Η μεγάλη απειλή για τα γερμανικά Projects
Shutterstock
Shutterstock
Δικαστική απόφαση

Η μεγάλη απειλή για τα γερμανικά Projects

Η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας σχετικά με τη μεταφορά κονδυλίων ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ που είχαν περισσέψει από τον προϋπολογισμό για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας σε ένα ειδικό ταμείο εκτός του τακτικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, ήρθε σαν βόμβα την προηγούμενη εβδομάδα.

Ύστερα από την προσφυγή βουλευτών της αντιπολίτευσης, το δικαστήριο έκρινε πως αυτή η αλλαγή σκοπού είναι αντισυνταγματική. Μερικές μέρες μετά την ανακοίνωση της απόφασης είναι φανερό πως οι συνέπειές της είναι αρκετά πιο σοβαρές απ’ όσο φάνηκε την 15η Νοεμβρίου. Καθώς οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μελετούν την απόφαση, φαίνεται πως υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ευρείας εφαρμογής της, κάτι που σημαίνει πως δεν θα αφορά μόνο στα 60 δισεκατομμύρια αλλά σε ολόκληρη την δομή του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.

Πρακτικά, αν επαληθευθεί αυτή η εκτίμηση μπορούμε να πούμε πως έχει τιναχτεί στον αέρα ολόκληρη η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης συνασπισμού που κυβερνά εδώ και δύο χρόνια την ισχυρότερη χώρα της Ευρωζώνης. Μέσα σε κατάσταση σοκ, αφού η κυβέρνηση ήταν εντελώς απροετοίμαστη για μία τέτοια απόφαση, η πολιτική ηγεσία σε συνεργασία με το κοινοβούλιο προσπαθούν να ολοκληρώσουν την ετοιμασία του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού για το 2024. Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, η κυβέρνηση αποφάσισε την Τρίτη να παγώσει όλες τις αποφάσεις για νέες δαπάνες μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση που δημιούργησε η απόφαση του δικαστηρίου. 

Όπως διαβάζουμε σε σχετικό άρθρο του Bloomberg, στην περίπτωση που υιοθετηθεί η ευρεία ερμηνεία της απόφασης, πάρα πολλές δαπάνες τίθενται εν αμφιβόλω εάν δεν αποτελούν μέρος του τακτικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Για να πάρουμε μία ιδέα της αναταραχής που έχει δημιουργηθεί, αρκεί να αναφέρουμε πως σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο οικονομικών και το ομοσπονδιακό δικαστήριο ελέγχου των δαπανών, το σύνολο των δαπανών που προβλέπονται από διάφορα ειδικά ταμεία ανέρχεται στα 869 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ το ύψος του τακτικού προϋπολογισμού του 2023 ήταν 476 δισεκατομμύρια ευρώ.

Βέβαια αυτά τα ειδικά ταμεία προβλέπεται να έχουν διάρκεια ζωής μερικών ετών αλλά και πάλι το μέγεθος τους είναι πολύ μεγάλο και αν ο σχεδιασμός για όλα αυτά θα πρέπει να αλλάξει οι συνέπειες θα είναι πολύ σημαντικές. Αρκεί να αναφέρουμε πως στα ταμεία αυτά περιλαμβάνεται αυτό για την αντιμετώπιση της πράσινης μετάβασης και της τεχνολογικής αναβάθμισης (212 δισ. ευρώ), αυτό για τις ενεργειακές επιδοτήσεις (200 δισ.), αυτό για την ανανέωση των οπλικών συστημάτων των ενόπλων δυνάμεων (100 δις) και πολλά άλλα.

Όπως ανέφερε σε δηλώσεις του ο Τόμας Κύνερτ, γενικός γραμματέας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Καγκελάριου Σολτς, αυτά τα χρήματα είναι κρίσιμα για την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας και την «πράσινη μετάβαση», καθώς και για την καταβολή διαφόρων κοινωνικών ενισχύσεων και επιδομάτων. Ειδικά για το τελευταίο θέμα, ο Κύνερτ ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γίνουν αποδεκτές περικοπές των κοινωνικών δαπανών. 

Επιστρέφοντας στα επίμαχα 60 δισεκατομμύρια ευρώ, αξίζει να σημειώσουμε πως είχαν μεταφερθεί στο Ταμείο της πράσινης μετάβασης και τεχνολογικής αναβάθμισης, το οποίο προβλέπεται να ολοκληρώσει τη ζωή του το 2027. Αυτό σημαίνει πως ένα μεγάλο μέρος τους έχει κατευθυνθεί ή επρόκειτο να κατευθυνθεί στην επιδότηση μεγάλων βιομηχανικών επενδύσεων σε διάφορους τομείς.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου οικονομικών, τα 212 δισ. του ταμείου προορίζονται για το «πρασίνισμα» των κτιρίων (60 δισ.), την προώθηση της τεχνολογίας πράσινου υδρογόνου (19,8 δισ.) την ηλεκτροκίνηση των αυτοκινήτων (13,8 δισ.), την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου (12,6 δισ.) και τις επιδοτήσεις για την βιομηχανία μικροεπεξεργαστών (12 δισ.).

