Μία εμπορική συμφωνία με παράπλευρους ωφελημένους και μεγάλα ερωτηματικά
ΗΠΑ – ΕΕ

Μία εμπορική συμφωνία με παράπλευρους ωφελημένους και μεγάλα ερωτηματικά

Μετά την ανακοίνωση της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ – Ιαπωνίας και τον ορισμό του ύψους των εισαγωγικών δασμών των ΗΠΑ στο 15% για ένα μεγάλο αριθμό προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και των αυτοκινήτων, οι αγορές έσπευσαν να προεξοφλήσουν πως μία παρόμοια συμφωνία θα ερχόταν σύντομα και μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τελικά, δεν έκαναν λάθος, καθώς ανάμεσα στην περιπλάνησή του στα γήπεδο γκολφ της Σκωτίας, ο πρόεδρος Τραμπ βρήκε και χρόνο να συναντηθεί με την ηγεσία της ΕΕ, με την οποία έσφιξε τα χέρια μέσα στο Σαββατοκύριακο.

Παρά το ότι οι αγορές στην πραγματικότητα περίμεναν αυτή την εξέλιξη, η αρχική αντίδρασή τους ήταν αρκετά θετική, στην συνέχεια όμως η διάθεση άλλαξε κάπως και το αρχικό ράλι ξεφούσκωσε.

Λογικό αυτό, καθώς η ανακούφιση για την αποφυγή των χειρότερων ενδεχομένων δεν θα μπορούσε να κρατήσει και πάρα πολύ. Καλό είναι που γλυτώσαμε το 25% και το 30% αλλά και το 15% είναι κάτι σαφώς αρνητικό.

Όπως διαβάσαμε σε άρθρο του Pierre Briancon στο Reuters Breakingviews, το οποίο χρησιμοποίησε στοιχεία του Bruegel, πριν την 2α Απριλίου που ξεκίνησε το σίριαλ των δασμών, ο μέσος δασμός στις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ ήταν της τάξης του 1,47% ενώ η αντίστοιχη επιβάρυνση στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων στην ΕΕ ήταν 1,35%.

Δεν έχουμε δει ακόμα κάποια εκτίμηση για τον μέσο όρο στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αλλά δεν έχουμε αμφιβολία πως θα είναι πιο κοντά στο 15% απ’ ότι στο 10%.

Η διαφορά είναι πολύ σημαντική και είναι βέβαιο πως θα ζημιώσει αρκετά πολλούς τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας. 

Μπορεί λοιπόν τα πράγματα να έχουν ξεκαθαρίσει αρκετά και να είμαστε σίγουροι (ή σχεδόν σίγουροι) πως ο πρόεδρος Τραμπ δεν θα μας επιβάλλει καταστροφικούς δασμούς αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η συμφωνία αυτή έχει κάνει την κατάσταση πραγματικά ξεκάθαρη.

Διαβάζοντας τον διεθνή Τύπο, βρίσκουμε πολλές αναφορές σε διφορούμενα στοιχεία της συμφωνίας και σε πιθανές παράπλευρες συνέπειές της.

Ξεκινώντας από το τελευταίο, χθες είδαμε ένα ενδιαφέρον άρθρο στο cnbc.com, όπου η Sophie Kiderlin αναρωτιόταν αν ο πραγματικός νικητής σε αυτή την συμφωνία θα είναι τελικά το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η σκέψη της ξεκίνησε από το γεγονός πως η αντίστοιχη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΗΒ προβλέπει εισαγωγικούς δασμούς 10%, αντί για 15%.

Θεωρητικά, αυτό δίνει ένα άμεσο πλεονέκτημα στα βρετανικά προϊόντα, τα οποία θα γίνουν πιο φθηνά από τα ευρωπαϊκά για τους Αμερικανούς καταναλωτές.

Ένα δεύτερο πλεονέκτημα για το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τον Alex Altmann της Lubbock Fine LLP, θα μπορούσε να είναι η μεταφορά μέρους της παραγωγικής βάσης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από την ΕΕ.

Κατά τον Altmann, αυτό θα μπορούσε να συμβεί κυρίως στην περίπτωση εξαγωγικών επιχειρήσεων με χαμηλά περιθώρια κέρδους, ο οποίος πρόσθεσε πως το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη. Η Beth McCall, δικηγόρος διεθνούς εμπορίου στην Dentons, ανέφερε στο CNBC πως η διαφορά ανάμεσα στο 10% και το 15% δεν είναι τόσο μεγάλη για να είμαστε σίγουροι πως θα ωφεληθεί το Ηνωμένο Βασίλειο, κάτι που θα ήταν απόλυτα σίγουρο αν ο Ντόναλντ Τραμπ είχε χτυπήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση με δασμούς 25% ή 30%.

Πάντως, παρόλο που είναι σχετικά νωρίς για να βγουν συμπεράσματα, μας φαίνεται σχετικά δύσκολο να πιστέψουμε πως οι δασμοί 15% θα προκαλέσουν πολύ σημαντική άμεση ωφέλεια στις επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου.

