Η διαμάχη ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, και τον επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Τζερόμ Πάουελ κρατάει καιρό τώρα. Από τις δημόσιες παραινέσεις έως τις ύβρεις μέσω των social media, η πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης Τραμπ, σύμφωνα με την Washington Post, είναι μία: Να προσθέσει περίπου 4 τρισ. δολάρια στο ομοσπονδιακό χρέος με χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
Η αμερικανική εφημερίδα υπενθυμίζει με έμφαση το χειρόγραφο σημείωμα που είχε στείλει την περασμένη εβδομάδα ο Τραμπ στον Πάουελ, στο οποίο έγραφε τα εξής: «Πρέπει να μειώσεις το επιτόκιο - κατά πολύ! Εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια χάνονται!».
Σε δημόσια εκδήλωση για την προώθηση του ρεπουμπλικανικού νομοσχεδίου ύψους 4 τρισ. δολαρίων, ο Τραμπ διατύπωσε τις επιθυμίες του ακόμη πιο ξεκάθαρα: «Πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για περικοπές σε αυτό. Κι αυτός ο τύπος θα μπορούσε να το κάνει τόσο εύκολα... Κάθε μονάδα επιτοκίου είναι... 300 δισεκατομμύρια. Άρα αν το φτάναμε στο 1%, θα εξοικονομήσουμε σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια μόνο με μία υπογραφή. Χωρίς δουλειά, χωρίς να χαθεί τίποτα. Είναι λογιστικό το θέμα.»
Η Fed, λοιπόν, θα έπρεπε απλώς να μειώσει τα επιτόκια στο 1% (δηλαδή πάνω από 3 ποσοστιαίες μονάδες μείωση) ώστε να μειωθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που προστέθηκε με τον νέο φορολογικό νόμο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά σαφή διατύπωση αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «δημοσιονομική κυριαρχία» (αγγλ. fiscal dominance). Δηλαδή, στην πράξη, η κυβέρνηση επιδιώκει να υποτάξει την ανεξαρτησία της Fed και τον έλεγχο του πληθωρισμού στις δημοσιονομικές της ανάγκες, συγκαλύπτοντας το κόστος της τεράστιας αύξησης του χρέους.
Η τελευταία φορά που η διαχείριση του χρέους του Υπουργείου Οικονομικών υπαγόρευε τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ ήταν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη την εποχή ήταν κάπως κατανοητό, καθώς οι κρατικοί δανεισμοί αυξήθηκαν δραματικά για να χρηματοδοτηθεί ο πόλεμος. Όμως η πολιτική αυτή είχε κακές συνέπειες: οδήγησε σε υψηλό πληθωρισμό στη μεταπολεμική περίοδο. Ο πληθωρισμός τέθηκε ξανά υπό έλεγχο μόνο όταν η Fed εξασφάλισε τη συμφωνία του 1951 με το Υπουργείο Οικονομικών, μια κομβική στιγμή που αποκατέστησε την ανεξαρτησία της να καθορίζει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια.
Φυσικά, τα χαμηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια θα ήταν ευπρόσδεκτα για πολλούς λόγους, κυρίως για να μειωθούν τα επιτόκια σε στεγαστικά, φοιτητικά και καταναλωτικά δάνεια. Όμως είναι πιο πιθανό να δούμε επίμονα υψηλό πληθωρισμό, εάν χαθεί η εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Fed να τον διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα.
Η πενταπλάσια αύξηση των δασμών από τη διοίκηση Τραμπ έχει φέρει τη Fed σε δύσκολη θέση, καθώς αυξάνει τον κίνδυνο αναζωπύρωσης του πληθωρισμού μετά τα ήδη υψηλά επίπεδα που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού. Αν και οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της Fed έχει λογικό περιθώριο να περιμένει μερικούς μήνες ώστε να εκτιμήσει τις επιπτώσεις των δασμών πριν προχωρήσει σε νέες μειώσεις επιτοκίων, ο Λευκός Οίκος άφησε να εννοηθεί ότι κάτι τέτοιο αποτελεί λόγο για απόλυση.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι προσεκτική στο να πιέζει τη Fed. Οι αγορές κατέρρευσαν στις 21 Απριλίου μετά τις απειλές του Τραμπ να αντικαταστήσει τον πρόεδρο της Fed πριν λήξει η θητεία του: οι μετοχές υποχώρησαν, το δολάριο εξασθένησε και το επιτόκιο των 10ετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκε απότομα. Αυτό είναι το είδος της αντίδρασης που συναντάται συνήθως σε αναδυόμενες αγορές όπως η Αργεντινή και όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τελικά, οι επενδυτές είναι αυτοί που θα αποφασίσουν πόσο θα πρέπει να αποζημιωθούν για να κρατήσουν το νέο τεράστιο απόθεμα μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων. Οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο πρόεδρος τοποθετεί νέο πρόεδρο της Fed για να διατηρεί χαμηλό το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης εις βάρος της καταπολέμησης του πληθωρισμού, θα οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια, καθώς οι επενδυτές θα απαιτήσουν μεγαλύτερες αποδόσεις για να αντισταθμίσουν απώλειες από αυξημένο πληθωρισμό και αποδυνάμωση του δολαρίου.
Και αυτό σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του διογκούμενου εθνικού χρέους θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο και η προσιτότητα θα απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τους περισσότερους Αμερικανούς.