Τα υπόλοιπα 92,4 δισ. προορίζονται για διάφορες άλλες επενδύσεις. 58 δισεκατομμύρια είναι ο προϋπολογισμός για το 2024 ο οποίος έχει παγώσει από την Τρίτη σύμφωνα με την απόφαση της κυβέρνησης. Αυτή την στιγμή δεν είναι απολύτως σαφές το τι θα γίνει με τις επιχορηγήσεις που δεν είχαν ακόμα εγκριθεί επίσημα από τις κυβερνητικές υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τον υπουργό οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, «οι μόνοι που θα πάρουν σίγουρα τα χρήματά που τους έχουμε υποσχεθεί είναι αυτοί που έχουν στα χέρια τους την επίσημη έγκριση χρηματοδότησης». Θεωρητικά τουλάχιστον, αρκετά επενδυτικά σχέδια κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς χρηματοδότηση, η οποία, πρέπει να σημειώσουμε, ήταν βασική προϋπόθεση για την λήψη της επενδυτικής απόφασης από την μεριά της ενδιαφερόμενης επιχείρησης.

Σύμφωνα με το Bloomberg, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει κάποιου είδους εμπλοκή στα σχέδια κατασκευής του μεγάλου εργοστασίου παραγωγής μικροεπεξεργαστών της αμερικανικής Intel (INTC NASDAQ) στην πόλη του Μαγδεβούργου, συνολικού προϋπολογισμού 30 δισεκατομμυρίων ευρώ και στην κατασκευή αντίστοιχου εργοστασίου της ταϊβανέζικης Taiwan Semiconductor Company (TSM NYSE), συνολικού προϋπολογισμού 10 δισ. ευρώ.

Μία άλλη επένδυση στον χώρο των ημιαγωγών, αυτή της γερμανικής ZF Friedrichshafen AG με την αμερικανική Wolfspeed (WOLF NYSE) για την ανέγερση εργοστασίου παραγωγής πλακών σιλικόνης (wafers) για μικροεπεξεργαστές στην περιοχή του Σάαρλαντ περιμένει και αυτή την επιδότησή της και όπως δήλωσε εκπρόσωπος της γερμανικής επιχείρησης, αναμένει πως η κυβέρνηση θα τηρήσει τις υποσχέσεις της. 

Στον χώρο της ενέργειας, το Bloomberg πιθανολογεί πως το πάγωμα των δαπανών μπορεί να επηρεάσει το σχέδιο του γερμανικού δημοσίου να αγοράσει το μεγαλύτερο δίκτυο μεταφοράς ενέργειας της χώρας από την ολλανδική (κρατική) Tennet Holding BV για 22 δισεκατομμύρια ευρώ. Προβληματισμός εκφράζεται επίσης για το κατά πόσο θα καταβληθεί στη σουηδική Northvolt μέρος των ενισχύσεων που περιμένει για το εργοστάσιο μπαταριών στην Βόρεια Γερμανία.

Στη λίστα των επενδύσεων που κινδυνεύουν να χάσουν, προσωρινά ή οριστικά, τις επιχορηγήσεις τους είναι και αυτές που σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου και αυτές για την επίσπευση της εγκατάστασης εκτεταμένου δικτύου φορτιστών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα και φορτηγά. 

Δεδομένης της πολυπλοκότητας του ζητήματος θα ήταν ανεύθυνο να πιθανολογήσουμε οτιδήποτε σχετικά με την εξέλιξή του. Ξέροντας τη δυσκολία των Γερμανών να κινηθούν ευέλικτα και τις δυσκολίες λήψης αποφάσεων από τα τρία κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να περάσουν αρκετοί μήνες για να ξεκαθαρίσει η κατάσταση και να βρεθεί μία λύση.

Αν τα πράγματα εξελιχθούν έτσι, αυτό δεν θα είναι καθόλου καλό για τη Γερμανία και κατ’ επέκταση ίσως και για την Ευρώπη. Οι περισσότερες επιχειρήσεις που θέλουν να κάνουν μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις επιχορηγήσεις και τις κάθε είδους διευκολύνσεις από τη μεριά των κρατών ή των τοπικών κυβερνήσεων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών είναι πολύ έντονος, ειδικά από τη μεριά των ΗΠΑ και του Καναδά που προσφέρουν «γη και ύδωρ» στις αμερικανικές και διεθνείς επιχειρήσεις για να μεταφέρουν εκεί παραγωγικές δραστηριότητες.

Αν η αβεβαιότητα σχετικά με την δυνατότητα της Γερμανίας να τηρήσει τις δεσμεύσεις της κρατήσει πολύ, είναι βέβαιο πως κάποιες εταιρείες θα στραφούν αλλού, είτε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού είτε σε κάποια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αν και τα χρήματα δεν βρίσκονται τόσο εύκολα στην Ε.Ε.), ειδικά στην περίπτωση των βιομηχανιών μικροεπεξεργαστών που η ανέγερση ενός εργοστασίου μπορεί να κρατήσει μέχρι και πέντε χρόνια. Για να το πούμε πιο απλά, την στιγμή που παραμονεύει ο πειρασμός των αμερικανικών (μέσω του προγράμματος Inflation Reduction Act, IRA) και των καναδικών ενισχύσεων, η εμπλοκή που φέρνει η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας και τη δυνατότητά της να εκσυγχρονίσει τη βιομηχανία της.

Αυτό φυσικά δεν είναι ανάγκη να συμβεί, καθώς η γερμανική πολιτική ηγεσία σίγουρα γνωρίζει τους κινδύνους και θα κάνει κάθε προσπάθεια για να ξεπεράσει ανώδυνα το πρόβλημα που έχει παρουσιαστεί. Από την άλλη μεριά, όμως, ίσως και να μην τα καταφέρει. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι η πρώτη φορά που η Γερμανία θα καθυστερήσει υπερβολικά.