Οι συνεχιζόμενες επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά του Τζερόμ Πάουελ, αντικατοπτρίζουν μια ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ των πολιτικών προτεραιοτήτων του Λευκού Οίκου και του καθήκοντος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να δίνει προτεραιότητα στην οικονομική σταθερότητα των ΗΠΑ, η οποία δεν έχει τέλος.
Οι σχέσεις του προέδρου των ΗΠΑ και του προέδρου της Fed έχουν περάσει από σαράντα κύματα, αμέσως μετά τη νίκη Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Οι αρχικές εκκλήσεις και παραινέσεις του Ντόναλντ Τραμ για επιθετικές μειώσεις των επιτοκίων, έδωσαν τη θέση τους σε ανοικτές απειλές για άμεση απομάκρυνση του Πάουελ πριν τη λήξη της θητείας του, τον Μάιο του 2026.
Τα επιχειρήματα του Λευκού Οίκου βασίζονται στην αυθαίρετη παραδοχή ότι ο πληθωρισμός είναι «ουσιαστικά ανύπαρκτος», στη λανθασμένη εκτίμηση ότι οι δασμοί δε θα αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων και στην ψευδή δήλωση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει μειώσει ήδη τα επιτόκια δέκα φορές στη σειρά. O πρόεδρος Τραμπ, επιμένει σε μείωση των επιτοκίων κατά 2,5%. Μια μείωση, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο θα λειτουργήσει ως καύσιμο για την οικονομία, αφού τα υψηλά επιτόκια κοστίζουν στην αμερικανική οικονομία δισεκατομμύρια δολάρια και εμποδίζουν την ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλες παγκόσμιες οικονομίες, με το μάτι στην Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Βέβαια, η κριτική του Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεφύγει, περνώντας στο επίπεδο των προσωπικών επιθέσεων, με τον Πάουελ να χαρακτηρίζεται με υποτιμητικούς όρους, όπως ο «κύριος πάρα πολύ αργά», ο «μεγάλος χαμένος», ο «αφελής» και ο «ηλίθιος». Ο πρόεδρος της Fed κατηγορείται ότι είναι αποκομμένος από την πραγματικότητα, ότι σκοπίμως υποσκάπτει την ανάπτυξη της οικονομίας και ότι η άρνησή του να μειώσει τα επιτόκια είναι πολιτικά υποκινούμενη για να βλάψει την κυβέρνησή του.
Οι θέσεις του Τζερόμ Πάουελ και οι αποφάσεις της Fed, βασίζονται όμως σε συγκεκριμένους οικονομικούς δείκτες όπως είναι ο πληθωρισμός, η απασχόληση και η ανάπτυξη, και όχι σε κριτήρια πολιτικής χροιάς. Η Fed έχει προειδοποιήσει ότι οι επιθετικές μειώσεις επιτοκίων, θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα υπό το φως των προτεινόμενων οικονομικών πολιτικών του Τραμπ, όπως είναι για παράδειγμα οι εκτεταμένοι δασμοί. Ειδικά όταν η τελική τους εικόνα, δεν είναι ακόμα ακριβής, αφού το αποτέλεσμα των «διαπραγματεύσεων» παραμένει αόριστο. Δυσδιάκριτο παραμένει και το σκηνικό όσον αφορά το αμερικανικό χρέος, τα τρέχοντα ελλείμματα, καθώς και οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του.
Όλη αυτή η διαμάχη δε βοηθάει τις αγορές. Και το πρόβλημα δεν εστιάζεται ούτε στις διαφορετικές απόψεις, ούτε ακόμα και στις προσωπικές επιθέσεις κατά του προέδρου της Fed. Αλλά στην εντύπωση ότι ο Λευκός Οίκος υπονομεύοντας την ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, θέτει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών στα θεσμικά όργανα με απρόβλεπτες οικονομικές συνέπειες. Η αναταραχή του Απριλίου στη Wall Street, ξεπεράστηκε μετά τη διευκρίνηση από πλευράς του προέδρου των ΗΠΑ, ότι δε θα συνεχίσει να επιδιώκει την απόλυση του προέδρου της Fed, αναγνωρίζοντας την ευαισθησία των αγορών σε τέτοιου είδους ανατρεπτικές αποφάσεις.
Ωστόσο, η ένταση δεν έχει κοπάσει. Ο Ντόναλντ Τραμπ, εξακολουθεί να πιέζει προς την κατεύθυνση της μείωσης των επιτοκίων, υπαινισσόμενος την πιθανότητα διορισμού νέου προέδρου της Fed όταν λήξει η θητεία του Τζερόμ Πάουελ τον Μάιο του 2026. Και μάλιστα το πρώτο όνομα που έχει ακουστεί είναι αυτό της Τζούντι Σέλτον, μιας συντηρητικής οικονομολόγου που υποστηρίζει την επιστροφή του «χρυσού κανόνα» σαν βάση του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Η Σέλτον υπήρξε σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ το 2016 και αργότερα διορίστηκε ως πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD). Ο πρόεδρος Τραμπ την είχε προτείνει και το 2020, ως πιθανή υποψηφιότητα για το Διοικητικό Συμβούλιο της Federal Reserve, αν και η υποψηφιότητά της δεν είχε προχωρήσει τελικά λόγω ισχυρών αντιδράσεων από την Γερουσία, τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και του Ρεπουμπλικανούς. Αιτία των αντιδράσεων ήταν οι θέσεις της υπέρ του χρυσού κανόνα και η κριτική της ως προς την ανεξαρτησία της Fed. Θέσεις που δε θεωρούνται συμβατές με τη σύγχρονη νομισματική πολιτική και πραγματικότητα.
Το οξύμωρο είναι ότι οι πολιτικές του Λευκού Οίκου, όσον αφορά τους εμπορικούς δασμούς και τις φορολογικές μειώσεις, οδηγούν στην άνοδο του πληθωρισμού και στην αύξηση των επιτοκίων. Την ίδια στιγμή που πιέζει προς την κατεύθυνση της άμεσης και σημαντικής μείωσης των επιτοκίων της Fed. Ο Πάουελ, από την πλευρά του, φαίνεται αποφασισμένος να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Fed, ακόμη και σε περίπτωση οξυμένης πολιτικής πίεσης. Βέβαια, το τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης θα μπορούσε να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις για την αμερικανική οικονομία, την αξιοπιστία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και την ισορροπία εξουσίας μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας, του Λευκού Οίκου δηλαδή και των ανεξάρτητων θεσμών.
Πάνω σε αυτό το τεντωμένο σχοινί της σκληρής αντιπαράθεσης και διαμάχης, ακροβατούν και οι χρηματιστηριακές αγορές, οι οποίες πλέον αντιμετωπίζουν τον πρόεδρο Τραμπ, περισσότερο ως πρόβλημα και λιγότερο ως έναν φιλοεπενδυτικό καταλύτη.