από την 1η Οκτωβρίου. 

Αν και σε μια τέτοια εξέλιξη σύμφωνα με ρεπορτάζ του CNBC ορισμένες κρατικές οντότητες θα εξαιρεθούν-ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, αστυνομία κ.ο.κ- εντούτοις, αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ «κλείσει» πράγματι την 1η Οκτωβρίου, πολλές λειτουργίες θα περιοριοριστούν σοβαρά, καθώς οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες θα σταματήσουν όλες τις δραστηριότητες που θεωρούνται μη απαραίτητες και εκατομμύρια ομοσπονδιακοί υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων των μελών του στρατού, δεν θα λάβουν τους μισθούς τους, αν και σύμφωνα με νόμο του 2019 θα λάβουν ανταποδοτικές απολαβές όταν επιλυθεί το αδιέξοδο της χρηματοδότησης.

Με το Κογκρέσο όμως διχασμένο, μεταξύ μιας Γερουσίας που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς και της Βουλής των Αντιπροσώπων υπό την ηγεσία των Ρεπουμπλικανών, που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το «κλείσιμο» της κυβέρνησης ως μοχλό για τις περικοπές δαπανών, πολλοί ετοιμάζονται για μια διακοπή που μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες. 

Άλλωστε δεν θα είναι η πρώτη φορά. Από το 1976 εως σήμερα υπήρξαν 22 κενά χρηματοδότησης και 10 από αυτά οδήγησαν σε απόλυση εργαζομένων. 

Οι περισσότερες σημαντικές διακοπές λειτουργίας έχουν λάβει χώρα υπό την προεδρία του Μπιλ Κλίντον, όταν ο Νιουτ Γκίνγκριτς και η συντηρητική πλειοψηφία του στη Βουλή ζήτησαν περικοπές στον προϋπολογισμό. 

Το μεγαλύτερο χρονικά κλείσιμο της κυβέρνησης συνέβη μεταξύ 2018 και 2019, όταν ο τότε Πρόεδρος Τραμπ και οι Δημοκρατικοί του Κογκρέσου βρέθηκαν σε αδιέξοδο σχετικά με το αίτημά του για τη χρηματοδότηση ενός τείχους των ΗΠΑ στα σύνορα.

Η διαταραχή διήρκεσε 35 ημέρες. Συνέβη μάλιστα κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, αλλά τουλάχιστον τότε είχαμε ένα «μερικό κλείσιμο» της κυβέρνησης, επειδή το Κογκρέσο είχε προλάβει να εγκρίνει ορισμένα νομοσχέδια για τις πιστώσεις για τη χρηματοδότηση σημαντικών τμημάτων της κυβέρνησης. 

Αν τελικά «κλείσει» πάλι η κυβέρνηση των ΗΠΑ, για πολλούς αναλυτές ο Τραμπ θα είναι για άλλη μια φορά ο υπαίτιος, καθώς ο κορυφαίος αντίπαλος του Μπάιντεν στις εκλογές του 2024, προτρέπει τους Ρεπουμπλικανούς σκληροπυρηνικούς να παραμείνουν αδιάλλαχτοι.

Εάν η προσπάθεια του στεφθεί με επιτυχία, τότε το κλείσιμο θα μπορούσε να διαρκέσει εβδομάδες, ίσως και περισσότερο.

Ποιους επηρεάζει η διακοπή λειτουργίας

Εκατομμύρια ομοσπονδιακοί εργαζόμενοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με σοβαρές καθυστερήσεις στη μισθοδοσία τους, από αυτούς που εργάζονται στα τμήματα Άμυνας, Υποθέσεων Βετεράνων και Εσωτερικής Ασφάλειας, έως τους πράκτορες της Διοίκησης Ασφάλειας Μεταφορών και τους εργαζόμενους των Ταχυδρομείων.

Πέρα από τους ομοσπονδιακούς εργαζομένους, ένα κλείσιμο θα μπορούσε να έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στις κυβερνητικές υπηρεσίες, από την έκδοση διαβατηρίων έως την έγκριση κλινικών δοκιμών , κάτι που συνεπάγεται μεγάλη ταλαιπωρία για τους πολίτες. 

Επίσης οι επιχειρήσεις που συνδέονται στενά με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όπως για παράδειγμα οι κατασκευαστικές ή οι τουριστικές υπηρεσίες -ειδικά αυτές που συνδέονται με τα εθνικά πάρκα- θα αντιμετωπίσουν μεγάλες καθυστερήσεις στις εργασίες τους.

Σύμφωνα με την Ένωση Ταξιδιωτικών Βιομηχανιών των ΗΠΑ, σε περίπτωση ενός κυβερνητικού shutdown, ο ταξιδιωτικός τομέας κινδυνεύει να ζημιωθεί έως 140 εκατομμύρια δολάρια σε καθημερινή βάση.

Η Goldman Sachs με τη σειρά της έχει υπολογίσει ότι ένα πιθανό «κλείσιμο» θα μείωσει την οικονομική ανάπτυξη κατά 0,2% για κάθε εβδομάδα που θα συντελεστεί, αν και η ανάπτυξη θα ανακάμψει μετά το άνοιγμα της κυβέρνησης. 

Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι το 35ήμερο shutdown που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2018 και διήρκεσε μέχρι τον Ιανουάριο του 2019 κόστισε στην αμερικανική οικονομία 0,02% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.

Ένα κυβερνητικό κλείσιμο όμως θα έχει σοβαρά απόνερα και στις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς μια σοβαρή διαταραχή στη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών θα πλήξει την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση για την εκπλήρωση των βασικών της καθηκόντων, κάτι που θα έχει σοβαρές συνέπειες, σύμφωνα με το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ. 

Γι’αυτό και η επενδυτική κοινότητα θα αναζητήσει αυτή την εβδομάδα σοβαρές ενδείξεις ότι απομακρυνόμαστε από ένα τέτοιο σενάριο. Αύριο, Τρίτη, θα έχουμε μια πρώτη γεύση για το αν θα ξεπεραστεί ο σκόπελος ενός νέου shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης ή όχι. 

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.