Δύο από τους μεγαλύτερους χρηματιστηριακούς ομίλους της Ευρώπης εντείνουν τις προσπάθειες τους να κρατήσουν τις δημόσιες εγγραφές εταιρειών για εισαγωγή στο χρηματιστήριο στη Γηραιά Ήπειρο και να μην τις χάσουν στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ.
Συνδυάζοντας την έρευνα με το μάρκετινγκ προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την νοοτροπία ότι μια χρηματιστηριακή εισαγωγή στη Νέα Υόρκη φέρνει υψηλότερες αποτιμήσεις.
Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες επιλέγουν τις ΗΠΑ για να εισάγουν τις μετοχές τους στο χρηματιστήριο προσδοκώντας υψηλότερη αποτίμηση σε σύγκριση με την εγχώρια αγορά τους, όπως έδειξαν οι πρόσφατες κινήσεις της ελβετικής Holcim και της βελγικής Titan Cement International.
Tα χρηματιστήρια στην Ευρώπη και στο Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζουν μια ξηρασία όσον αφορά στις νέες εισαγωγές επιχειρήσεων την τελευταία διετία.
Παράλληλα, εισηγμένες επιχειρήσεις τους επιλέγουν να μεταφέρουν τη χρηματιστηριακή τους παρουσία στην Αμερική όπου βλέπουν βαθύτερη κεφαλαιαγορά και εν δυνάμει υψηλότερες αποτιμήσεις.
Σύμφωνα με αποκλειστικό του Reuters, η Deutsche Boerse που λειτουργεί το χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης προειδοποιεί τις επιχειρήσεις που το σκέπτονται για τα υψηλότερα κόστη που θα αντιμετωπίσουν, τονίζοντας ότι γύρω στα δύο τρίτα των εταιρειών που εισήχθησαν στην Ευρώπη είδαν τις μετοχές τους να σημειώνουν άνοδο στο χρηματιστηριακό τους ντεμπούτο ενώ το ίδιο συνέβη μόνο στο ήμισυ των εταιρειών που επέλεξαν τις ΗΠΑ για τη χρηματιστηριακή τους εισαγωγή.
Ο όμιλος Euronext που λειτουργεί επτά χρηματιστήρια σε διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στο Παρίσι και το Άμστερνταμ, σχεδιάζει παρόμοια καμπάνια που θα αμφισβητήσει την άποψη ότι οι εταιρείες που εισάγονται στις ΗΠΑ απολαμβάνουν υψηλότερες αποτιμήσεις από αυτές που προτιμούν τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Όπως αναφέρει ο εκπρόσωπος του ομίλου Deutsche Boerse, υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ όσον αφορά στις εισαγωγές από ότι ενδοευρωπαϊκά.
Τα χρηματιστήρια αντλούν προμήθειες από τις εταιρείες που εισάγονται στις πλατφόρμες τους αλλά και από τις χρηματιστηριακές εταιρείες που εκτελούν συναλλαγές στις μετοχές τους. Έχουν ζωτικό συμφέρον να προσελκύουν νέες εισαγωγές.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ψάχνουν για τρόπους να εμβαθύνουν την κεφαλαιαγορά της ηπειρωτικής Ευρώπης καθώς το βάθος και το μέγεθος της αμερικανικής αποτελεί δέλεαρ για τις εταιρείες που σχεδιάζουν να εισαχθούν στο χρηματιστήριο.
Η κεφαλαιοποίηση του S&P500 ανέρχεται στα $49,5 τρισ. και είναι σχεδόν τετραπλάσια του ευρωπαϊκού δείκτη STOXX 600.
Oι προσπάθειες του Euronext και της Deutsche Boerse να περιορίσουν την ελκυστικότητα της Νέας Υόρκης για τις ευρωπαϊκές εταιρείες μοιάζουν με τις κινήσεις του χρηματιστηρίου του Λονδίνου που κυκλοφόρησε έγγραφο τον Μάρτιο με σκοπό να βάλει τέλος στον μύθο, στην αντίληψη δηλαδή ότι μια εισαγωγή στις ΗΠΑ θα φέρει υψηλότερη αποτίμηση από ότι μια στο London Stock Exchange.
Περίπου 130 ευρωπαϊκές εταιρείες συνολικής χρηματιστηριακής αξίας $667 δισ. επέλεξαν να εισαχθούν ή να μεταφέρουν την χρηματιστηριακή τους παρουσία στην άλλη όχθη του Ατλαντικού την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με στοιχεία της δεξαμενής σκέψης New Financial.
To 70% αυτών, όμως, βλέπουν την μετοχή τους να διαπραγματεύεται κάτω από την τιμή εισαγωγής.
Σε ομιλία του στο Βερολίνο ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank Christian Sewing τόνισε ότι τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια πρέπει να κάνουν τα πλεονεκτήματα τους πιο ορατά, όχι μόνο παγκοσμίως αλλά και στις δικές τους αγορές.