Επιστρέφοντας στα άλλα στοιχεία της συμφωνίας, είναι φανερό πως υπάρχουν αρκετά σημεία που δημιουργούν απορίες και προβληματισμούς.

Ένα από αυτά είναι η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αγορά ενεργειακών προϊόντων αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα στην επόμενη τριετία.

Σύμφωνα με χθεσινό άρθρο του Bloomberg, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι διευκρίνισαν πως θα αφορά σε φυσικό αέριο, πετρέλαιο και πυρηνική τεχνολογία.

Κατά τους υπολογισμούς του διεθνούς πρακτορείου όμως, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Όπως επισημαίνεται στο άρθρο, το σύνολο των αμερικανικών εξαγωγών αυτών των ενεργειακών προϊόντων ήταν 330 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2024.

Την ίδια χρονιά, το σύνολο των ευρωπαϊκών εισαγωγών αυτών των προϊόντων ήταν λιγότερο από 80 δισ. δολάρια. Όσο και αν υποστηρίζει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πως αυτό θα καταστεί εφικτό με βάση το υφιστάμενο σχέδιο για μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία, είναι φανερό πως αυτό το ύψος ενεργειακών εισαγωγών από τις ΗΠΑ είναι πάρα πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί. 

Ακόμα πιο δύσκολο είναι να πραγματοποιηθεί η δεύτερη ευρωπαϊκή δέσμευση, αυτή σχετικά με τις ευρωπαϊκές επενδύσεις 600 δισεκατομμυρίων κατά την διάρκεια του υπολοίπου της θητείας του προέδρου Τραμπ.

Εδώ δεν είμαστε καν σίγουροι για το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η δέσμευση.

Επιστρέφοντας στο Reuters Breakingviews και σε χθεσινό άρθρο του Pierre Briancon, καταλαβαίνουμε πως τα πράγματα είναι αρκετά μπερδεμένα.

Από την μία μεριά, ο Λευκός Οίκος άφησε να εννοηθεί πως πρόκειται για επενδύσεις ευρωπαϊκών επιχειρήσεων πέρα από τα περίπου 100 δις δολάρια που είναι το ύψος των ετήσιων επενδύσεων τους στις ΗΠΑ.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ήδη με τεράστια διαφορά ο μεγαλύτερος ξένος άμεσος επενδυτής στις ΗΠΑ και πως σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2024 οι άμεσες ευρωπαϊκές επενδύσεις στις ΗΠΑ πλησίασαν τα 150 δισ. δολάρια.

Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του Επιτρόπου Sefcovic, δήλωνε πως πρόκειται για 600 δισεκατομμύρια που αναμένεται να επενδυθούν στις ΗΠΑ από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, χωρίς να αναφέρει αν πρόκειται για το σύνολο των επενδύσεων ή για επενδύσεις πάνω από τις ήδη αναμενόμενες.

Πέρα από αυτά, όπως επισημαίνει ο Briancon, στην πραγματικότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει καμία δυνατότητα να επηρεάσει τις επιχειρηματικές επενδύσεις των εταιρειών που εδρεύουν στο έδαφός της, καθώς αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο οι εθνικές αρχές κάθε κράτους μέλους.

Παρατηρεί επίσης πως μία τέτοια δέσμευση έρχεται σε αντίθεση με την υφιστάμενη ευρωπαϊκή πολιτική για τόνωση των επενδύσεων στο έδαφός της.

Ο Briancon υποστηρίζει πως οι σημαντικές δεσμεύσεις που ανέλαβε δημοσίως η ΕΕ απέναντι στις ΗΠΑ, όσο ασαφείς και αόριστες και να είναι, μπορεί να αποδειχθούν τελικά πολύ επικίνδυνες.

Ο αρθρογράφος εκτιμά πως παρότι ο Τραμπ λογικά γνωρίζει ήδη πως αυτές οι υποσχέσεις είναι αδύνατον να τηρηθούν, όταν φανεί πως η πολιτική των δασμών δεν φέρνει τα ποθητά αποτελέσματα θα βρει την ευκαιρία να ρίξει το φταίξιμο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατηγορώντας την πως δεν τηρεί τις υποσχέσεις της, και να υπαναχωρήσει από την συμφωνία απαιτώντας ακόμα μεγαλύτερες ευρωπαϊκές υποχωρήσεις. 

Δεν μας φαίνεται παράλογη η εκτίμηση του γνωστού αρθρογράφου του Reuters Breakingviews, αλλά υποθέτουμε πως θα περάσουν τουλάχιστον μερικοί μήνες μέχρι να φανεί αν έχει δίκιο. Μέχρι τότε μπορεί να έχουν αρχίσει να λύνονται και οι άλλες απορίες που έχει δημιουργήσει η σκωτσέζικη συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ κάτι που είναι πολύ πιθανόν να μας δείξει πως μπορεί να μην ήταν η χειρότερη συμφωνία αλλά σίγουρα δεν είναι καθόλου καλή.